Τι σημαίνει το marco στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης marco στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του marco στο ισπανικά.

Η λέξη marco στο ισπανικά σημαίνει σχηματίζω, κερδίζω, σημειώνω, χαράσσω, χαράζω, χαρακτηρίζω, επισημαίνω, χαράσσω, χαράζω, σχηματίζω, σηματοδοτώ, σκοράρω, σημαδεύω, σχηματίζω τον αριθμό, αφήνω το σημάδι μου σε κπ/κτ, γρατζουνάω, γρατζουνίζω, περιγράφω, σκιαγραφώ, μαρκάρω, πυροσφραγίζω, χτυπάω, χτυπώ, εφαρμόζω ειδική σήμανση, μουτζουρώνω, βάζω σελιδοδείκτη, δημιουργώ εσοχή, ορίζω, καθορίζω, δίνω, δείχνω, βάζω, μαρκάρω, σημαδεύω, τραβάω, χαράζω, σημειώνω, καθορίζω βάση αναφοράς, καθορίζω σημείο αναφοράς, χαρακτηρίζω, εκθέτω, παρουσιάζω, τικάρω, μαρκάρω, επιλέγω, επισημαίνω, βάζω ετικέτα, κολλώ ετικέτα, χαράσσω, επισημαίνω, παίρνω φόρμα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, βάζω, πετυχαίνω, κάνω μιζανπλί, κάνω μιζαμπλί, δείχνω, σχεδιάζω κτ (σε κτ), χαράσσω κτ (σε κτ), κάνω γραφική παράσταση, σημαδεύω, σημειώνω, λεκιάζω, λερώνω, αφήνω ουλή, αφήνω σημάδι, κάνω σημάδι, κορνίζα, χώρος, κορνίζα, κορνίζα, ξύλινο πλαίσιο, τελάρο, κάσα, τελάρο, πλαισίωση, δομή, ξυλουργική, στήριγμα υαλοπινάκων, περιβάλλον, πλαίσιο, κάσα πόρτας, χτυπάω κάρτα, χτυπάω κάρτα, χτυπώ κάρτα, βάζω τιμή, αυλακώνω, σκαλίζω, ασφράγιστος, παρακολούθηση πορείας τυφώνα, δίνω το ρυθμό, παρακολουθώ διαδρομή στο χάρτη, δεν κάνω καμία διαφορά, είμαι αδιάφορος, κάνω τη διαφορά, σημειώνω, επισημαίνω, χαρακτηρίζω, σηματοδοτώ την έναρξη, πρωτοπορώ, κτυπώ ρυθμό, τονίζω τους μύες, παίρνω, ανοίγω τον δρόμο, αφήνω το σημάδι μου, αφήνω την υπογραφή μου, σημειώνω κτ με αστερίσκο, βάζω αστερίσκο σε κτ, είμαι ακριβής, δείχνω σωστή ώρα, μαρκάρω στενά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης marco

σχηματίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George marcó el número de Fred y escuchó como daba tono.
Ο Τζορτζ πληκτρολόγησε τον αριθμό του Φρεντ και το άκουσε να χτυπάει.

κερδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por cada canasta encestada marcas dos puntos para tu equipo.
Με κάθε καλάθι κερδίζεις δύο πόντους για την ομάδα σου.

σημειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marca el texto que hay que estudiar.
Σημειώστε το κείμενο που θα πρέπει να μελετήσετε.

χαράσσω, χαράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si primero marcas el papel va a ser más fácil doblarlo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Εξοργισμένος που πάρκαραν στη θέση του ο Πολ χάραξε με τα κλειδιά του την πλαϊνή πόρτα του αυτοκινήτου.

χαρακτηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Durante la guerra, cada noche estaba marcada por la violencia.
Κάθε βραδιά του πολέμου σημαδεύτηκε από βία.

επισημαίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La tienda marcó los productos rebajados con etiquetas rojas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το κατάστημα επισήμανε τα προϊόντα της προσφοράς με κόκκινες ετικέτες.

χαράσσω, χαράζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es más fácil doblar el papel si se marca primero.

σχηματίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El director del banco marcó los números en la caja fuerte.

σηματοδοτώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκοράρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El delantero del equipo anotó en el último minuto.
Ο επιθετικός της ομάδας σκόραρε στο τελευταίο λεπτό.

σημαδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gato arañó la pata de la mesa con sus garras.
Η γάτα σημάδεψε το πόδι του τραπεζιού με τα νύχια της.

σχηματίζω τον αριθμό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Wendy descolgó el teléfono y empezó a llamar.

