Τι σημαίνει το malgré στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης malgré στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του malgré στο Γαλλικά.
Η λέξη malgré στο Γαλλικά σημαίνει παρά, παρόλο, παρά, παρά, άσχετα, ασχέτως, παρά, ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, παρά, παρόλο, παρά, παρά, ανυποψίαστος, διστακτικός, αναπόφευκτα, παρά τις αντιξοότητες, παρ' όλα αυτά, εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο, παρά, παρόλο, παρόλα αυτά, ακόμα και αν, ακόμα και έτσι, παρόλο που, εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο, είμαι αισιόδοξος, διαψεύδω τις προσδοκίες, διαψεύδω τις προσδοκίες προς έκπληξη των άλλων, παρόλα αυτά, παρ' όλα αυτά, όσο κι αν, παρόλο, παρά το ότι, παρά το γεγονός ότι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης malgré
παράpréposition (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Malgré tout mon travail, j'ai quand même raté l'examen. Je suis arrivé à l'heure malgré la grève du métro. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Με εκμεταλλεύτηκε, παρόλο που εγώ ήμουν πολύ υπομονετική μαζί της. |
παρόλοpréposition (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Malgré toutes les difficultés, Marie a continué ses études. Παρά τα προβλήματά της, η Μαίρη συνέχισε τις σπουδές της. |
παρά
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Malgré la nouvelle loi sur les soins de santé, Peter n'a pas souscrit à une assurance parce qu'il ne pensait pas tomber malade. Παρά τον νέο νόμο ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ο Πήτερ δεν αγόρασε ασφάλεια γιατί δεν πίστευε πως θα αρρώσταινε. |
παρά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Malgré le comportement de Steve, je l'aime encore. Παρά τη συμπεριφορά του, ακόμα τον αγαπάω τον Στηβ. |
άσχετα, ασχέτως, παρά, ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il a continué à travailler malgré (or: en dépit de) sa maladie. Συνέχισε να δουλεύει παρά την ασθένειά του. |
παρά
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Malgré sa vantardise, c'était un peureux. |
παρόλοpréposition (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Malgré ses remarques continuelles, c'est une épouse exemplaire. |
παρά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Malgré tous ses problèmes, elle reste optimiste. |
παρά
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
ανυποψίαστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mon cousin fut l'acheteur involontaire (or: malgré lui) d'une antiquité volée. |
διστακτικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le juge a forcé le témoin réticent à se présenter au tribunal pour témoigner. |
αναπόφευκταlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
παρά τις αντιξοότητες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le couple était déterminé à se marier envers et contre tout. |
παρ' όλα αυτά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσοlocution adverbiale (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Même si Davina s'en fiche, il faudrait quand même lui demander avant d'emprunter son vélo. |
παρά, παρόλοlocution adverbiale (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) C'est un vaurien et un bon à rien mais elle l'aimait malgré tout. |
παρόλα αυτάlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακόμα και αν, ακόμα και έτσι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je sais que tu n'aimes pas les légumes, mon chéri. Toutefois, tu dois en manger. Αγάπη μου, το ξέρω ότι δεν σου αρέσουν τα λαχανικά. Ακόμα και έτσι πρέπει να τα φας όμως. |
παρόλο που
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Linda est venue travailler bien qu'elle soit malade. Παρόλο που έβρεχε, αποφάσισα να πάω στη βιβλιοθήκη με τα πόδια. |
εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσοlocution adverbiale (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Max a promis de changer mais j'ai décidé de le quitter malgré tout. Ο Μαξ υποσχέθηκε να αλλάξει. Παρ' όλα αυτά αποφάσισα να τερματίσω τη σχέση μας. |
είμαι αισιόδοξοςlocution verbale |
διαψεύδω τις προσδοκίες, διαψεύδω τις προσδοκίες προς έκπληξη των άλλων(για αρνητικές προσδοκίες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) John a déjoué les pronostics et guéri du cancer. |
παρόλα αυτά, παρ' όλα αυτά
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Έβρεχε όλη τη μέρα. Ωστόσο, η Ρέιτσελ βγήκε έξω χωρίς παλτό. |
όσο κι αν
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Autant j'aime beaucoup James comme ami, autant je ne pourrais jamais sortir avec lui. |
παρόλοconjonction (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Il n'avait pas pris de petit-déjeuner ; pourtant (or: malgré cela), il n'avait pas faim. Δεν είχε φάει πρωινό, αλλά παρόλα αυτά δεν πεινούσε. |
παρά το ότι, παρά το γεγονός ότι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Malgré le fait qu'un diplôme de lettres avait peu de chance de lui permettre de décrocher un emploi bien payé, Tom a décidé de continuer dans cette voie car c'était plus important que l'argent. Παρά το γεγονός ότι ένα πτυχίο στις θεωρητικές επιστήμες ήταν απίθανο να του αποφέρει μια υψηλά αμειβόμενη εργασία, ο Τομ αποφάσισε πως το να σπουδάσει κάτι με το οποίο ήταν παθιασμένος ήταν πιο σημαντικό από τα χρήματα. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του malgré στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του malgré
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.