Τι σημαίνει το llevar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης llevar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του llevar στο ισπανικά.

Η λέξη llevar στο ισπανικά σημαίνει πηγαίνω, προωθώ, κουβαλάω, κουβαλώ, φτιάχνω, δίνω ώθηση σε κτ, κουβαλάω, καθαρίζω, μαζεύω, μεταφέρω, φέρνω, κουβαλάω, κουβαλώ, παίρνω σε πακέτο, μεταφέρω με καρότσι, φοράω, διατηρώ, κρατάω, ζω, μεταφέρω, πηγαίνω, πάω, πηγαίνω, πηγαίνω, παίρνω, μεταφέρω, τραβάω, μεταφέρω, βρίσκω, συνοδεύω, κρατάω, κουβαλάω, κατευθύνω, στρέφω, οδηγώ, μεταφέρω, παρασέρνω, παρασύρω, έχω, φέρνω, μεταφέρω, οδηγώ, οδηγώ, κουβαλάω, κουβαλώ, φέρνω, παίρνω, φέρνω, μεταφέρω, βγάζω λαθραία, οδηγώ, μεταφέρω αεροπορικώς, χρειάζομαι, ζω, κάνω, ακολουθώ, κάνω, χαρίζω, μεταφέρω το κρατούμενο, διεξάγω, καθοδηγώ, φέρω, φοράω, φορώ, φοράω, φορώ, πηγαίνω κπ σε κτ, οδηγώ, δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτ, οδηγώ, οδηγώ κτ σε κτ, κατευθύνω κτ σε κτ, βιάζομαι, βάζω κπ για ύπνο, υπερκαταναλώνω, τα βρίσκω σκούρα κάνοντας κτ, πουλάω, πουλώ, εκτελώ, ειρηνεύω, επιφέρω, με ιατρική μπλούζα, στο θρόνο, στην κατοχή σου, πάνω σου, φαγητό σε πακέτο, φαγητό στο χέρι, παίρνω κπ στους ώμους μου, ισοσκελίζω, κάνω κπ να πιστέψει, καθορίζω τη επιτυχία ή την αποτυχία, δικάζω, στηρίζω την οικογένεια, φέρνω κπ ενώπιον της δικαιοσύνης, κάνω κουμάντο, χτυπάω παλαμάκια με το ρυθμό, διεξάγω δίκη, διεξάγω ανάκριση, συνεδριάζω, συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/επικίνδυνα, ζω επικίνδυνα και παρακμιακά, ξεπέφτω, ζω απλά/απλοΐκά, ακυρώνω, τερματίζω, διακόπτω, φοράω μάσκα, φοράω σορτσάκι, παίρνω το όνομα, διεκπεραιώνω, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, τελειώνω, παίρνω ώρα, φέρνω κτ σε σημείο βρασμού, διεξάγω μια έρευνα, διενεργώ μια έρευνα, πραγματοποιώ ένα πείραμα, διεξάγω ένα πείραμα, παίρνω φαγητό σε πακέτο, πάω κπ κάπου με το αυτοκίνητο, αφήνω τα πράγματα να κυλήσουν, κινητοποιώ, φέρνω κπ στα άκρα, ωθώ κπ στα άκρα, τρελαίνω, τσαντίζω, τσατίζω, κάνω κουμάντο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης llevar

πηγαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Llegaré tarde al concierto a menos que tú puedas llevarme.
Θα αργήσω στην παράσταση εκτός αν με πας με το αυτοκίνητο.

προωθώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Llevó al corredor a la base con un tiro.

κουβαλάω, κουβαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Todos los estudiantes llevan mochilas.

φτιάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me gusta como llevas el pelo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σου πάει πολύ ο τρόπος που έβαψες τα νύχια σου.

δίνω ώθηση σε κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gastar dirige la economía.
Οι δαπάνες δίνουν ώθηση στην οικονομία.

κουβαλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Podrías llevar esta mesa de la cocina al comedor?
Μπορείς να μεταφέρεις αυτό το τραπέζι από την κουζίνα στην τραπεζαρία;

καθαρίζω, μαζεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después de la cena, Fiona empezó a llevarse los platos.

