Τι σημαίνει το qualquer στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης qualquer στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του qualquer στο πορτογαλικά.

Η λέξη qualquer στο πορτογαλικά σημαίνει οποιοσδήποτε, οποιοσδήποτε, κανένας, όποιος, οποιοσδήποτε, κάθε, ό,τι, οποιοσδήποτε, ένα τίποτα, όσος, ό,τι, -, οτιδήποτε, οποιοσδήποτε, κανείς, κανένας, κανείς, κανένας, οποιοσδήποτε, παντός καιρού, άλλος, διαφορετικός, αλλιώτικος, που την έχει γαμήσει, όπως, παρ' όλα αυτά, ούτως ή άλλως, παρ' όλα αυτά, οποτεδήποτε, αλλού, όπως και να 'χει, σε κάθε περίπτωση, οπουδήποτε, κάπως, έτσι κι αλλιώς, όπου να' ναι, ανά πάσα στιγμή, όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, πολύ σύντομα, όσο και αν κάνει, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε περίπτωση, στα εύκολα και στα δύσκολα, με κάθε κόστος, οποιαδήποτε ώρα, οποτεδήποτε, όπου να'ναι, ανά πάσα στιγμή, από στιγμή σε στιγμή, με οποιοδήποτε τρόπο, σε οποιαδήποτε ηλικία, με οποιοδήποτε κόστος, οπωσδήποτε, ούτως ή άλλως, σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι, με οποιονδήποτε τρόπο, βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνει, για οποιονδήποτε λόγο, οποτεδήποτε, όποτε να'ναι, οπουδήποτε αλλού, είτε έτσι, είτε αλλιώς, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, οπουδήποτε, σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, όμως, κάποια μέρα, μια μέρα, κάποια στιγμή, σύντομα, από μέρα σε μέρα, πάση θυσία, όμως, ωστόσο, όπως, οπουδήποτε, όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, από λεπτό σε λεπτό, κάθε είδους, όπως όλοι, το πώς το λένε, τα πάντα, εργαζόμενος που δεν έχει προκαθορισμένο γραφείο, οτιδήποτε, ό,τι, όποιος, οποιοσδήποτε, οποιοσδήποτε, όποιος, οποιοσδήποτε, οποιοσδήποτε, όποιος να'ναι, πιστεύω οτιδήποτε, πιστεύω το οτιδήποτε, πιστεύω τα πάντα, συμφωνώ με όλα, δεν έχω προκαθορισμένο γραφείο, όποιος από τους δύο, οποιοσδήποτε από τους δύο, οποιοσδήποτε, όποιος να'ναι, οπουδήποτε, σύντομα, με οποιοδήποτε κόστος, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι, με οποιοδήποτε τρόπο, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, οτιδήποτε εκτός, απαυτός, αποτέτοιος, οτιδήποτε, οποιοσδήποτε, τυχαία, όπως να 'ναι, οποιοσδήποτε από τους δύο, όποιος, πασαλείφω, όποιος, όλοι ανεξαιρέτως, κάπως, ο,τιδήποτε, είμαι κλαψιάρης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης qualquer

οποιοσδήποτε

adjetivo

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Assisto a qualquer filme. Não sou exigente.
Θα δω όποια ταινία νά 'ναι. Δεν έχω προτιμήσεις.

οποιοσδήποτε

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Qualquer adolescente é capaz de te explicar como a Internet pode ser útil.
Κάθε έφηβος μπορεί να σου πει πόσο χρήσιμο είναι το διαδίκτυο.

κανένας

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Se chegar alguma carta, você pode guardar até eu voltar?
Εάν έρθει κανένα γράμμα, μπορείς να το κρατήσεις μέχρι να επιστρέψω;

όποιος, οποιοσδήποτε

adjetivo

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
A influência da esposa (sob qualquer forma que possa ter assumido) persuadiu o imperador a ser indulgente.
Η επιρροή που ασκούσε στον αυτοκράτορα η σύζυγός του (οποιαδήποτε μορφή κι αν είχε) τον έπεισε να δείξει επιείκεια.

