Τι σημαίνει το llenar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης llenar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του llenar στο ισπανικά.

Η λέξη llenar στο ισπανικά σημαίνει γεμίζω, γεμίζω, εκτελώ, γεμίζω, γεμίζω, κατοικώ, ζω, γεμίζω, ικανοποιώ, παραγεμίζω, γεμίζω, συμπληρώνω, ξεχειλίζω, φορτώνω, γεμίζω, περνάω, περνώ, συμπληρώνω, κατακλύζω, καταλαμβάνω, βουτάω κτ σε κτ, φορτώνω, φορτώνω με, ρίχνω, κλείνω, ανεφοδιάζω, πλημμυρίζω, είμαι γεμάτος, συμπληρώνω, συμπληρώνω, γεμίζω κτ με κτ, ταΐζω αρκετά, παραγεμίζω, υπερπληρώ, γαζώνω, λούζω, παρέχω ενέργεια σε κτ, τροφοδοτώ κτ με ενέργεια, γεμίζω γραμμές, υποβάλλω έκθεση, υποβάλλω αναφορά, γεμίζω με βενζίνη, περνάω την ώρα μου, περνάω τον χρόνο μου, τρέφομαι, τρώω, επανατροφοδοτώ με καύσιμα, ικανοποιώ, κάνω κάποιον εξαιρετικά χαρούμενο, αφήνω έκπληκτο, εκπλήσσω, καταπλήσσω, δημιουργώ υποψίες σε κπ, φορτώνω από εμπρός, φορτώνω από μπροστά, γεμίζω κτ με κτ άλλο, γκαστρώνω, φορτώνω, βάζω βενζίνη, εμπνέω κτ σε κπ, γεμίζω, βάζω βενζίνη, γεμίζω, εξοργίζω, εξαγριώνω, προσφέρω επίμονα, γαζώνω κτ με κτ, απλώνω κτ σε κτ, γεμίζω, γεμίζω κτ με κτ, πασαλείβω κτ με κτ, γεμίζω κτ με κτ, διανέμω, παραγεμίζω κτ με κτ, παραφουσκώνω κτ με κτ, δημοσιογράφος που πληρώνεται με τη λέξη, γεμίζω μέχρι πάνω, γεμίζω εντελώς, είμαι γεμάτος, γεμίζω ζεστασιά, γεμίζω τρυφερότητα, αλείφω, καλύπτω, καρμπονιζάρω, σκορπίζω στάχτη σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης llenar

γεμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Llenó la botella con agua.
Γέμισε το μπουκάλι με νερό.

γεμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Llena tu taza antes de que dejen de servir té.
Γέμισε το φλιτζάνι σου πριν σταματήσουν να σερβίρουν τσάι.

εκτελώ

(ιατρική συνταγή, παραγγελία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El farmacéutico llena cientos de prescripciones al día.
Ο φαρμακοποιός εκτελεί εκατοντάδες συνταγές τη μέρα.

γεμίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alison llenó el tanque de gasolina.
Η Άλισον γέμισε το ντεπόζιτο της βενζίνης.

γεμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las cajas llenaron por completo el depósito.

κατοικώ, ζω

verbo transitivo (μτφ: σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Algunas nociones muy peculiares parecen llenar su mente.
Κάποιες πολύ παράξενες έννοιες φαίνεται ότι κατοικούν στο μυαλό της.

γεμίζω

(coloquial) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No puedo decir que mi trabajo en el supermercado realmente me llene.
Δεν μπορώ να πω ότι η δουλειά μου στο σούπερ μάρκετ με ικανοποιεί πραγματικά.

ικανοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El desempeño del empleado no llenó las expectativas del gerente.
Η απόδοση του εργαζομένου δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες του διευθυντή.

παραγεμίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Llenaste demasiado esa lata de galletas, saca algunos.

γεμίζω

verbo transitivo (κάτι με κάποιους/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los colaboradores del candidato llenaron el salón con partidarios.

συμπληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor primero llene (or: complete) el formulario.
Παρακαλώ συμπληρώστε πρώτα τη φόρμα.

ξεχειλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φορτώνω, γεμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cargamos el coche y partimos hacia la playa.

περνάω, περνώ

(el tiempo) (χρόνο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Cómo ocupabas tu tiempo cuando estabas enfermo?
Πώς γέμιζες τον χρόνο σου όσο ήσουν άρρωστος;

συμπληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor completa tu nombre, dirección y correo electrónico para ponernos en contacto contigo.
Συμπληρώστε, παρακαλώ, το όνομά σας, τη διεύθυνση και το email σας, προκειμένου να επικοινωνήσουμε μαζί σας.

κατακλύζω, καταλαμβάνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los compradores atestaron el centro comercial el día después de Acción de Gracias.

βουτάω κτ σε κτ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La luz del sol de verano inundó el patio.

φορτώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los hombres cargaron el camión y se fueron.
Οι άντρες φόρτωσαν το φορτηγό και μετά αναχώρησαν.

φορτώνω με

Cargamos la carretilla con ladrillos.
Φορτώσαμε το καρότσι με τούβλα.

ρίχνω

(baño)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Déjame que te prepare un baño.

κλείνω

(abertura)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los albañiles cerraron la pared con el último ladrillo.

ανεφοδιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando se baje la carga del camión podremos reponer mercadería en los estantes.

πλημμυρίζω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La multitud desbordaba el auditorio.

είμαι γεμάτος

(από κάποιους/κάτι)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Atestaron tanto la sala de conciertos con tanta gente que no era posible ver al grupo musical.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο τραγουδιστής, αν και τόσο νέος, κατάφερε να γεμίσει ένα ολοκληρο στάδιο με κόσμο.

συμπληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si no completas todos los campos en el formulario, el inspector sospechará.
Αν δεν συμπληρώσεις όλες τις απαντήσεις στο έντυπο, ο επιθεωρητής θα αρχίσει να έχει υποψίες.

συμπληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Asegúrate de completar (or: llenar) la solicitud antes de la entrevista.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θα συμπληρώσω μια αίτηση για τη δουλειά.

γεμίζω κτ με κτ

Brendan llenó de vino mi copa.
Ο Μπρένταν γέμισε το ποτήρι μου με κρασί.

ταΐζω αρκετά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Llenó a los niños dándoles muchas patatas.

παραγεμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπερπληρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η εταιρία παραγέμισε με εμπόρευμα την αποθήκη και τώρα δυσκολεύται να το πουλήσει.

γαζώνω

(καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El asesino amenazó con acribillar el lugar si alguien se acercaba a él.
Ο δολοφόνος απείλησε να γαζώσει το μέρος εάν τον πλησίαζε κανείς.

λούζω

(κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La cálida luz del sol inundaba la habitación.
Το ζεστό φως του ήλιου έλουζε το δωμάτιο.

παρέχω ενέργεια σε κτ, τροφοδοτώ κτ με ενέργεια

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La luz de sol impulsa casi toda la vida en la tierra.

γεμίζω γραμμές

(κατά λέξη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La lluvia había manchado las ventanas, por lo que era difícil ver el jardín.

υποβάλλω έκθεση, υποβάλλω αναφορά

locución verbal

γεμίζω με βενζίνη

(ντεπόζιτο οχήματος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Asegúrate de llenar el tanque antes de subir a la autopista.

περνάω την ώρα μου, περνάω τον χρόνο μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Carol hacía un crucigrama para pasar el rato.

τρέφομαι, τρώω

expresión (MX, coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Tienes que llenar el tanque que tienes un gran día por delante! ¡Termina tu desayuno!

επανατροφοδοτώ με καύσιμα

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ικανοποιώ

(persona)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La jefa de Harry es demasiado exigente. Es difícil satisfacerla.
Το αφεντικό του Χάρι είναι πολύ απαιτητικό. Είναι δύσκολο να την ικανοποιήσει κανείς.