μεταφέρω

(matemática) (μαθηματικά: άθροισμα, υπόλοιπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lleva el 4 y ponlo arriba de la siguiente columna.
Μετάφερε τον αριθμό «4» και βάλ' τον στην κορυφή της επόμενης στήλης.

φέρνω

(παίρνω μαζί μου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Quieres que lleve una botella de vino?
Να φέρω κρασί μαζί μου;

κουβαλάω, κουβαλώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω σε πακέτο

verbo transitivo (comida) (φαγητό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Todo lo del menú también está disponible para llevar.

μεταφέρω με καρότσι

verbo transitivo (απόλυτη ακρίβεια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
June llevó las botellas rotas al punto de reciclaje.
Η Τζουν μετέφερε τα σπασμένα μπουκάλια με καρότσι στο κέντρο ανακύκλωσης.

φοράω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Llevaba una camiseta con el letrero "Estoy con un estúpido".
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Αμάντα φορούσε ένα φανελάκι με το σλόγκαν "Είμαι με τον Ηλίθιο!"

διατηρώ, κρατάω

(αρχείο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella lleva registro de todos los gastos.
Διατηρεί (or: κρατάει) αρχείο με όλα τα έξοδα.

ζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi abuelo llevó una vida dura.
Ο παππούς μου έζησε δύσκολη ζωή.

μεταφέρω, πηγαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ya es hora de llevar el ganado a su nueva pastura.

πάω, πηγαίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Podrías llevar esta carta al correo?

πηγαίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La banda transportadora lleva la pieza a la próxima estación.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sí, por favor llévese la basura.

μεταφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lleva los ordenadores viejos al almacén.

τραβάω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No queremos llevar esto demasiado lejos.

μεταφέρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La línea de ensamble lleva las partes a la siguiente estación.
Η γραμμή συναρμολογήσεως μετέφερε τα εξαρτήματα στην επόμενη θέση.

βρίσκω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Llevemos esta idea hasta sus conclusiones lógicas.
Ας φτάσουμε στα λογικά συμπεράσματα από αυτή την ιδέα.

συνοδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El ayudante llevó al visitante a la oficina del jefe.

κρατάω, κουβαλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Ten cuidado¡ ¡Lleva un arma!

κατευθύνω, στρέφω, οδηγώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patrick pronto llevó la conversación a su tema favorito.

μεταφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El avión a reacción llevó el transbordador a la plataforma de lanzamiento.

παρασέρνω, παρασύρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La corriente llevó el barco a altamar.

έχω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él lleva el nombre de su padre.

φέρνω, μεταφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lleva esta silla a la otra habitación.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μπορείς να φέρεις, εδώ, εκείνη την καρέκλα;

οδηγώ

verbo transitivo (κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Llévalos (or: condúcelos) a un acuerdo con argumentos lógicos.
Οδήγησέ τους σε συμφωνία με λογικά επιχειρήματα.

οδηγώ

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No conozco este baile. Vas a tener que llevarme (or: guiarme).
Δεν ξέρω αυτό τον χορό. Θα πρέπει να οδηγήσεις.

κουβαλάω, κουβαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Johnny cargó las bolsas de su anciano vecino escaleras arriba.

φέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Traeré el auto a tu casa si me llevas a mi casa después.
Αν με πας σπίτι μετά, θα φέρω το αυτοκίνητο στο σπίτι σου.

παίρνω, φέρνω

(AmL)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No te olvides de empacar tu cepillo de dientes y tus pijamas.
Μην ξεχάσεις να πάρεις μαζί σου την οδοντόβουρτσα και τις πυτζάμες σου.

μεταφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los camiones transportaron la mercancía de la fábrica a los puntos de venta por todo el país.
Τα φορτηγά μετέφεραν τα αγαθά από το εργοστάσιο σε καταστήματα λιανικού εμπορίου σε ολόκληρη τη χώρα.

