Τι σημαίνει το marcha στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης marcha στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του marcha στο ισπανικά.

Η λέξη marcha στο ισπανικά σημαίνει πορεία, εξέλιξη, πορεία, περπάτημα, βηματισμός, ταχύτητα, -, παρέλαση, βάδισμα, περπάτημα, drive, λειτουργία, παρέλαση, περπατάω, διαχείριση, πορεία, περπατάω, περπατώ, πατάω, πατώ, κινούμαι πάνω σε ρόδες, προχωρώ σε οργανωμένη διάταξη, δουλεύω, φεύγω, φεύγω, αποχωρώ, ενεργοποιητής, εκκίνηση, προχωράω, προχωρώ, φεύγω, υποχωρώ, ενδίδω, εφαρμόζω, βάζω σε λειτουργία, που του αρέσει το κλάμπινγκ, ανατρέπω, αναιρώ, αποσύρω, ξεκινώ, κάνω όπισθεν, κάνω όπισθεν, όπισθεν, ξεκίνημα, άναμμα, εν κινήσει, σε πλήρη λειτουργία, έτοιμος για δράση, έτοιμος για να επιστρέψω στην ενεργό δράση, που δουλεύει καλά, προς τα πίσω, τελευταία στιγμή, στο δρόμο, σε εξέλιξη, στο πι και φι, υπεροδήγηση, βιαστικό περπάτημα, βεβιασμένο περπάτημα, γρήγορο βήμα, νεκρική πομπή, δοκιμή, πρόβα, συνεχιζόμενη δραστηριότητα, φιλαρμονική, αλλαγή που γίνεται ενώ έχει ξεκινήσει η παραγωγή, αρχίζω, ξεκινάω, κινώ, ξεφαντώνω, γλεντάω, γλεντοκοπάω, φεύγω, ανεβάζω στροφές, αλλάζω ταχύτητες, κάνω γρήγορο βάδισμα, μπαίνω με όπισθεν, μπαίνω με την όπισθεν, ανεβάζω ταχύτητα, ξαναξεκινάω, κατεβάζω ταχύτητα σε κτ, αλλάζω ταχύτητα, πατάω κάνοντας όπισθεν, εν δράσει, στην όπισθεν, στη διαδρομή, στη πορεία, μεγάλη ταχύτητα, δυναμικά, ισχυρά, με φόρα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αργό περπάτημα, ξεκινάω αμέσως, αλλάζω γνώμη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης marcha

πορεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La marcha campo a través duró varios días.
Η πορεία μέσα από τα χωράφια διήρκησε τέσσερις μέρες.

εξέλιξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La marcha de la tecnología es imparable.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτά είναι τα γεγονότα που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας.

πορεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La marcha de protesta incluía estudiantes y obreros.
Η πορεία των διαδηλωτών περιλάμβανε φοιτητές και εργαζομένους.

περπάτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sheepscot está a cuatro días de marcha de aquí.
Το Σίπσκοτ είναι τρεις μέρες με τα πόδια από εδώ.

βηματισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A toda marcha, podemos llegar a casi cuatro millas por hora.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αν έχουμε σταθερό βηματισμό (or: βήμα), θα φτάσουμε στον προορισμό μας σε μία ώρα.

ταχύτητα

(οδήγηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando entres a la carretera, cambia a quinta velocidad.
Μόλις βγεις στην εθνική οδό, βάλε πέμπτη ταχύτητα.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Pon una marcha y arranca lentamente.
Βάλε ταχύτητα και μετά ξεκίνα αργά.

παρέλαση

(περπάτημα, κίνηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los niños disfrutaron la marcha en el desfile.

βάδισμα, περπάτημα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A Nancy le costaba mantenerse al paso con la rápida marcha de Shaun.
Η Νάνσυ δυσκολευόταν να ακολουθήσει τον γρήγορο βηματισμό του Σων.

drive

(en la palanca de cambios) (κιβώτιο ταχυτήτων)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Pasa el coche de punto muerto a marcha y suelta los frenos.

λειτουργία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No podemos detener la marcha de la central eléctrica.

παρέλαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Siempre disfrutamos del desfile de los Juegos Olímpicos.
Πάντα απολαμβάνουμε την παρέλαση στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

περπατάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διαχείριση

(σπιτιού, νοικοκυριού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Él se encargaba de cuidar a los niños y del funcionamiento de la casa.
Φρόντιζε τα παιδιά και το νοικοκυριό του σπιτιού.

πορεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περπατάω, περπατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fue derecho a la casa del vecino a exigir que bajaran el volumen del estéreo.
Περπάτησε με αποφασιστικό βήμα προς το σπίτι του γείτονα, για να απαιτήσει να χαμηλώσουν το στερεοφωνικό.

πατάω, πατώ

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κινούμαι πάνω σε ρόδες

(vehículo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El auto marchaba con suavidad.

προχωρώ σε οργανωμένη διάταξη

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los cuatro niños marcharon detrás de su madre en el supermercado.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα τέσσερα αγόρια ακολουθούσαν συντεταγμένα όλα μαζί τη μαμά τους στους διαδρόμους του σουπερμάρκετ.

δουλεύω

verbo intransitivo (motor)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las maquinas en la planta productora marchaban bien.

φεύγω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φεύγω, αποχωρώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ενεργοποιητής

(mecanismo) (μηχανισμός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El encendido sólo responde cuando hay una sobrecarga.

εκκίνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Puedes comprobar qué programas se inician automáticamente con el encendido.

προχωράω, προχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si no salimos pronto, llegaremos tarde.
Αν δεν την κάνουμε σύντομα, θα καθυστερήσουμε.

υποχωρώ, ενδίδω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A pesar de la evidencia, él se rehusó a recular.
Παρά τις αποδείξεις αρνήθηκε να ενδώσει (or: να λυγίσει).

εφαρμόζω

(trabajo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El contrato se implementó con el acuerdo de todos.
Το συμβόλαιο εφαρμόστηκε αφού συμφώνησαν όλοι.

βάζω σε λειτουργία

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pon en marcha el coche y vámonos de aquí.
Πάτησα το κουμπί εκκίνησης, έβαλα σε λειτουργία τη μηχανή και απογειώθηκα στον καθαρό γαλανό ουρανό.

που του αρέσει το κλάμπινγκ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Mi novio fiestero llega a casa muy tarde!

ανατρέπω, αναιρώ, αποσύρω

(algo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobierno revirtió su política de poner impuestos al alcohol.
Η κυβέρνηση πήρε πίσω την πολιτική της για τη φορολόγηση των οινοπνευματωδών.

ξεκινώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Enciende el automóvil. Es hora de irnos.
Βάλε μπρος το αυτοκίνητο, είναι ώρα να φεύγουμε.

κάνω όπισθεν

(general)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Retrocedió hasta el lugar para estacionar.
Έκανε όπισθεν και μπήκε στη θέση παρκαρίσματος.

κάνω όπισθεν

(αυτοκίνητο)

Un pitido muy alto alertaba a los usuarios de la carretera cuando el camión retrocedía.

όπισθεν

Mary puso el auto en reversa y salió del lugar donde había estacionado.

ξεκίνημα, άναμμα

(de una máquina)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Gary se despertó al oir el encendido del motor.

εν κινήσει

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No abras nunca la puerta cuando el vehículo está en marcha.

σε πλήρη λειτουργία

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hay un proyecto en marcha.

έτοιμος για δράση, έτοιμος για να επιστρέψω στην ενεργό δράση

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El médico dijo que estaría en marcha de nuevo en unos pocos días, tan pronto como cicatrice la herida.

που δουλεύει καλά

locución adjetiva (AR, coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προς τα πίσω

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Un sonido te avisa en cuanto vas hacia atrás.
Ένας προειδοποιητικός ήχος ακούγεται όταν ξεκινάς να κάνεις όπισθεν.

τελευταία στιγμή

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Siento decírtelo tan sobre la hora, pero me enteré de esto ayer.

στο δρόμο

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La aplicación será muy útil sobre la marcha.

σε εξέλιξη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando entré al hall los preparativos para la boda todavía estaban en progreso.
Όταν έφτασα στην αίθουσα, όλες οι προετοιμασίες για τον γάμο ήταν ακόμη σε εξέλιξη.