κάνω κάποιον εξαιρετικά χαρούμενο

(AmL)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αφήνω έκπληκτο, εκπλήσσω, καταπλήσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La visión del cielo en la noche no deja de llenarme de asombro.

δημιουργώ υποψίες σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φορτώνω από εμπρός, φορτώνω από μπροστά

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γεμίζω κτ με κτ άλλο

(με ακατάστατο τρόπο)

Por favor, llévate tus pertenencias. No hace falta que me llenes de porquerías el coche.
Σε παρακαλώ, πάρε μαζί σου τα υπάρχοντά σου. Δεν χρειάζεται να τα σωριάζεις στο αμάξι μου.

γκαστρώνω

(AmL, coloquial) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un montón de adolescentes a las que les llenan el horno escogen dar sus bebés en adopción.

φορτώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Llené el carro de la compra de comida.

βάζω βενζίνη

locución verbal (literal) (σε όχημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La explosión fue causada por unas modelos que estaban fumando mientras llenaban el tanque.

εμπνέω κτ σε κπ

El profesor intentó infundir entusiasmo en sus alumnos por las materia.

γεμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω βενζίνη

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Recuerda llenar el depósito del auto antes de emprender el viaje.

γεμίζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Todavía queda un poco en la botella. Déjame llenar tu vaso hasta arriba.

εξοργίζω, εξαγριώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El comportamiento de Lucy enfureció a Owen.
Ο Όουεν εξαγριώθηκε με τη συμπεριφορά της Λούσυ.

προσφέρω επίμονα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me llenaron con vino antes de darme la noticia.
Μου πρόσφεραν επίμονα κρασί πριν να μου αναφέρουν τα νέα.

γαζώνω κτ με κτ

(μεταφορικά)

La policía acribilló de balas el coche de Bonnie y Clyde.
Η αστυνομία γάζωσε με σφαίρες το αυτοκίνητο της Μπόνι και του Κλάιντ.

απλώνω κτ σε κτ

Dawn se cubrió de maquillaje la cara.
Η Ντων άπλωσε μέικ-απ στο πρόσωπό της.

γεμίζω

(κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan llegó el cubo con agua jabonosa.

γεμίζω κτ με κτ

locución verbal (ράφι με προϊόντα)

María estaba llenando los estantes con latas de frijoles.
Η Μαρία γέμιζε τα ράφια με κονσέρβες φασολιών.

πασαλείβω κτ με κτ

(καθομιλουμένη)

Rick se dio vuelta un minuto y los niños llenaron el sofá de helado.
Ο Ρικ γύρισε την πλάτη του για ένα λεπτό και τα παιδιά παράλειψαν με παγωτό όλον τον καναπέ.

γεμίζω κτ με κτ

El ensayo del estudiante estaba lleno de errores de ortografía.
Η έκθεση του μαθητή ήταν γεμάτη ορθογραφικά λάθη.

διανέμω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Melanie llenó las redes sociales con esa fea foto de su hermano.

παραγεμίζω κτ με κτ, παραφουσκώνω κτ με κτ

Tom sobrecargó su mochila con cosas inútiles.
Ο Τομ τίγκαρε το σακίδιό του με άχρηστα αντικείμενα.

δημοσιογράφος που πληρώνεται με τη λέξη

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γεμίζω μέχρι πάνω, γεμίζω εντελώς

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Levantó la jarra y lleno su taza hasta el borde.

είμαι γεμάτος

locución verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

γεμίζω ζεστασιά, γεμίζω τρυφερότητα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Su sonrisa radiante me anima cada mañana.

αλείφω, καλύπτω

(κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tamsin cogió un puñado de barro de la orilla del río y llenó de barro el brazo de Edgar.

καρμπονιζάρω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκορπίζω στάχτη σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του llenar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.