Τι σημαίνει το maravilhoso στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης maravilhoso στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του maravilhoso στο πορτογαλικά.

Η λέξη maravilhoso στο πορτογαλικά σημαίνει θαυμάσιος, καταπληκτικός, εκπληκτικός, καταπληκτικός, θαυμάσιος, υπέροχος, έξοχος, μακάριος, γαλήνιος, τέλειος, υπέροχος, γαμάτος, γαμηστερός, γαμιστερός, τζαμάτος, υπέροχος, απίθανος, εκπληκτικός, θαυμάσιος, εξαιρετικός, υπέροχος, εκπληκτικός, καταπληκτικός, αξιοθαύμαστος, κολασμένος, γαμάτος, πανέμορφος, και ο πρώτος, εξωπραγματικός, φανταστικός, απίθανος, απίστευτος, εντάξει, μαγικός, θαυματουργός, εκπληκτικός, καταπληκτικός, εκπληκτικός, καταπληκτικός, καλός, υπέροχος, θεϊκός, θαυμάσιος, καταπληκτικός, εξαιρετικός, καταπληκτικό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης maravilhoso

θαυμάσιος, καταπληκτικός

adjetivo (muito bom, magnífico)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ela é uma cozinheira maravilhosa (or: excelente).
Είναι θαυμάσια (or: καταπληκτική) μαγείρισσα.

εκπληκτικός, καταπληκτικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O mercado era uma cena maravilhosa, com todos os produtos estranhos à venda.

θαυμάσιος, υπέροχος, έξοχος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μακάριος, γαλήνιος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As crianças iriam passar a noite na casa dos avós, por isso Jennie e eu acordamos com um maravilhoso silêncio.
Τα παιδιά έμειναν το βράδυ στο σπίτι των παπούδων τους, κι έτσι η Τζένυ κι εγώ ξυπνήσαμε μέσα σε γαλήνια ησυχία.

τέλειος, υπέροχος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Você vai ganhar um novo carro de aniversário? Cara, isso é maravilhoso!
Θα σου κάνουν δώρο ένα ολοκαίνουριο αυτοκίνητο για τα γενέθλιά σου; Φίλε, αυτό είναι τέλειο (or: φοβερό)!

γαμάτος, γαμηστερός, γαμιστερός, τζαμάτος

adjetivo (αργκό)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Το καινούργιο του αμάξι είναι και το πρώτο!

υπέροχος, απίθανος, εκπληκτικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θαυμάσιος, εξαιρετικός, υπέροχος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele fez uma performance magnífica com duas repetições.
Έδωσε μια εξαιρετική ερμηνεία και έκανε δύο ανκόρ.

εκπληκτικός, καταπληκτικός, αξιοθαύμαστος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O truque de desaparecimento do mágico foi realmente maravilhoso (or: espantoso).
Το κόλπο εξαφάνισης που έκανε ο μάγος ήταν πραγματικά απίστευτο (or: φανταστικό).

κολασμένος

adjetivo (μεταφορικά, αργκό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
O bartender faz um martini maravilhoso.
Ο μπάρμαν φτιάχνει κολασμένα μαρτίνι.

γαμάτος

adjetivo (αργκό, χυδαίο: υπέροχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Os jovens decidiram que o novo estilo era maravilhoso!
Οι νεαροί αποφάσισαν ότι το νέο τους στυλ ήταν γαμάτο (or: σούπερ)!

πανέμορφος

(pessoas) (άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ela é uma garota deslumbrante.
Είναι πανέμορφο κορίτσι.

και ο πρώτος

(gíria:excelente, realmente bom) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξωπραγματικός, φανταστικός, απίθανος, απίστευτος

(figurativo) (καθομ, μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εντάξει

(BRA: informal)

μαγικός, θαυματουργός

(figurado, informal) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eu devo o meu sucesso como jardineiro a esse fertilizador mágico.

εκπληκτικός, καταπληκτικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκπληκτικός, καταπληκτικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλός

(gíria)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπέροχος

(coisas) (μέρα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Está um dia tão lindo!
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πανέμορφο το καινούριο σου δαχτυλίδι!

θεϊκός

adjetivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θαυμάσιος, καταπληκτικός, εξαιρετικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καταπληκτικό

expressão

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Η αγάπη είναι καταπληκτική. Να πληρώνεσαι για να κάνεις αυτό που αγαπάς είναι καταπληκτικό.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του maravilhoso στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.