Τι σημαίνει το limpar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης limpar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του limpar στο πορτογαλικά.

Η λέξη limpar στο πορτογαλικά σημαίνει καθαρίζω με πανί, καθαρίζω, σκουπίζω, σκουπίζω, καθαρίζω κτ, απομακρύνω, απομακρύνω κτ με τρίψιμο, καθαρίζω, καθαρίζω, καθαρίζω, καθαρίζω κτ από κτ, καθαρίζω, σαρώνω, βουρτσίζω, χτενίζω, καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω, καθαρίζω κτ, συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω, βελτιώνομαι, βγάζω, καθαρίζω, ξετινάζω, διαγράφω κτ από κτ, σβήνω κτ από κτ, μαζεύω τα πιάτα, καθαρίζω, καθαρίζω, καθαρίζω, σκουπίζω, καθαρίζω, καθαρίζω με σφουγγάρι, αδειάζω, απολυμαίνω, ξεπλένω, καθαρίζω, καθαρίζω, καθαρίζω, τακτοποιώ, συγυρίζω, συμαζεύω, απομακρύνω τα άχρηστα αντικείμενα από κτ, σκουπίζω, σκουπίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω, απομακρύνω, σκουπίζω, καθαρίζω, πλένω, ξεκαθαρίζω, πλένω, καθαρίζω, ξεπλένω, απαλλάσσω κπ από κτ, πλένω, καλυτερεύω, βελτιώνομαι, ξανοίγω, καθαρίζω με αμμοβολή, καλύπτω, ξεσκονίζω, ξεσκονίζω, μαζεύω με την τσουγκράνα, συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω, πλένω, καθαρίζω, καθαρίζω με μπατονέτα, καθαρίζω, σφουγγαρίζω, βγάζω, αφαιρώ, ετοιμάζω για μαγείρεμα, ρίχνω κτ στη λεκάνη της τουαλέτας και τραβάω το καζανάκι, ξεροβήχω, ξεσκονόπανο, δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήρας, κάνω λίγο χώρο, καθαρίζω το όνομα μου, καθαρίζομαι, πιέζω ελαφρά, καθαρίζω κτ τοπικά, τρέχω πίσω από κπ, αερίζω, ξεσκονίζω, φρεσκάρω, καθαρίζω τα δόντια με οδοντικό νήμα, καθαρίζομαι, εκχιονίζω, καθαρίζω κτ από το χιόνι, καθαρίζω τραπέζια, ανοικτικό μηχάνημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης limpar

καθαρίζω με πανί

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθαρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τι χρησιμοποιείς για να καθαρίσεις τον εξοπλισμό του εργαστηρίου σου;

σκουπίζω

verbo transitivo (com um pano)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκουπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Limpe o banco antes de se sentar.
Πριν καθίσεις σκούπισε το παγκάκι.

καθαρίζω κτ

verbo transitivo (από άχρηστα αντικείμενα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Αν καθαρίσεις το τραπέζι όπου φάγαμε, θα μπορέσουμε να παίξουμε χαρτιά.

απομακρύνω

(κτ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Uma dieta detox deve limpar todos os venenos de seu corpo.
Μια δίαιτα αποτοξίνωσης υποτίθεται ότι απομακρύνει τα δηλητήρια από το σώμα σου.

απομακρύνω κτ με τρίψιμο

(limpar esfregando de forma vigorosa)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθαρίζω

verbo transitivo (χώρο όπου μένουν ζώα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθαρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθαρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu uso sempre lixívia quando limpo a cozinha.
Πάντα χρησιμοποιώ χλωρίνη όταν καθαρίζω την κουζίνα.

καθαρίζω κτ από κτ

verbo transitivo (κτ από κάτι ανεπιθύμητο)

Steve está seguindo uma dieta especial para limpar seu corpo de toxinas.
Ο Στηβ ακολουθεί ειδική διατροφή για να καθαρίσει το σώμα του από τις τοξίνες.

καθαρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Limpe seu rosto e troque suas roupas antes do almoço.
Καθάρισε το πρόσωπό σου και άλλαξε ρούχα πριν το δείπνο.

σαρώνω

(figurado, gíria) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele realmente limpou a mesa de pôquer.
Πραγματικά σάρωσε στο τραπέζι του πόκερ.

βουρτσίζω, χτενίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O trabalhador do estábulo penteou o cavalo depois da corrida.
Ο σταβλίτης ξύστρισε το άλογο μετά τη βόλτα της.

καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Limpe seu quarto e guarde suas roupas!
Νοικοκύρεψε το δωμάτιό σου και τακτοποίησε τα ρούχα σου!

καθαρίζω κτ

(άχρηστα αντικείμενα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Precisamos limpar todo o lixo do sótão.
Πρέπει να καθαρίσουμε τη σοφίτα από όλη αυτή τη σαβούρα.

συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rose ainda estava limpando quando os convidados dela chegaram.
Η Ρόουζ ακόμα τακτοποιούσε όταν έφτασαν οι καλεσμένοι της.

βελτιώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O clima logo limpou e o sol saiu.
Ο καιρός άνοιξε γρήγορα και βγήκε ήλιος.

βγάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dei uma mangueirada no carro para limpar a sujeira.
Ξέπλυνα το αυτοκίνητο με λάστιχο για να βγάλω (or: καθαρίσω) τη βρωμιά.

καθαρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Limpei a lama das minhas botas.
Καθάρισα τη λάσπη από τα παπούτσια μου.

ξετινάζω

verbo transitivo (tomar todo o dinheiro) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As mesas de blackjack me deixaram limpo.
Με ξετίναξαν τα τραπέζια του μπλάκτζακ.