στο πι και φι

locución adverbial (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπεροδήγηση

expresión (marcha, velocidad)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jack puso el auto a toda máquina para llegar al hospital a tiempo para el nacimiento de su hijo.

βιαστικό περπάτημα, βεβιασμένο περπάτημα, γρήγορο βήμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los soldados hicieron una marcha forzada por la noche.

νεκρική πομπή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La banda del ejército tocó una marcha fúnebre.

δοκιμή, πρόβα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esto es solo una marcha blanca para asegurarnos de que todo esté funcionando correctamente.

συνεχιζόμενη δραστηριότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Han absorbido el negocio al tratarse de una empresa solvente.

φιλαρμονική

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tocaba el clarinete en una banda de marcha.
Παλιότερα έπαιζα κλαρινέτο σε μια φιλαρμονική.

αλλαγή που γίνεται ενώ έχει ξεκινήσει η παραγωγή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A los chicos les resultaba difícil desempacar los juguetes, así que el productor tuvo que hacer un cambio al envoltorio sobre la marcha.

αρχίζω, ξεκινάω

(coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se despertaron a las diez, pero no se pusieron en marcha hasta el mediodía.

κινώ

locución verbal (μεταφορικά, επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Han puesto en marcha los procedimientos oficiales para emigrar a Canadá.
Έχουν προβεί στις επίσημες διαδικασίες που απαιτούνται για τη μετανάστευσή τους στον Καναδά.

ξεφαντώνω, γλεντάω, γλεντοκοπάω

locución verbal (ES) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Para celebrar la victoria, todo el equipo de fútbol salió de marcha.
Για να γιορτάσουν τη νίκη τους, ολόκληρη η ποδοσφαιρική ομάδα βγήκε να ξεφαντώσει.

φεύγω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nos levantamos temprano y nos pusimos en marcha antes de las 7 am.

ανεβάζω στροφές

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Con lo que hemos hecho no alcanza, hay que acelerar la marcha, de lo contrario fracasaremos.

αλλάζω ταχύτητες

locución verbal (αυτοκίνητο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω γρήγορο βάδισμα

(για άσκηση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπαίνω με όπισθεν, μπαίνω με την όπισθεν

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jeff miró por el espejo retrovisor para entrar marcha atrás en el lugar para estacionar.
Ο Τζεφ κοίταζε τον καθρέφτη καθώς έμπαινε με την όπισθεν στη θέση στάθμευσης.

ανεβάζω ταχύτητα

locución verbal (ES) (ΗΒ,αυτοκίνητο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando el carro va más rápido, tienes que subir la marcha para que el motor no se acelere demasiado.

ξαναξεκινάω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después de diez minutos el motor se puso en marcha de nuevo.

κατεβάζω ταχύτητα σε κτ

(AmL, excepto UY)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ben metió una velocidad interior en el auto en la colina.

αλλάζω ταχύτητα

locución verbal (coche)

πατάω κάνοντας όπισθεν

locución verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Creo que di marcha atrás sobre la bici de mi hijo.
Ωχ, όχι! Νομίζω ότι τώρα που έκανα όπισθεν πάτησα το ποδήλατο του γιου μου.

εν δράσει

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los planes para encaminar la crisis financiera están en marcha.

στην όπισθεν

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Puse el auto en marcha atrás y salí del garaje.

στη διαδρομή, στη πορεία

locución adverbial (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Su matrimonio ha perdurado por 40 años, aunque sobre la marcha han aparecido unos cuantos altos y bajos.
Ο γάμος τους κράτησε 40 χρόνια, με πολλά σκαμπανεβάσματα στην πορεία.

μεγάλη ταχύτητα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δυναμικά, ισχυρά, με φόρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

locución adverbial

La dirección se siente ligera incluso cuando vas a toda marcha.

αργό περπάτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La nieve era tan profunda que solo podíamos avanzar con marcha ardua.

ξεκινάω αμέσως

(al empezar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El puesto necesita de alguien con experiencia que sepa lo que hace.

αλλάζω γνώμη

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του marcha στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του marcha

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.