κάθε

pronome

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sem qualquer sombra de dúvida, ela é a melhor funcionária que temos.
Πέρα από κάθε αμφιβολία, είναι η καλύτερη υπάλληλος που έχουμε.

ό,τι

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
A seleção do time acabou com qualquer respeito que o treinador ainda tinha.

οποιοσδήποτε

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Você pode escolher uma camisa de qualquer cor que gostar.

ένα τίποτα

(pessoa insignificante) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Por que ela ia querer sair comigo? Ela é uma supermodelo, eu não sou ninguém.
Γιατί να θέλει να βγει μαζί μου; Εκείνη είναι σούπερ μόντελ. Εγώ είμαι ένα τίποτα.

όσος

(ποσότητα σε αριθμό)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Vou levar todos os sanduíches que você ainda tiver.
Θα πάρω όσα σάντουιτς έχεις αφήσει.

ό,τι

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Vou levar todo o chocolate que tiver sobrado.
Θα πάρω όσες σοκολάτες μείνουν.

-

locução adverbial (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Se a chuva piorar de qualquer modo, teremos que adiar a partida.
Αν χειροτερέψει και άλλο ο καιρός θα πρέπει να αναβάλλουμε τον αγώνα.

οτιδήποτε

(κάτι)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Tudo pode acontecer.
Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί.

οποιοσδήποτε

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Se alguém quiser vir junto comigo, fiquem à vontade.
Αν θέλεις κανείς να έρθει μαζί μου, μπορεί ελεύθερα να το κάνει.

κανείς, κανένας

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Queria saber se alguém achou o gato perdido.
Αναρωτιέμαι αν έχει βρει κανένας τη γάτα που εξαφανίστηκε.

κανείς, κανένας

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Duvido que alguém tenha notado o seu erro.
Αμφιβάλλω ότι πρόσεξε κανείς (or: κανένας) το λάθος σου.

οποιοσδήποτε

locução adjetiva (με κατάφαση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παντός καιρού

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άλλος, διαφορετικός, αλλιώτικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Há alguma outra solução para o problema?
Υπάρχει άλλη λύση στο πρόβλημα;

που την έχει γαμήσει

expressão (ofensivo) (καθομ: άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όπως

(με ό,τι τρόπο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Você pode fazer isso de qualquer forma que queira, apenas o faça!
Μπορείς να το κάνεις με όποιον τρόπο (or: με ό,τι τρόπο) θέλεις. Απλά καν' το!

παρ' όλα αυτά, ούτως ή άλλως

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu lhe pedi que parasse, mas ele continuou assim mesmo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν με πειράζει να έρθεις μαζί μου, έτσι και αλλιώς εγώ θα πάω.

παρ' όλα αυτά

(seja como for)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
De qualquer modo, ele fará o que quer.
Θα κάνει αυτό που θέλει παρ' όλα αυτά.

οποτεδήποτε

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele pode me ligar quando quer que seja (or: a qualquer hora). Eu não me importo.
Μπορεί να με πάρει τηλέφωνο όποτε να' ναι. Δε με πειράζει.

αλλού

(não aqui)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O livro não tinha a informação que a estudante queria, então ela precisou procurar em outro lugar.
Το βιβλίο δεν περιείχε τις πληροφορίες που ήθελε η μαθήτρια, επομένως έπρεπε να ψάξει αλλού.

όπως και να 'χει, σε κάθε περίπτωση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nosso time vai derrotá-los haja o que houver.
Η ομάδα μας θα τους νικήσει σε κάθε περίπτωση.

οπουδήποτε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu uso o sistema de navegação para me guiar quando estou dirigindo em qualquer lugar. // Eu preferiria estar em qualquer lugar, menos aqui agora.

κάπως

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

έτσι κι αλλιώς

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

όπου να' ναι, ανά πάσα στιγμή

(informal)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Το έχω παραγγείλει εδώ και εβδομάδες. Λογικά, θα φτάσει όπου να' ναι.

όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, πολύ σύντομα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A velha casa parecia poder desmoronar a qualquer momento.

όσο και αν κάνει

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε κάθε περίπτωση

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Responderemos o mais breve possível e, em todos os casos, em 48 horas.
Θα απαντήσουμε το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση, εντός 48 ωρών.

σε κάθε περίπτωση

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σε κάθε περίπτωση

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

στα εύκολα και στα δύσκολα

(votos matrimoniais)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

με κάθε κόστος

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

οποιαδήποτε ώρα, οποτεδήποτε

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όπου να'ναι, ανά πάσα στιγμή, από στιγμή σε στιγμή

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με οποιοδήποτε τρόπο

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε οποιαδήποτε ηλικία

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με οποιοδήποτε κόστος

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

οπωσδήποτε, ούτως ή άλλως, σε κάθε περίπτωση

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu não queria ir à festa de jeito algum, mas, de qualquer forma, ela já acabou.
Δεν ήθελα καθόλου να πάω στο πάρτι, αλλά ούτως ή άλλως τελείωσε τώρα.

οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι

locução adverbial (sempre que conveniente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με οποιονδήποτε τρόπο

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

για οποιονδήποτε λόγο

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οποτεδήποτε, όποτε να'ναι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ligue para mim a qualquer hora que precisar conversar.
Κάλεσέ με οποτεδήποτε χρειάζεσαι να μιλήσεις με κάποιον.

οπουδήποτε αλλού

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Prefiro estar em qualquer outro lugar agora.

είτε έτσι, είτε αλλιώς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ele pode ou não ter sido segurado. De qualquer maneira, você pode fazer uma requisição.
Μπορεί να είναι ασφαλισμένος ή και όχι. Είτε έτσι, είτε αλλιώς μπορείς να εγείρεις απαιτήσεις.

περισσότερο από οτιδήποτε άλλο

expressão

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

οπουδήποτε

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu preferia estar em qualquer lugar agora a estar aqui.

σε κάθε περίπτωση

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ωστόσο, όμως

(contudo, entretanto)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

κάποια μέρα, μια μέρα, κάποια στιγμή

(em uma data não especificada no futuro) (αόριστα στο μέλλον)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σύντομα

(em um momento não especificado em um futuro próximo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

από μέρα σε μέρα

(informal)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πάση θυσία

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

όμως, ωστόσο

locução adverbial

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

όπως

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu sei que é muito trabalho; apenas faça de qualquer maneira que puder.

οπουδήποτε

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, από λεπτό σε λεπτό

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A cidade é construída sobre uma falha sísmica, então um terremoto pode acontecer a qualquer minuto.
Από στιγμή σε στιγμή θα φτάσει ο Μπιλ για να μας πάει στο αεροδρόμιο.

κάθε είδους

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όπως όλοι

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το πώς το λένε

substantivo feminino (informal) (καθομ: άγνωστο πράγμα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα πάντα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nós precisamos fazer toda e qualquer coisa para parar o aquecimento global.

εργαζόμενος που δεν έχει προκαθορισμένο γραφείο

substantivo masculino (trabalho)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

οτιδήποτε, ό,τι

locução pronominal

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Podemos fazer qualquer coisa que você queira.
Μπορούμε να κάνουμε οτιδήποτε (or: ό,τι) θέλεις.

όποιος, οποιοσδήποτε

locução pronominal

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Qualquer um que quiser uma carteira de motorista precisa fazer um teste.
Όποιος θέλει δίπλωμα οδήγησης, πρέπει να δώσει εξετάσεις.

οποιοσδήποτε, όποιος

locução pronominal

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Quem tem passaporte pode viajar ao exterior.
Οποιοσδήποτε έχει κάρτα βιβλιοθήκης μπορεί να δανειστεί βιβλία.

οποιοσδήποτε

locução pronominal

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Pegue uma mesa ou uma cabine, qualquer um que prefira.

