Τι σημαίνει το malheureux στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης malheureux στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του malheureux στο Γαλλικά.
Η λέξη malheureux στο Γαλλικά σημαίνει στεναχωρημένος, στενοχωρημένος, θλιμμένος, ατυχής, άτυχος, δυσμενής, ατυχής, μόλις, κακομοίρης, φουκαράς, μαύρος, στενοχωρημένος, θλιμμένος, ατυχής, σε άθλια κατάσταση, λυπημένος, στενοχωρημένος, θλιμμένος, δυστυχισμένος, στενοχωρημένος, κακομοίρης, φουκαράς, δυστυχής, κακομοίρης, φουκαράς, μαύρος, κακομοίρης, φουκαράς, μαύρος, άτυχος, κακότυχος, θλιμμένος, λυπημένος, όλος κι όλος, καταρρακωμένος, ατυχής, που δεν προσφέρει χαρά, δύσμοιρος, κακότυχος, άτυχος, κακότυχος, άθλιος, απαράδεκτος, ελεεινός, αποτυχημένος, ορφανό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης malheureux
στεναχωρημένος, στενοχωρημένος, θλιμμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Linda est malheureuse parce qu'elle a rompu avec son copain. Η Λίντα είναι στεναχωρημένη επειδή χώρισε με τον σύντροφό της. |
ατυχής, άτυχος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce fut malheureux que tous les tickets aient été vendus avant notre arrivée. |
δυσμενήςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le couple vivait une situation malheureusement ; ils avaient tous deux perdu leur emploi et leur budget était serré. Το ζευγάρι ζούσε σε δυσμενείς συνθήκες· είχαν χάσει και οι δύο τη δουλειά τους και τα χρήματα ήταν λιγοστά. |
ατυχής(remarque) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Henry a fait une remarque malheureuse sur l'habitude du patron de partir tôt le vendredi ; je ne crois pas qu'il sera très populaire au travail désormais. Ο Χένρι έκανε μια ατυχή αναφορά στη συνήθεια του αφεντικού να φεύγει νωρίτερα τις Παρασκευές. Δεν νομίζω ότι θα είναι πολύ δημοφιλής στη δουλειά από εδώ και πέρα. |
μόλις
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le riche homme d'affaires n'a donné qu'un petit pourboire au serveur. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Σε αυτή τη δουλειά έπαιρνα 15 ψωροδολάρια την ημέρα. |
κακομοίρης, φουκαράς, μαύροςnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ce malheureux n'a vraiment pas eu de chance. |
στενοχωρημένος, θλιμμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Erin se sentait malheureuse après avoir menti à son amie. Η Έριν ένιωθε χάλια αφού είπε ψέμματα στη φίλη της. |
ατυχής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il était malheureux que Mark n'ait pas acheté un billet de loterie ce soir-là car ses numéros sont sortis. Ήταν ατυχία που ο Μαρκ δεν είχε αγοράσει λαχείο εκείνο το βράδυ επειδή κληρώθηκαν τα νούμερά του. |
σε άθλια κατάσταση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gavin était malheureux après que sa copine l'a plaqué. Ο Γκάβιν ήταν ράκος αφότου τον παράτησε η κοπέλα του. |
λυπημένος, στενοχωρημένος, θλιμμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le chien eut l'air malheureux après avoir été grondé par son maître. |
δυστυχισμένος, στενοχωρημένοςadjectif (regrettable) (πρόσωπο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κακομοίρης, φουκαράς, δυστυχής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Regardez ces pauvres malheureux qui cherchent désespérément des colis de nourriture. Κοίτα όλους αυτούς τους φουκαράδες, πως χτυπιούνται για ένα πακέτο φαγητό. |
κακομοίρης, φουκαράς, μαύρος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La malheureuse se tenait sous la pluie battante sans manteau ni parapluie. |
κακομοίρης, φουκαράς, μαύρος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ce malheureux vit sous un pont près du parc. Ο κακομοίρης μένει κάτω από μια γέφυρα κοντά στο πάρκο. |
άτυχος, κακότυχοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous devrions faire tout en notre pouvoir pour aider ces âmes malheureuses qui vivent dans de mauvaises conditions. Όλοι θα έπρεπε να κάνουμε ο,τι μπορούμε για να βοηθήσουμε τους άτυχους ανθρώπους που ζουν υπό άσχημες συνθήκες. |
θλιμμένος, λυπημένος(άτομο) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) L'actrice joue le rôle d'une épouse malheureuse dont le mari a mystérieusement disparu. |
όλος κι όλος(familier) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Tom n'avait que 5 malheureux dollars. Ο Τομ είχε μόλις 5 ψωροδολάρια. |
καταρρακωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ατυχής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La bourde regrettable de Jeremy lui a coûté son emploi. |
που δεν προσφέρει χαρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δύσμοιρος, κακότυχος(άτυχος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) De nombreux touristes malchanceux sont arnaqués chaque année. |
άτυχος, κακότυχοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άθλιος, απαράδεκτος, ελεεινόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'homme misérable prend en fait de l'argent des gens qui en ont le plus besoin. |
αποτυχημένος(action) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ορφανό
Edward Jones a fondé une maison pour les enfants abandonnés et vagabonds en 1872. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του malheureux στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του malheureux
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.