διαγράφω κτ από κτ, σβήνω κτ από κτ

(figurado) (μεταφορικά)

Alison tentou apagar o evento terrível da memória dela.
Η Άλισον προσπάθησε να διαγράψει το απαίσιο γεγονός από τη μνήμη της.

μαζεύω τα πιάτα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vou servir o jantar, e você tira a mesa quando eles terminarem de comer.

καθαρίζω

(remover o indesejado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Limparemos a terra e plantaremos grama nova.
Θα αποψιλώσουμε τη γη και μετά θα φυτέψουμε νέο χορτάρι.

καθαρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Limpe a água com um filtro de malha fina.

καθαρίζω, σκουπίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alan limpou a chaminé, pronto para acender a fogueira no inverno.

καθαρίζω

verbo transitivo (από κοπριά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθαρίζω με σφουγγάρι

verbo transitivo (com esponja)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αδειάζω

verbo transitivo (acabar com o conteúdo de algo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os pássaros limparam as árvores frutíferas.
Τα πουλιά άδειασαν τα δέντρα από τα φρούτα.

απολυμαίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεπλένω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθαρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As máquinas têm de limpar a neve das pistas.
Τα εκχιονιστικά πρέπει να καθαρίσουν το χιόνι από τους δρόμους.

καθαρίζω

(céu)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O céu limpou depois da chuva.

καθαρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nós purificamos o ar com um filtro.

τακτοποιώ, συγυρίζω, συμαζεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομακρύνω τα άχρηστα αντικείμενα από κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκουπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκουπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τακτοποιώ, συμμαζεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maria disse para as crianças organizarem os brinquedos após terminarem de brincar com eles.
Η Μαρία είπε στα παιδιά να μαζέψουν τα παιχνίδια τους, όταν τελειώσουν το παιχνίδι.

απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A saliva ajuda a lavar as bactérias dos dentes.
Το σάλιο βοηθάει στο να απομακρύνονται τα βακτήρια από τα δόντια.

σκουπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθαρίζω, πλένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκαθαρίζω

(superfície: afastar objetos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Μάικ ξεκαθάρισε τα χαρτιά που ήταν πάνω στο γραφείο του.

πλένω, καθαρίζω

(limpar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Πλύνε (or: καθάρισε) την σανίδα κοπής με ζεστό νερό και μπόλικο σαπούνι για να σκοτώσεις τα βακτήρια. Από τη στιγμή που ξεκινάνε οι περιορισμοί στο νερό δε θα μπορούμε να καθαρίζουμε τα πεζοδρόμια σε καθημερινή βάση.

ξεπλένω

(αυτό που έχει λερωθεί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Μάρκ καθάρισε τη σοκολάτα από το πρόσωπο της κόρης του.

απαλλάσσω κπ από κτ

Tim acredita que confessando seus pecados, expiará sua consciência.
Ο Τιμ πιστεύει πως η εξομολόγηση των αμαρτιών του τον απαλλάσσει από την ενοχή.

πλένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando ela era malcriada, a mãe dela lavava a boca dela com água e sabão.
Όταν ήταν άτακτη η μητέρα της της έπλενε το στόμα με σαπούνι και νερό.

καλυτερεύω, βελτιώνομαι, ξανοίγω

(καιρός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καθαρίζω με αμμοβολή

verbo transitivo (usar jato de areia)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλύπτω

verbo transitivo (κείμενο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεσκονίζω

verbo transitivo (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεσκονίζω

verbo transitivo (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Απλά ξεσκόνισε το αμάξι, δεν έχουμε χρόνο να το πλύνουμε.

μαζεύω με την τσουγκράνα

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Harriet está varrendo as folhas numa pilha.
Η Χάριετ μαζεύει τα φύλλα σε μια στοίβα με την τσουγκράνα.

συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω

verbo transitivo (por em ordem)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Arrume seu quarto agora!
Μάζεψε το δωμάτιό σου αυτή τη στιγμή!

πλένω, καθαρίζω

verbo transitivo (com produtos: carpete) (χαλιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Προσλάβαμε επαγγελματίες για να πλύνουν (or: καθαρίσουν) τα χαλιά.

καθαρίζω με μπατονέτα

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθαρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sua cozinha está impecável, portanto sei que você deve gostar de fazer a faxina.
Η κουζίνα σου είναι πεντακάθαρη, συνεπώς ξέρω πως σου αρέσει να καθαρίζεις.

σφουγγαρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os marinheiros esfregam o deck todas as manhãs.

βγάζω, αφαιρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ετοιμάζω για μαγείρεμα

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Primeiro você precisa limpar o frango removendo o excesso de gordura.

ρίχνω κτ στη λεκάνη της τουαλέτας και τραβάω το καζανάκι

(ανάλογα την περίπτωση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεροβήχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεσκονόπανο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήρας

(μηχάνημα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάνω λίγο χώρο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθαρίζω το όνομα μου

locução verbal (provar a inocência própria)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθαρίζομαι

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Meu gato passa a metade do tempo limpando os pelos e a outra metade dormindo.
Η γάτα μου περνάει τον μισό της χρόνο με το να καθαρίζεται και τον άλλο μισό με το να κοιμάται.

πιέζω ελαφρά

Não esfregue a lente da câmera. Só limpe-a levemente com um pano macio.

καθαρίζω κτ τοπικά

(remover a mancha ou marca de algo)

τρέχω πίσω από κπ

(limpar a bagunça feita por alguém) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αερίζω, ξεσκονίζω, φρεσκάρω

locução verbal (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθαρίζω τα δόντια με οδοντικό νήμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθαρίζομαι

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O macaco limpou seus pelos.
Ο πίθηκος ξεψειριζόταν.

εκχιονίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καθαρίζω κτ από το χιόνι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθαρίζω τραπέζια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανοικτικό μηχάνημα

(algodão, lã, etc.) (για μαλλί)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του limpar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.