αφήνω το σημάδι μου σε κπ/κτ

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γρατζουνάω, γρατζουνίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, ¡ten cuidado de no marcar tus zapatos nuevos!

περιγράφω, σκιαγραφώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los animales marcan su territorio con señales visuales y aromáticas.

μαρκάρω, πυροσφραγίζω

(ζώα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El granjero marcó a la vaca con un hierro caliente.
Ο αγρότης μάρκαρε (or: πυροσφράγισε) την αγελάδα με πυρωμένο σίδερο.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo (στην ταμειακή μηχανή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aunque claramente valía $9.95, el empleado se confundió y marcó $19.95.
Παρόλο που η τιμή ήταν ξεκάθαρα 9.95 δολάρια ο ταμίας χτύπησε κατά λάθος 19.95.

εφαρμόζω ειδική σήμανση

verbo transitivo (revisión textos)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Por favor, marcar el documento para indicar si es negrita, cursiva o subrayado.
Παρακαλώ εφαρμόστε ειδική σήμανση στο έγγραφό σας για να υποδείξετε έντονα, πλάγια ή υπογραμμισμένα.

μουτζουρώνω

(en una superficie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los niños habían marcado las paredes con crayón.
Τα παιδιά μουτζούρωσαν όλους τους τοίχους με τις κηρομπογιές τους.

βάζω σελιδοδείκτη

verbo transitivo (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Marcaré la página y lo leeré más tarde.

δημιουργώ εσοχή

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Él marcó la tapa utilizando punzón y un martillo.
Δημιούργησε μια εσοχή στο καπάκι χρησιμοποιώντας σφυρί και καλέμι.

ορίζω, καθορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos a marcar el precio de la camisa en veinte dólares.
Ας ορίσουμε (or: καθορίσουμε) την τιμή του πουκάμισου στα είκοσι δολάρια.

δίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El campeón marcó el ritmo de la vuelta ciclista.

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El termómetro marca 22 grados.
Το θερμόμετρο δείχνει 22 βαθμούς.

βάζω

verbo transitivo (deportes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El equipo visitante marcó un gol en la primera mitad.
Η φιλοξενούμενη ομάδα σκόραρε στο πρώτο μισό του αγώνα.

μαρκάρω, σημαδεύω

(κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marca con una cinta los tallos de las flores que deseas comprar.

τραβάω

verbo transitivo (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A muchos estadounidenses se les dificulta marcar las erres.

χαράζω

verbo transitivo (con un corte, muesca)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El prisionero marcó otro día en la pared de su celda.

σημειώνω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El joven caballo de carrera marcó su quinta victoria hoy.

καθορίζω βάση αναφοράς, καθορίζω σημείο αναφοράς

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαρακτηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esta camisa está marcada como talla L.
Η ετικέτα αυτού του πουκαμίσου γράφει «Large».

εκθέτω, παρουσιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esa camisa ajustada exhibe sus músculos de una manera muy atractiva.

τικάρω, μαρκάρω

(marcar con una tilde) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mark seleccionó el texto que quería copiar.
Ο Μαρκ επέλεξε το κείμενο που ήθελε να αντιγράψει.

επισημαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los errores fueron señalados en el margen.
Τα λάθη σημειώθηκαν στο περιθώριο.

βάζω ετικέτα, κολλώ ετικέτα

(κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El operario del supermercado tiene que etiquetar las latas de sopa.
Ο εργαζόμενος του καταστήματος πρέπει να βάλει (or: κολλήσει) ετικέτες στις κονσέρβες με τη σούπα.

χαράσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El capitán trazó el rumbo del barco en el mapa.
Ο καπετάνιος χάραξε τη ρότα του πλοίου στον χάρτη.

επισημαίνω

(σε γράφημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bonnie trazó los puntos en el gráfico.
Η Μπόνι επισήμανε τα σημεία στη γραφική παράσταση.

παίρνω φόρμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu peinado se arreglará bien si usas este fijador.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

βάζω, πετυχαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jugador hizo un gol en el segundo tiempo.
Ο παίκτης έβαλε (or: πέτυχε) γκολ στο δεύτερο ημίχρονο.

κάνω μιζανπλί, κάνω μιζαμπλί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El estilista arregló el pelo de la mujer maravillosamente.

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El termómetro indicaba doce grados.

σχεδιάζω κτ (σε κτ), χαράσσω κτ (σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Traza la línea en el gráfico.
Σχεδίασε την ευθεία στο γράφημα.

κάνω γραφική παράσταση

(πολλά σημεία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dibuja la solución en el gráfico.
Σημείωσε τη λύση στο γράφημα.

σημαδεύω, σημειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λεκιάζω, λερώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El artista golpeó accidentalmente el lienzo húmedo y manchó el cuadro.

