Τι σημαίνει το manejo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης manejo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του manejo στο ισπανικά.

Η λέξη manejo στο ισπανικά σημαίνει διαχειρίζομαι, χειρίζομαι, οδηγώ, διαχειρίζομαι, χειρίζομαι, οδηγώ, χειραγωγώ, τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα, φτάνω με αυτοκίνητο, χειρίζομαι, διαχειρίζομαι, δουλεύω, εργάζομαι, διοικώ, διευθύνω, διοικώ, διευθύνω, αντέχω, καταφέρνω, διαχειρίζομαι, είμαι σκίπερ, έχω, διευθύνω, οδήγηση, είμαι στο τιμόνι, οδηγώ, οδηγώ, οδηγάω, οδηγώ μηχανή, χειρίζομαι, οδηγώ, χειρίζομαι, χρησιμοποιώ, δουλεύω, οδηγώ, ρυθμίζω, πηγαίνω με κτ, τα βγάζω πέρα, χειρισμός, χειρισμός, διοίκηση, εξαιρετική ικανότητα αναβάτη, οδήγηση, διακίνηση, κάνω όπισθεν, σίγουρος, ασφαλής, δύσκολος στη μετακίνηση, εύχρηστος, Προσοχή Εύθραυστο!, άδεια οδήγησης, οδηγώ υπό την επήρεια αλκοόλ, δεξιότητες καθημερινής ζωής, δεξιότητες αντιμετώπισης προβλημάτων, πάω οδηγώντας, μεταχειρίζομαι κπ/κτ με το γάντι, ελέγχω την αγορά, κινώ τα νήματα, οδηγώ μέχρι κτ, οδηγώ σε κτ, κακοδιαχειρίζομαι, κακομεταχειρίζομαι, κολλάω πίσω από το μπροστινό αμάξι, μεταφέρω, δεν διοικώ σωστά, καβαλάω μηχανή, το πατάω, το σανιδώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης manejo

διαχειρίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Cómo puede un solo profesor manejar una clase de treinta y cinco niños?
Πώς μπορεί ένας δάσκαλος να διαχειριστεί (or: κουμαντάρει) μια τάξη με τριάντα πέντε παιδιά;

χειρίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maneja el torno con mucha pericia.
Τα καταφέρνει καλά με τον τόρνο.

οδηγώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Todavía no puedo conducir. Tengo solo 15 años.
Δεν μπορώ να οδηγήσω ακόμα. Είμαι μόνο 15 χρονών.

διαχειρίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dirigía la operación del sistema.
Διαχειριζόταν τις λειτουργίες δικτύου.

χειρίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El dispositivo es difícil de manipular con una sola mano.

οδηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Quieres conducir mi coche nuevo?
Θέλεις να οδηγήσεις το καινούριο μου αυτοκίνητο;

χειραγωγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su novio la manipula en todo lo que hace.

τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Puedes arreglártelas con todos los platos o te ayudo?
Μπορείς να τα καταφέρεις (or: να τα βγάλεις πέρα) με όλα τα πιάτα, ή να σε βοηθήσω;

φτάνω με αυτοκίνητο

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si tomamos el tren, no tendremos que manejar y lidiar con el tráfico.

χειρίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Andrea maneja un montacargas en el trabajo.
Η Αντρέα χειρίζεται ένα περονοφόρο στη δουλειά.

διαχειρίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No puedo manejar todo este estrés ahora mismo.
Δεν μπορώ να διαχειριστώ όλο αυτό το άγχος τώρα.

δουλεύω, εργάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η Έμιλι ξεκίνησε μια εταιρεία μάρκετινγκ και εργάζεται στο έξτρα υπνοδωμάτιό της.

διοικώ, διευθύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tiene capacidad suficiente para manejar la empresa ella sola.

διοικώ, διευθύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helena es la que verdaderamente maneja la oficina.

αντέχω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si no puedes manejar la presión, vete de aquí antes de que nos pongamos a trabajar.

καταφέρνω, διαχειρίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El director de la compañía logró manejar el trato para que se ajustara a sus intereses comerciales.

είμαι σκίπερ

(σε κάποιο σκάφος)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Debes tener una calificación reconocida para manejar uno de nuestros botes.

έχω, διευθύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen maneja una empresa de alquiler de herramientas en Birmingham.
Η Κάρεν διευθύνει μια εταιρεία μίσθωσης εργαλείων στο Μπέρμιγχαμ.

οδήγηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El manejo es una habilidad muy útil de aprender.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η οδήγηση τη νύχτα μπορεί να γίνει επικίνδυνη.

είμαι στο τιμόνι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οδηγώ

(κινούμε ή δίνω κατεύθυνση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Μικ οδηγούσε το αμάξι στα μονοπάτια της υπαίθρου.

οδηγώ, οδηγάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Condujimos por todo el campo en un viejo 2CV.

