Τι σημαίνει το local στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης local στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του local στο πορτογαλικά.
Η λέξη local στο πορτογαλικά σημαίνει τοπικός, τόπος, χώρος, επικαιρότητα, τοπικό, στις εγκαταστάσεις, εστία, ντόπιος, τοπικός, εργοτάξιο, εγκαταστάσεις, τοπικός, εντός έδρας, τόπος, διεύθυνση, τοποθεσία, κατεύθυνση, εταιρεία ανακύκλωσης οχημάτων, πλατό, επί τόπου, στο χώρο, επί τόπου, χώρος εργασίας, εργασιακός χώρος, γενέτειρα, χώρος κατασκήνωσης, βιομηχανία συσκευασίας τροφίμων, αστική κλήση, τοπική ώρα, κατάρτιση κατά την εργασία, εκπαίδευση κατά την εργασία, αλλαγή τόπου διεξαγωγής, τοπική αναισθησία, δημοτικό συμβούλιο, τοπική αρχή, τοπικό χρώμα, τοπική διάλεκτος, τοπική οικονομία, δημοτικό συμβούλιο, τοπική αρχή, τόπος κατοικίας, τόπος λατρείας, εκλογικό τμήμα, χώρος εργασίας, εγχώρια αγορά, τοπική εφημερίδα, πλυσταριό νοσοκομείου, το καλύτερο σημείο, απομονωμένη περιοχή, σημείο συνάντησης, κατάστημα αγροτικών προϊόντων, ντόπιοι, ευχάριστο περιβάλλον, φεύγω από τον τόπο, εργασιακός, επαγγελματικός, που εστάλη σε λάθος μέρος, επιτόπου, μητέρα, γενέτειρα, in στέκι, in μαγαζί, εργοστάσιο συσκευασίας κρέατος, εστία αναταραχών, κανονισμός, παίρνω πόδι, βάση, χώρος, τόπος, υπηρεσία δημοτικών δασμών, πόλη με γρήγορη ανάπτυξη, παλαίστρα, σημείο συνάντησης, δίχτυα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης local
τοπικόςadjetivo (de um lugar) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A farmácia local fica a dois quarteirões. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι επιτόπιες αστυνομικές αρχές διεξάγουν έρευνα για να διελευκανθεί το έγκλημα. |
τόπος(situação, local) (τοποθεσία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A ambulância chegou ao local do acidente em 5 minutos. Το ασθενοφόρο έφτασε στη σκηνή του ατυχήματος μέσα σε πέντε λεπτά. |
χώροςsubstantivo masculino (de evento) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Este local tem shows de música e peças. Σε αυτόν τον χώρο διοργανώνονται συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις. |
επικαιρότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τοπικόadjetivo (efeito apenas na área) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O médico aplicou uma anestesia local. Ο γιατρός εφάρμοσε ένα τοπικό αναισθητικό. |
στις εγκαταστάσειςadjetivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εστίαsubstantivo masculino (foco ou centro de atividade) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ντόπιος, τοπικός(nativo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εργοτάξιοsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) No canteiro de obras havia vários veículos de construção. Στο εργοτάξιο βρίσκονταν πολλά κατασκευαστικά οχήματα. |
εγκαταστάσεις
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) George foi demitido e convidado a sair do local imediatamente. Ο Τζωρτζ απελύθη και του ζητήθηκε να αποχωρήσει από τις εγκαταστάσεις άμεσα. |
τοπικόςsubstantivo masculino (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A comida local é bem apimentada. Το φαγητό της περιοχής είναι πολύ πικάντικο. |
εντός έδραςadjetivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tem jogo local hoje. |
τόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
διεύθυνση(τόπος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O negócio tinha mudado para um novo endereço. Η επιχείρηση είχε μεταφερθεί σε νέα διεύθυνση. |
τοποθεσία(palco de acontecimentos) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατεύθυνσηsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εταιρεία ανακύκλωσης οχημάτων(BRA: lugar de desmonte de carros) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πλατό(cinema, teatro) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) O ator precisou estar no cenário o dia todo, pois eles estavam filmando. |
επί τόπουlocução adverbial (no terreno) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στο χώροlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επί τόπουadvérbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Temos jornalistas no local reportando ao vivo no local. Έχουμε επί τόπου δημοσιογράφους που ενημερώνουν ζωντανά από το επίκεντρο των γεγονότων. |
χώρος εργασίας, εργασιακός χώρος
