Τι σημαίνει το llegar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης llegar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του llegar στο ισπανικά.
Η λέξη llegar στο ισπανικά σημαίνει φτάνω, φτάνω, έρχομαι, φτάνω ψηλά, έρχομαι, φτάνω, φτάνω κάπου, διαρρέω, φτάνω, έρχομαι οδηγώντας, φτάνω, φτάνω, φτάνω κάπου, έρχομαι, φτάνω, φιλτράρω, εμφανίζομαι, φτάνω, έρχομαι, έρχομαι, τερματίζω, βγαίνω, τελειώνω, φτάνω, φτάνω, φτάνω, καταλήγω, φτάνω, καταφτάνω, φτάνω, αντηχώ, καταφθάνω, -, έρχομαι, τερματίζω, φτάνω, φτάνω, τερματίζω, φτάνω σε, καταφθάνω σε, δίνω να καταλάβει, καταφέρνω να πάω σε κτ, προσεγγίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, γίνομαι κατανοητός, προχωράω σε κτ, πλησιάζω, προσεγγίζω, έρχομαι, έρχομαι, τερματίζω, συμβιβασμός, κλείνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, λήγω, τα καταφέρνω, δημοσιεύω, εκδίδω, τσακώνομαι, γνωρίζομαι, λύνω, συγκεντρώνω μεγάλο αριθμό από, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, συμβαίνω, φτάνω, φθάνω, συνάπτω, περνάω με ευκολία, φτάνω, βρίσκω, ανακαλύπτω, νεκρός κατά την άφιξη, νεκρός κατά την άφιξη, πρόχειρος, τα καταφέρνω, τσίμα τσίμα, αποτελώ έκπληξη, είμαι έκπληξη, συμπεραίνω, καταλήγω, συμφωνώ, γνωρίζομαι καλύτερα, φτάνω στα άκρα, καταλαβαίνω, έρχομαι σε οργασμό, φτάνω σε οργασμό, φθάνω απροειδοποίητα, έρχομαι απροειδοποίητα, έρχομαι στον κόσμο, γεννιέμαι, ενηλικιώνομαι, αποφασίζω,λαμβάνω απόφαση, σταματώ, ακινητοποιούμαι, φτάνω στο σημείο να, συμφωνώ, φτάνω στο τέλος,καταλήγω, έρχομαι στα χέρια, πιάνομαι στα χέρια, μαθαίνω,γνωρίζω, συμβιβάζομαι, αποδέχομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω, δεν βγάζει πουθενά, γίνομαι όνομα, γίνομαι μεγάλο όνομα, τα φέρνω βόλτα, τα βγάζω πέρα, δεν επικοινωνώ, δε συνεννοούμαι με, βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, προβαίνω σε συμβιβασμό, καθυστερώ, είμαι αργοπορημένος, υποπίπτει στην αντίληψη, ξεκαθαρίζω, κτ αρχίζει να μου αρέσει σταδιακά, καταλήγω σε συμφωνία, πέφτω σε τέλμα, τσούζω, βρίσκω χρόνο για κτ, καταλήγω σε συμφωνία, φτάνω στα όριά μου, αντέχω μέχρι το τέλος, εξελίσσομαι σε κρίση, γίνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης llegar
φτάνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi familia me estará esperando cuando llegue. Η οικογένειά μου θα με περιμένει όταν φτάσω. |
φτάνω, έρχομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Llegó el momento de que ustedes dos se casen. Έχει φτάσει (or: έρθει) η ώρα να παντρευτείτε εσείς οι δυο. |
φτάνω ψηλά(μτφ: πετυχαίνω) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando David consiguió el ascenso pensó que finalmente había triunfado. |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Presientes cuándo nacerá tu bebé? Μπορείς να προαισθανθείς πότε έρχεται το μωρό; |
φτάνωverbo intransitivo (σε προορισμό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Puede que tengas que cambiar de tren y luego tomar un autobús antes de que llegues. Μπορεί να χρειαστεί να αλλάξεις τρένο και να πάρεις λεωφορείο πριν φτάσεις. |
φτάνω κάπουverbo intransitivo |
διαρρέω(για πληροφορίες) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φτάνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nunca se sabe cuándo pueden llegar más malas noticias. |
έρχομαι οδηγώνταςverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Me sorprendió verlo llegar en un llamativo auto deportivo. Ξαφνιάστηκα που τον είδα να έρχεται οδηγώντας ένα φανταχτερό σπορ αυτοκίνητο. |
φτάνωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Ya llegaste a Philadephia? Si no, continúa manejando. Φτάσατε στη Φιλαδέλφεια; Αν όχι, συνεχίστε να οδηγείτε. |
φτάνωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quiero unas botas que me lleguen hasta las rodillas. |
φτάνω κάπου(figurado) (μεταφορικά) La tarea parece imposible, pero de alguna manera llegaremos. |
έρχομαιverbo intransitivo (φτάνω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿A qué hora llegan? Τι ώρα θα έρθουν; |
φτάνωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Perdí contacto con mi hermano hace años, y las noticias de su muerte me llegaron con una carta de su abogado. Έχασα επαφή με τον αδερφό μου πριν από χρόνια και η είδηση του θανάτου του έφτασε με μια επιστολή από τον δικηγόρο του. |
φιλτράρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εμφανίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) De repente llegaron dos autobuses al mismo tiempo. Ξαφνικά, κατέφτασαν δύο λεωφορεία την ίδια στιγμή. |