οδηγώ μηχανή

(una moto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El fin de semana pasado conduje la moto de 500 cc de mi hermano.
Το προηγούμενο σαββατοκύριακο πήρα τη μηχανή του αδελφού μου που είναι πεντακοσάρα.

χειρίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El operador de la grúa maniobra la máquina sin ningún problema.
Ο οδηγός του γερανού χειρίστηκε το μηχάνημα χωρίς πρόβλημα.

οδηγώ

(ES)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El hombre que conducía el sedán negro era alto y usaba lentes oscuros.

χειρίζομαι, χρησιμοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Sabes cómo usar esta máquina?
Ξέρεις να δουλεύεις αυτό το μηχάνημα;

δουλεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Hay alguna máquina que no sepas operar?
Η Μαρία άφησε το πρόγραμμα του υπολογιστή να τρέχει όλη νύχτα.

οδηγώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les vi deambulando por la ciudad en el coche de tu hermano.

ρυθμίζω

(τροχαία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El CEO dirigía la compañía.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο αστυφύλακας ρύθμιζε την τροχαία (κίνηση).

πηγαίνω με κτ

(desplazarse a un lugar)

Va en bici a la escuela todos los días.
Πηγαίνει καθημερινά με το ποδήλατο στο σχολείο.

τα βγάζω πέρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Είναι εντυπωσιακό πώς καταφέρνει, συγχρόνως, να μεγαλώνει τα παιδιά της, να δουλεύει με πλήρες ωράριο και να διαχειρίζεται το πρόβλημα με την κατάκοιτη μητέρα της.

χειρισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El florero sufrió un manejo tosco por parte de los hombres de la mudanza y acabó con unas cuantas mellas.
Το βάζο υπέστη άγρια μεταχείριση από τους μεταφορείς και είχε μερικά σπασίματα.

χειρισμός

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El jefe de Dana no estuvo de acuerdo con su manejo de la situación.
Ο μάνατζερ της Ντάνα δεν επικροτούσε τον τρόπο που εκείνη χειρίστηκε την κατάσταση.

διοίκηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La dirección de un equipo de cien personas puede ser agotadora.
Η διοίκηση μιας ομάδας εκατό ατόμων μπορεί να είναι κουραστική.

εξαιρετική ικανότητα αναβάτη

(del caballo) (ιππασία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Abby es talentosa en el dominio del caballo y participa en campeonatos.

οδήγηση

(όχημα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gracias a la conducción experta de Rachel, el barco llegó a puerto sin problemas.
Χάρη στην άριστη πλοήγηση της Ρέιτσελ, το σκάφος μπήκε με ασφάλεια στο λιμάνι.

διακίνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El envío y el transporte siempre encarecen los costes.
Η μεταφορά και η διακίνηση πάντα στοιχίζουν λίγο παραπάνω.

κάνω όπισθεν

(αυτοκίνητο)

Un pitido muy alto alertaba a los usuarios de la carretera cuando el camión retrocedía.

σίγουρος, ασφαλής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La salsa enlatada está hecha a prueba de tontos porque no tienes que mezclar ningún ingrediente.
Η σάλτσα σε κονσέρβα είναι μια σίγουρη λύση γιατί δεν χρειάζεται καν να ανακατέψεις τα υλικά!

δύσκολος στη μετακίνηση

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εύχρηστος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Προσοχή Εύθραυστο!

άδεια οδήγησης

(MX)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Tengo mi licencia de manejar desde hace 15 años.
Έχω άδεια οδήγησης εδώ και 15 χρόνια.

οδηγώ υπό την επήρεια αλκοόλ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rich fue arrestado por conducir bajo los efectos del alcohol.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τον συνέλαβαν γιατί οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ.

δεξιότητες καθημερινής ζωής

δεξιότητες αντιμετώπισης προβλημάτων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάω οδηγώντας

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Creo que no deberías manejar hasta el hospital.

μεταχειρίζομαι κπ/κτ με το γάντι

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Está teniendo un día difícil así que manéjalo con mucho tacto.

ελέγχω την αγορά

(ιδιωματισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κινώ τα νήματα

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ella es la que maneja los hilos en ese matrimonio.

οδηγώ μέχρι κτ, οδηγώ σε κτ

(αν είμαι οδηγός)

Después de trabajar, Joel condujo hasta la casa de su amigo para ver el partido.

κακοδιαχειρίζομαι

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gerente manejó mal un asunto personal en la oficina.

κακομεταχειρίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El contador manejó mal los fondos.

κολλάω πίσω από το μπροστινό αμάξι

(vehículo) (μτφ, καθομ, ανεπίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No conduzcas demasiado pegado al vehículo de delante, ¡es peligroso!

μεταφέρω

(με αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando Jonathan se quebró la pierna, tuve que conducir para él.

δεν διοικώ σωστά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El jefe manejó mal a sus empleados y recibió varias quejas.

καβαλάω μηχανή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το πατάω, το σανιδώνω

expresión (AR, vulgar) (αργκό, αυτοκίνητο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Disfruta manejar a los pedos en su coche deportivo por la carretera.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του manejo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.