αφήνω ουλή, αφήνω σημάδι, κάνω σημάδι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es un corte bastante chungo. Seguro que te va a dejar cicatriz.
Είναι άσχημο κόψιμο. Πιθανόν να κάνει σημάδι.

κορνίζα

nombre masculino (φωτογραφίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Necesitamos un marco grande para poner esta foto.
Χρειαζόμαστε μια μεγάλη κορνίζα για να βάλουμε αυτήν τη φωτογραφία.

χώρος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El anfiteatro al aire libre resultó un marco incomparable para el espectáculo.
Το ανοιχτό θέατρο ήταν ιδανικός χώρος για την παράσταση.

κορνίζα

nombre masculino (composición pictórica) (εικόνας, φωτογραφίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El marco de la montaña junto a los árboles la hace parecer más distante.

κορνίζα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El marco está hecho de madera.

ξύλινο πλαίσιο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hay una avispa en el marco de la ventana.

τελάρο

nombre masculino (industria papelera)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάσα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El carpintero reparó el marco alrededor de la ventana.

τελάρο

nombre masculino (industria papelera)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλαισίωση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δομή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Este manifiesto violenta el marco de nuestra sociedad.

ξυλουργική

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στήριγμα υαλοπινάκων

(ventana)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

περιβάλλον

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El escenario de la novela es la Irlanda del siglo XV.
Το περιβάλλον του μυθιστορήματος ήταν η Ιρλανδία του δέκατου πέμπτου αιώνα.

πλαίσιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La estructura exacta del gobierno se mantiene secreta para el mundo exterior.

κάσα πόρτας

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si sigues dando portazos vas a romper el marco de la puerta.
Αν συνεχίσεις να την βαράς έτσι θα καταστρέψεις την κάσα της πόρτας.

χτυπάω κάρτα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Esteban ficha a las siete todas las mañanas. // No olvides fichar cuando llegues al trabajo.
Ο Στίβεν χτυπάει κάρτα στις 7 κάθε πρωί. Μην ξεχνάς να χτυπάς κάρτα όταν πας στη δουλειά.

χτυπάω κάρτα

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

χτυπώ κάρτα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βάζω τιμή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Deja que etiquete este libro y nos vamos a casa.
Κάτσε να βάλω τιμή σε αυτό το βιβλίο και μετά μπορούμε να πάμε σπίτι.

αυλακώνω, σκαλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ασφράγιστος

locución adjetiva (papel moneda)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παρακολούθηση πορείας τυφώνα

locución verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δίνω το ρυθμό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El corredor en primer lugar marcó el ritmo de la carrera de 5 kilómetros.

παρακολουθώ διαδρομή στο χάρτη

locución verbal (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El capitán del barco le pidió al navegante que marcara el itinerario hasta la costa.

δεν κάνω καμία διαφορά, είμαι αδιάφορος

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω τη διαφορά

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por favor sean generosos, sus donaciones harán la diferencia.
Φανείτε γενναιόδωροι, παρακαλώ. Οι δωρεές σας θα κάνουν τη διαφορά. Η Τζόζι προσπαθεί να κάνει τη διαφορά κάνοντας εθελοντική εργασία.

σημειώνω, επισημαίνω, χαρακτηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las que marqué con una cruz ya están controladas.

σηματοδοτώ την έναρξη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρωτοπορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella es pionera con su nueva estrategia.
Πρωτοπορεί με την καινοτόμο προσέγγισή της.

κτυπώ ρυθμό

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El batería marcó el ritmo y la banda empezó a tocar.

τονίζω τους μύες

locución verbal (coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω

locución verbal (teléfono)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Primero fijate si tiene tono, y después marcá el número.

ανοίγω τον δρόμο

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ford marcó el camino de los automóviles producidos en masa.

αφήνω το σημάδι μου, αφήνω την υπογραφή μου

(μεταφορικά: σε κτ/κπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dick Button dejó huella en el patinaje artístico sobre hielo cuando hizo un salto doble axel.

σημειώνω κτ με αστερίσκο, βάζω αστερίσκο σε κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι ακριβής, δείχνω σωστή ώρα

(για ρολόγια)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi reloj es tan viejo que ya nunca está en hora.
Το ρολόι μου είναι τόσο παλιό που δε δείχνει σωστή ώρα πλέον. Τα ηλεκτρονικά ρολόγια μπορούν να είναι πολύ ακριβή.

μαρκάρω στενά

Sal a la cancha y juégale con aspereza a su mejor jugador, pero no dejes que te cobren ninguna infracción.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του marco στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.