φτάνω, έρχομαιverbo intransitivo (mercadería) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El cargamento con las piezas no llegó así que no podremos entregar el pedido. Δεν έφτασε το φορτίο με τα εξαρτήματα, γι' αυτό δεν θα μπορέσουμε να εκτελέσουμε εκείνη την παραγγελία. |
έρχομαι(χρόνος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ya llega el invierno. Έρχεται ο χειμώνας. |
τερματίζω, βγαίνω, τελειώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No me importa ganar la carrera; lo que no quiero es llegar último. Δεν με νοιάζει αν θα κερδίσω τον αγώνα. Θέλω απλώς να μην τερματίσω τελευταίος. |
φτάνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Justo entonces, él llegó en un brillante auto nuevo. Εκείνη τη στιγμή έφτασε με ένα ολοκαίνουριο αυτοκίνητο. |
φτάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La línea de autobuses no llega tan lejos. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το λεωφορείο δεν έρχεται ως εδώ. |
φτάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nuestra propiedad llega hasta el río. Το κτήμα μας φτάνει μέχρι κάτω στο ποτάμι. |
καταλήγωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φτάνω, καταφτάνωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Llegaron al estreno en una limusina. Έφτασαν στην πρεμιέρα με μια μεγάλη λιμουζίνα. |
φτάνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Cuánto falta para llegar? Πότε θα φτάσουμε; |
αντηχώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) En el cañón, las voces llegan lejos. Μέσα στο φαράγγι, οι φωνές αντηχούν μακριά. |
καταφθάνω(φτάνω σε στεριά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿En qué año llegaron los peregrinos a la isla de Plymouth? Ποια χρονιά κατέφθασαν (or: αποβιβάστηκαν) οι προσκυνητές στο Πλίμουθ; |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) El autobús llegó justo cuando estaba empezando a llover. Το λεωφορείο έφτασε ακριβώς μόλις ξεκίνησε να βρέχει. |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ayer llegué de Chicago. |
τερματίζωverbo intransitivo (carreras de caballos) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi caballo llegó tercero. |
φτάνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El sonido llega lejos, pero nadie está escuchando. |
φτάνω(embarcación) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El barco llegó a Cuba el 21 de diciembre de 1832. |
τερματίζωverbo intransitivo (carrera de caballos) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Cómo llegó tu caballo? |
φτάνω σε, καταφθάνω σε
El barco llegó al puerto por la mañana. Το πλοίο έφτασε στο λιμάνι νωρίς το πρωί. |
δίνω να καταλάβει(llegarle al intelecto, hacer que entienda) (σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le he explicado el problema muchas veces, pero es imposible llegarle. Του εξήγησα πολλές φορές το πρόβλημα, αλλά δεν μπορώ να τον κάνω να το καταλάβει. |
καταφέρνω να πάω σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Siento no haber podido llegar a la reunión de ayer. Συγγνώμη που δεν κατάφερα να έρθω στη χθεσινή συνάντηση. |
προσεγγίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Καθώς πλησιάζαμε ο αέρας άρχισε να γίνεται βαρύς από τον καπνό. |
γίνομαι κατανοητός(figurado) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) El mensaje del presidente se entendió con claridad en su discurso. Το μήνυμα του Προέδρου στην ομιλία του έγινε κατανοητό. |
προχωράω σε κτ
El orador introdujo el tema contándole al público sobre el contexto histórico. |
πλησιάζω, προσεγγίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dos coches se acercaron a la casa. Δύο αυτοκίνητα πλησίασαν το σπίτι. |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El otoño viene antes que el invierno en las estaciones del año. |
έρχομαι, τερματίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi caballo se clasificó en tercer lugar, y gané doscientos dólares. |
συμβιβασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El acuerdo tras la disputa logró que los huelguistas regresaran al trabajo. |
κλείνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, λήγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuando finalizaba la velada, la orquesta tocó un vals de cierre. Καθώς τελείωνε η βραδιά, η ορχήστρα έπαιξε ένα τελευταίο βαλς. |