βγάζω λαθραία

A Dan le gustó el vaso de cerveza, así que se lo metió debajo de la chaqueta.
Στον Νταν άρεσε το ποτήρι της μπύρας και έτσι το έβγαλε έξω λαθραία κάτω από το μπουφάν του.

οδηγώ

(κπ στο να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El interés de Jennifer en los animales la condujo a convertirse en veterinaria.
Το ενδιαφέρον της Τζένιφερ για τα ζώα την οδήγησε στο να γίνει κτηνίατρος.

μεταφέρω αεροπορικώς

(por aire)

El helicóptero transportó al alpinista herido al hospital.
Το ελικόπτερο μετέφερε αεροπορικώς τον τραυματισμένο ορειβάτη στο νοσοκομείο.

χρειάζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Cuánto tiempo tomó? // Me tomó todo el día terminar esa tarea.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πόσος χρόνος απαιτείται;

ζω, κάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Muchos monjes viven una vida espartana.
Πολλοί μοναχοί διάγουν σπαρτιάτικη ζωή.

ακολουθώ, κάνω

(τρόπος ζωής)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vive una vida moral tal como la predica.
Ζει ηθικά, όπως υποστηρίζει και με τα λόγια του.

χαρίζω

(τη νίκη σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gran jugador condujo al equipo a la victoria.
Ο διάσημος παίκτης οδήγησε την ομάδα του στη νίκη.

μεταφέρω το κρατούμενο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No te olvides de llevarte el dos.
Μην ξεχάσεις ότι έχεις το δύο ως κρατούμενο.

διεξάγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El diario intenta dañar la reputación de la celebridad conduciendo una campaña de mala publicidad.

καθοδηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amy guió la compañía durante un primer año difícil.

φέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La cara del guerrero mostraba profundas cicatrices.

φοράω, φορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Todos usan jeans en estos días.
Όλοι φοράνε τζιν στις μέρες μας.

φοράω, φορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los esposos llevan puestos anillos.
Οι σύζυγοι φοράνε βέρες.

πηγαίνω κπ σε κτ

(καθομιλουμένη)

¿Me puedes llevar a la estación?
Θα μπορούσες να με πας στο σταθμό;

οδηγώ

(figurado) (σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La adicción lo empujó a una vida de crimen y miseria.
Η εξάρτηση τον οδήγησε σε μια ζωή εγκλήματος και μιζέριας.

δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las ganas de hacer que sus padres se sientan orgullosos es lo que la lleva a tener éxito.
Η επιθυμία να κάνει τους γονείς της περήφανους είναι αυτό που της δίνει κίνητρο για να πετύχει.

οδηγώ

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sus hijos siempre la llevan al borde de la locura.
Τα παιδιά της την οδηγούν (or: φτάνουν) στην τρέλα.

οδηγώ κτ σε κτ, κατευθύνω κτ σε κτ

Llevó la conversación a un tema en particular.

βιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se estaba haciendo de noche y estaba apurado por irme a casa.
Σκοτείνιαζε και βιαζόμουν να φτάσω σπίτι.

βάζω κπ για ύπνο

(literal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siempre le leo un cuento a mi hija cuando la acuesto (OR: llevo a dormir).

υπερκαταναλώνω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No puedo ir a un bufé porque me voy a atiborrar.

τα βρίσκω σκούρα κάνοντας κτ

(αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Te va a costar convencerlo de que te dé un aumento.

πουλάω, πουλώ

(oficio, profesión)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκτελώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gimnasta ejecutó un doble salto mortal.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Ρόμπερτ έκανε ένα κατακόρυφο.

ειρηνεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El ejército tenía la orden de pacificar la zona circundante.

επιφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobierno efectuó cambios a través de su política de impuestos.
Η κυβέρνηση επέφερε αλλαγές μέσω της φορολογικής της πολιτικής.

με ιατρική μπλούζα

locución verbal (personal médico)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο θρόνο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La Reina Isabel II lleva actualmente la corona.

στην κατοχή σου, πάνω σου

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por favor, declare si lleva con usted algún objeto de valor.

