Τι σημαίνει το library στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης library στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του library στο Αγγλικά.

Η λέξη library στο Αγγλικά σημαίνει βιβλιοθήκη, αποθετήριο, βιβλία, βιβλιοθήκη, συλλογή, δανειστική βιβλιοθήκη, βιβλιοθήκη, φωτογραφικό αρχείο, βιβλιοδεσία βιβλιοθήκης, κάρτα βιβλιοθήκης, πρόστιμο καθυστέρησης επιστροφής υλικού, βιβλιοθηκονομία, κινητή βιβλιοθήκη, δημόσια βιβλιοθήκη, έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα, σχολική βιβλιοθήκη, βιβλιοθήκη τηλεοπτικού υλικού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης library

βιβλιοθήκη

noun (public book-lending place)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She borrowed a book from the library.
Δανείστηκε ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη.

αποθετήριο

noun (repository for books) (βιβλίων)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The company library consists mostly of scientific books.
Το αποθετήριο της εταιρείας αποτελείται κυρίως από επιστημονικά βιβλία.

βιβλία

noun (personal book collection)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I keep my library in the living room.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η βιβλιοθήκη μου αποτελείται κυρίως από ξένους συγγραφείς.

βιβλιοθήκη

noun (reading room)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He is reading a book in the library.
Διαβάζει ένα βιβλίο στη βιβλιοθήκη (or: στο αναγνωστήριο).

συλλογή

noun (film or music collection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His music library is quite extensive.
Η μουσική συλλογή του είναι αρκετά εκτεταμένη.

δανειστική βιβλιοθήκη

noun (book-lending service) (υπηρεσία)

In past years, some lending libraries were commercial, and charged the borrowers.
Τα περασμένα χρόνια μερικές δανειστικές βιβλιοθήκες είχαν εμπορική φύση και χρέωναν τον κόσμο που δανειζόταν βιβλία.

βιβλιοθήκη

noun (publisher's collection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This publishing house has a library of over fifty thousand books.
Η βιβλιοθήκη αυτού του εκδοτικού οίκου περιλαμβάνει περισσότερα από πενήντα χιλιάδες βιβλία.

φωτογραφικό αρχείο

noun (picture archive)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Getty Images is a world-famous image library used by many publishers.

βιβλιοδεσία βιβλιοθήκης

noun (method of covering and stitching books) (για χρήση σε βιβλιοθήκη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Library binding produces stronger books for long-term use than regular commercial binding does.

κάρτα βιβλιοθήκης

noun (card for borrowing)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρόστιμο καθυστέρησης επιστροφής υλικού

noun (fee for late return of borrowed book)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I had a huge library fine to pay; not only was the book a month overdue, but I had spilled wine in it.

βιβλιοθηκονομία

noun (study of libraries)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κινητή βιβλιοθήκη

noun (travelling book-lending facility)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The mobile library comes to my neighborhood once a week.

δημόσια βιβλιοθήκη

(nonprofit library)

έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα

noun (collection of print materials for research)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σχολική βιβλιοθήκη

noun (book collection, room in a school)

βιβλιοθήκη τηλεοπτικού υλικού

noun (video and dvd lending service)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I like to watch films that I borrow from the video library.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του library στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του library

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.