τα καταφέρνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En Hollywood, una nominación al Oscar significa que has triunfado. Στο Χόλυγουντ, μια υποψηφιότητα για Όσκαρ είναι ένδειξη ότι τα έχεις καταφέρει. |
δημοσιεύω, εκδίδω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi hermana escribió una novela hace diez años, pero no creo que nunca se publique. |
τσακώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γνωρίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dejé a Pablo y a Lili para que se conozcan. |
λύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Resolvieron la discusión pacíficamente. Διευθέτησαν (or: τακτοποίησαν) τις διαφορές τους ήρεμα. |
συγκεντρώνω μεγάλο αριθμό από
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ολοκληρώνομαι, τελειώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La historia concluye cuando el héroe rescata a los chicos. |
συμβαίνω(informal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Cómo terminaron las ortografías de Inglaterra y Estados Unidos escribiendo "color" de forma distinta? |
φτάνω, φθάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La abuela de Marlene alcanzó los 99 años antes de morir. Η γιαγιά της Μαρλέν έφτασε τα ενενήντα εννιά πριν πεθάνει. |
συνάπτω(επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las dos empresas están hablando hace meses, pero todavía no han cerrado un trato. |
περνάω με ευκολία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El jugador seleccionado se coló a semifinales con un récord invicto. |
φτάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se espera que la temperatura hoy alcance los 30º C. Η θερμοκρασία αναμένεται να φτάσει τους 30°C σήμερα. |
βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es un problema y debemos encontrar una solución. Αυτό είναι πρόβλημα και πρέπει να βρούμε λύση. |
ανακαλύπτω(por descarte) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
νεκρός κατά την άφιξηlocución adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Desafortunadamente, la víctima del accidente estaba muerta al llegar. |
νεκρός κατά την άφιξηlocución adjetiva (στο νοσοκομείο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) En la lista que proporcionó el hospital figura como "muerto al llegar". |
πρόχειροςlocución adverbial (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El invierno está por llegar. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχω πρόχειρο έναν φακό λόγω των συχνών διακοπών ρεύματος. |
τα καταφέρνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τσίμα τσίμαexpresión (ES, coloquial) (ανεπίσημο: οριακά, ίσα ίσα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποτελώ έκπληξη, είμαι έκπληξη(coloquial) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) La carta ofreciéndome trabajo me pilló por sorpresa. |
συμπεραίνω, καταλήγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La policía llegó a la conclusión de que al menos tres hombres estuvieron involucrados en el robo. |
συμφωνώlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los dos hombres llegaron a un acuerdo por el precio del coche usado. |
γνωρίζομαι καλύτεραlocución verbal Los dos hombres llegaron a conocerse cuando estaban en la facultad. |
φτάνω στα άκραlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los mejores atletas están preparados para llegar al extremo y triunfar. |
καταλαβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Después de que Ana me lo explicó, por fin comprendí. |
έρχομαι σε οργασμό, φτάνω σε οργασμό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φθάνω απροειδοποίητα, έρχομαι απροειδοποίητα
Un amigo llegó de golpe a la ciudad, y nos iremos a cenar esta noche. |
έρχομαι στον κόσμο, γεννιέμαιlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ενηλικιώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Muchas culturas tienen rituales para celebrar el momento en que los jóvenes llegan a la mayoría de edad. |
αποφασίζω,λαμβάνω απόφασηlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Finalmente hemos llegado a una decisión. |
σταματώ, ακινητοποιούμαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Es hora de que esta pantomima llegue a su fin. |
φτάνω στο σημείο ναlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He llegado a un punto en que me da todo igual. |
συμφωνώlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Finalmente llegamos a un acuerdo sobre como resolver nuestras diferencias. Ήταν μια μακριά και δύσκολη μάχη, αλλά τελικά ήρθαμε σε συμφωνία μεταξύ μας. |
φτάνω στο τέλος,καταλήγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Todo lo bueno llega a su fin. |
έρχομαι στα χέρια, πιάνομαι στα χέριαlocución verbal (coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Πριν τελειώσει η βραδιά, ο αρραβωνιαστικός της και ο πρώην της πιάστηκαν στα χέρια. |
μαθαίνω,γνωρίζωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Antes de casarnos creo que tenemos que llegar a conocernos mejor. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν είσαι η γυναίκα που έμαθα (or: γνώρισα). Έχεις αλλάξει. |
συμβιβάζομαι, αποδέχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los abogados deben negociar entre sí hasta que lleguen a un acuerdo respecto del asunto. Οι δικηγόροι οφείλουν να διαπραγματεύονται μεταξύ τους, έως ότου συμβιβαστούν επί του ζητήματος. |
κατανοώ, καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Luego de participar llegó a comprender cómo era el juego. |
δεν βγάζει πουθενάlocución verbal (μεταφορικά) (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) Hemos estado trabajando todo el día pero, aun así, no llegamos a ninguna parte. |
γίνομαι όνομα, γίνομαι μεγάλο όνομαlocución verbal (καθομιλουμένη, μτφ) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Si querés llegar a ser alguien de renombre, mínimamente tenés que trabajar con mucho esfuerzo y dedicación. |
τα φέρνω βόλτα, τα βγάζω πέρα(μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Con la actual crisis económica, a muchas familias les está costando llegar a fin de mes. Στην παρούσα οικονομική κρίση για πολλές οικογένειες δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Δεν μπορώ να τα φέρω βόλτα με τα χρήματα που μου δίνεις. |
δεν επικοινωνώ, δε συνεννοούμαι μεlocución verbal (coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La película no llegó a los espectadores en algunos países. |
βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, προβαίνω σε συμβιβασμόlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es difícil llegar a un acuerdo cuando los objetivos de cada uno son tan diferentes. |
καθυστερώ, είμαι αργοπορημένοςlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tenemos una reunión con todo el Departamento esta mañana, así que ni loco llego tarde. Έχουμε μια σύσκεψη τμήματος το πρωί, οπότε δεν τολμώ να καθυστερήσω. Μην καθυστερήσεις στον ίδιο σου το γάμο. |
υποπίπτει στην αντίληψη(cambio de sujeto) (επίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La gerencia se enteró de que muchos empleados están usando las computadoras para jugar a los jueguitos. Η διεύθυνση έχει παρατηρήσει ότι πολλοί εργαζόμενοι χρησιμοποιούν τους υπολογιστές για να παίζουν παιχνίδια. |
ξεκαθαρίζω(un asunto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nadie tiene permitido volver a casa hasta que lleguemos al fondo del asunto y descubramos quién dio la orden de vender las acciones. |
κτ αρχίζει να μου αρέσει σταδιακάlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Al principio no me gustaban los mangos pero ahora los he llegado a apreciar. |
καταλήγω σε συμφωνίαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tras siete meses de negociaciones el sindicato y los empresarios llegaron a un acuerdo. |
πέφτω σε τέλμα(maratón) (άτομο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los corredores de maratón llegan al muro alrededor de la milla 20. |
τσούζω(coloquial, figura) (μτφ, καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Aunque no estaba hablando de mí, sus comentarios sobre ser empático con tus hijos me tocaron profundamente. |
βρίσκω χρόνο για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No pude hacer tiempo para terminar ninguna de las tareas de mi lista de hoy. |
καταλήγω σε συμφωνίαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φτάνω στα όριά μου(coloquial) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Necesito tomarme un recreo de los niños, ¡estoy hasta acá! |
αντέχω μέχρι το τέλοςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξελίσσομαι σε κρίσηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γίνομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του llegar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του llegar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.