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) É importante ter um lugar de trabalho onde possa se sentir confortável; afinal de contas, você passa muito tempo lá! Είναι σημαντικό να δουλεύει κανείς σε έναν εργασιακό χώρο όπου νιώθει άνετα, καθώς περνά πολύ χρόνο εκεί. |
γενέτειρα(ανθρώπου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Indique seu local de nascimento e seu aniversário no formulário. Υπέδειξε τη γενέτειρα (or: τον τόπο γέννησης) και την ημερομηνία γέννησής σου. |
χώρος κατασκήνωσης
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
βιομηχανία συσκευασίας τροφίμων
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αστική κλήσηsubstantivo feminino |
τοπική ώραsubstantivo feminino |
κατάρτιση κατά την εργασία, εκπαίδευση κατά την εργασία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αλλαγή τόπου διεξαγωγής
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τοπική αναισθησίαsubstantivo feminino Ο οδοντίατρος θα σου κάνει τοπική αναισθησία πριν σου βγάλει το δόντι. |
δημοτικό συμβούλιο, τοπική αρχήsubstantivo feminino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τοπικό χρώμαsubstantivo masculino (modo de vida de certa área ou região) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τοπική διάλεκτοςsubstantivo masculino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τοπική οικονομίαsubstantivo feminino Η τοπική οικονομία καθυστερεί σε σχέση με την εθνική οικονομία. Η τοπική οικονομία στηρίζεται κατά μεγάλο ποσοστό στον τουρισμό. |
δημοτικό συμβούλιο, τοπική αρχή(autoridade local) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τόπος κατοικίαςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τόπος λατρείαςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εκλογικό τμήμα(local para votar) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χώρος εργασίας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εγχώρια αγορά
|
τοπική εφημερίδα(publicação de notícias de circulação local) |
πλυσταριό νοσοκομείου(área hospitalar onde materiais são lavados) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το καλύτερο σημείο(ponto mais favorável) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
απομονωμένη περιοχή
|
σημείο συνάντησης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κατάστημα αγροτικών προϊόντωνsubstantivo masculino (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ντόπιοιsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
ευχάριστο περιβάλλον(área ou localização agradável) |
φεύγω από τον τόποexpressão (πχ του ατυχήματος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εργασιακός, επαγγελματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που εστάλη σε λάθος μέροςlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιτόπουlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Os correspondentes estrangeiros dos jornais estão no local quando um caso acontece. Οι ξένοι ανταποκριτές της εφημερίδας βρίσκονται εκεί που εξελίσσεται η ιστορία. |
μητέρα, γενέτειρα(cultura) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nova Orleans é o local de origem do jazz. Η Νέα Ορλεάνη είναι η μητέρα (or: γενέτειρα) της τζαζ μουσικής. |
in στέκι, in μαγαζί(καθομ: δημοφιλές μαγαζί) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εργοστάσιο συσκευασίας κρέατος
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εστία αναταραχών(local de brigas frequentes, violência) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κανονισμόςsubstantivo feminino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παίρνω πόδι(ser forçado a sair) (μεταφορικά, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η Βόρεια Καρολίνα αποτελεί τη βάση πολλών εταιρειών, συμπεριλαμβανομένης και της Τράπεζας των ΗΠΑ. |
χώρος, τόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υπηρεσία δημοτικών δασμών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πόλη με γρήγορη ανάπτυξη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παλαίστρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σημείο συνάντησηςsubstantivo masculino (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δίχτυαlocução verbal (de críquete) (για προπόνηση κρίκετ) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) O jogador de críquete foi para o local de treino para praticar seu lançamento. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του local στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του local
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.