οποιοσδήποτε, όποιος να'ναι

locução pronominal

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Πάρε όποιο να' ναι. Δεν έχει σημασία ποιο.

πιστεύω οτιδήποτε, πιστεύω το οτιδήποτε, πιστεύω τα πάντα

locução verbal (figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Είναι τόσο αφελής, που πιστεύει το οτιδήποτε!

συμφωνώ με όλα

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν έχω προκαθορισμένο γραφείο

(trabalho)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

όποιος από τους δύο, οποιοσδήποτε από τους δύο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vista um ou outro vestido: os dois lhe caem bem.
Όποιο (or: οποιοδήποτε) από τα δύο φορέματα και να φορέσεις, είναι εξίσου ωραία.

οποιοσδήποτε, όποιος να'ναι

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Οποιοδήποτε από αυτά τα κέικ θα είναι σίγουρα νοστιμότατο.

οπουδήποτε

(para,onde qualquer lugar)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Não conseguimos encontrar minhas chaves em lugar nenhum. // O dinheiro está curto, então não vamos a lugar nenhum neste verão.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν έβρισκα πουθενά τα κλειδιά μου.

σύντομα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με οποιοδήποτε κόστος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προς οποιαδήποτε κατεύθυνση

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι

locução adverbial (sem aviso)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με οποιοδήποτε τρόπο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περισσότερο από οτιδήποτε άλλο

expressão

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

οτιδήποτε εκτός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απαυτός, αποτέτοιος

substantivo masculino (alguém desprezível, vil, difícil) (ανεπίσημο, ευφημισμός)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

οτιδήποτε

locução pronominal

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Posso fazer qualquer coisa para provar meu amor por você.
Θα κάνω τα πάντα για να σου αποδείξω την αγάπη μου για σένα.

οποιοσδήποτε

locução pronominal (não importa qual)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Qualquer que seja o banco que você use, terá que pagar taxas.
Οποιαδήποτε τράπεζα κι αν χρησιμοποιεί κανείς, οφείλει να πληρώνει μια προμήθεια.

τυχαία

locução adverbial (informal)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όπως να 'ναι

(informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu fiquei chocado de ver Sara amontoar os vestidos caros dela dentro do armário de qualquer jeito.
Σοκαρίστηκα που είδα τη Σάρα να χώνει τα ακριβά της φορέματα μέσα στην ντουλάπα όπως να 'ναι.

οποιοσδήποτε από τους δύο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gosto de ambos os livros. Ficaria feliz com um ou outro.
Μου αρέσουν και τα δύο βιβλία. Θα ήμουν ευχαριστημένη με οποιοδήποτε από τα δύο.

όποιος

pronome (todos aqueles que)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Qualquer pessoa que esteja disposta a trabalhar para tornar o mundo um lugar melhor é bem-vinda em nossa organização.
Όποιος επιθυμεί να δουλέψει για να κάνει τον κόσμο καλύτερο είναι ευπρόσδεκτος στην οργάνωσή μας.

πασαλείφω

(BRA, gíria) (καθομιλουμένη, μεταφορικά: εργασία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tim não tinha feito a pesquisa para seu ensaio, por isso ele o fez nas coxas.
Ο Τιμ δεν είχε κάνει έρευνα για την εργασία του και έτσι έκανε προχειροδουλειά.

όποιος

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Escolha qualquer um que você gostar mais.
Διάλεξε όποιο σου αρέσει περισσότερο.

όλοι ανεξαιρέτως

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάπως

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mark precisava do carro para trabalhar, por isso ele teria pago pelos reparos de qualquer maneira. De qualquer maneira, Lisa tinha acabado presa num trabalho que ela odiava.
Ο Μαρκ χρειαζόταν το αυτοκίνητο για τη δουλειά του, γι' αυτό έπρεπε με κάποιο τρόπο να πληρώσει την επισκευή.

ο,τιδήποτε

locução pronominal

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Você pode comer qualquer coisa da geladeira.

είμαι κλαψιάρης

expressão verbal (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του qualquer στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του qualquer

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.