φαγητό σε πακέτο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Mi restaurante preferido chino tiene comida para llevar muy rápida.

φαγητό στο χέρι

locución nominal femenina (κατανάλωση στο δρόμο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω κπ στους ώμους μου

(coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me duelen los tobillos. Por favor llévame a caballito.

ισοσκελίζω

locución verbal (προϋπολογισμός κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es tarea del contador llevar los libros.

κάνω κπ να πιστέψει

(κάτι ή ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El asesor financiero me hizo creer que mis inversiones eran seguras.

καθορίζω τη επιτυχία ή την αποτυχία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las reseñas de ese crítico pueden llevar un restaurante nuevo al éxito o al fracaso.

δικάζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo llevaron a juicio acusado de asesinato pero no había pruebas suficientes para declararlo culpable.

στηρίζω την οικογένεια

locución verbal (figurado)

φέρνω κπ ενώπιον της δικαιοσύνης

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tenemos que conseguir llevar al mafioso ese ante la justicia.

κάνω κουμάντο

(coloquial, figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El pastor puede creer que tiene la sartén por el mango, pero el hombre que toca el órgano es quien verdaderamente dirige la misa.

χτυπάω παλαμάκια με το ρυθμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los chicos llevaron el ritmo de la música con las palmas.

διεξάγω δίκη

locución verbal (derecho)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se llevaron a cabo los procedimientos legales necesarios para celebrar el juicio.

διεξάγω ανάκριση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνεδριάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El consejo va a celebrar una reunión para debatir sobre el mantenimiento de las carreteras.

συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/επικίνδυνα

locución verbal (coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Murió muy joven después de llevar una vida loca, abusando del alcohol y de las drogas.

ζω επικίνδυνα και παρακμιακά, ξεπέφτω

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se conoce a las estrellas de rock por llevar una vida de excesos y morir jóvenes.

ζω απλά/απλοΐκά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si vivieras austeramente, no tendrías que trabajar tantas horas.

ακυρώνω, τερματίζω, διακόπτω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando descubrimos lo caras que eran las cosas, no llevamos adelante la solicitud.
Όταν ανακαλύψαμε πόσο ακριβά ήταν τα προϊόντα ακυρώσαμε την παραγγελία.

φοράω μάσκα

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cada Halloween podemos llevar una máscara de un personaje famoso diferente.

φοράω σορτσάκι

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Incluso en las ocasiones más formales, llevaría pantalón corto (or: shorts).

παίρνω το όνομα

(κάποιου)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me pusieron el nombre de la mejor amiga de mi madre.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πήρα το όνομα του καλύτερου φίλου της μητέρας μου. Πήρα το όνομα του αγαπημένου εξάδελφου του πατέρα μου.

διεκπεραιώνω, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, τελειώνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tiene buenas intenciones, pero nunca las lleva a cabo.

παίρνω ώρα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ok, te ayudo, ¿crees que llevará mucho tiempo?

φέρνω κτ σε σημείο βρασμού

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La sustancia solo se puede diluir en agua si se lleva al punto de ebullición.

διεξάγω μια έρευνα, διενεργώ μια έρευνα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estuve investigando para mi tesis pero todavía tengo que realizar un estudio para comprobar mi hipótesis.

πραγματοποιώ ένα πείραμα, διεξάγω ένα πείραμα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω φαγητό σε πακέτο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάω κπ κάπου με το αυτοκίνητο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Yo te llevo al aeropuerto.

αφήνω τα πράγματα να κυλήσουν

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No tengo nada planeado, me dejaré llevar según surjan las cosas.

κινητοποιώ

(κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φέρνω κπ στα άκρα, ωθώ κπ στα άκρα

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El hambre llevó al extremo a la niñita y se robó una pieza de pan de la panadería.

τρελαίνω, τσαντίζω, τσατίζω

(μτφ: κάνω κπ έξαλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Me estás volviendo loca!

κάνω κουμάντο

expresión (ηγούμαι στο σπίτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En nuestra familia mi madre es quien lleva los pantalones, no mi padre.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του llevar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του llevar

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.