Τι σημαίνει το marea στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης marea στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του marea στο ισπανικά.

Η λέξη marea στο ισπανικά σημαίνει παλίρροια, ρεύμα ανθρώπων, νερά της παλίροιας, νερά, κύμα, άμπωτη και παλίρροια, κάνω το κεφάλι κπ να γυρίζει, μου φέρνει ναυτία, μου φέρνει αναγούλα, άμπωτη, είδος παλιρροϊκού κύματος, που ζαλίζεται, βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνει, όριο πλημμυρίδας, κανάλι εντός του οποίου κινούνται τα νερά της παλίρροιας, άμπωτη, παλιρροϊκή έλξη, παλιρροϊκό εύρος, χαμηλή παλίρροια, χαμηλή παλίρροια, σαλιάρα, πλημμυρίδα, άμπωτη, εαρινή παλίρροια, ανακόπτω, περιορίζω, πλημμυρίδα, ερυθρά παλίρροια, παλιρροϊκός, υψηλότερη στάθμη ύδατος, αλλαγή λόγω της θάλασσας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης marea

παλίρροια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La marea se llevó al nadador.
Ο κολυμβητής παρασύρθηκε από την παλίρροια.

ρεύμα ανθρώπων

nombre femenino (figurado)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Una marea continua de gente salía del estadio.

νερά της παλίροιας

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νερά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La marea está subiendo. Vamos a mover las toallas de lugar.

κύμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La fuerte marejada hizo que se hundiera del barco.
Είχε θάλασσα και για αυτό βυθίστηκε η βάρκα.

άμπωτη και παλίρροια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En todos los puertos disponen de una tabla del flujo de las mareas donde se indican las mareas altas y las mareas bajas

κάνω το κεφάλι κπ να γυρίζει

verbo transitivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Estás sacando ideas tan rápido que me mareas!

μου φέρνει ναυτία, μου φέρνει αναγούλα

(κάτι εμένα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No pude quedarme en el hospital con él porque ver sangre me da náuseas (or: me provoca náuseas).

άμπωτη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Con el reflujo de la marea, el mar se retiró gradualmente dejando al descubierto más partes de la playa.
Με την άμπωτη της παλίρροιας η θάλασσα σταδιακά τραβήχτηκε προς τα πίσω αποκαλύπτοντας μεγαλύτερο μέρος της παραλίας.

είδος παλιρροϊκού κύματος

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

που ζαλίζεται

(στο αεροπλάνο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνει

expresión (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Voy a terminar este maratón contra viento y marea.

όριο πλημμυρίδας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κανάλι εντός του οποίου κινούνται τα νερά της παλίρροιας

locución nominal masculina

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

άμπωτη

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¡Partiremos hoy con la marea baja estés o no estés a bordo!

παλιρροϊκή έλξη

locución nominal femenina

παλιρροϊκό εύρος

nombre femenino

χαμηλή παλίρροια

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Pesqué aquí en la última marea muerta, pero no capturé más de lo normal.
Ψάρεψα στη χαμηλή παλίρροια, αλλά δεν έπιασα τίποτε περισσότερο απ' ότι πιάνω συνήθως.

χαμηλή παλίρροια

locución nominal femenina

σαλιάρα

locución nominal masculina (ψάρι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πλημμυρίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άμπωτη

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando hay marea baja, se puede ver como sobresale un barco hundido de la arena.
Στην άμπωτη, μπορείς να δεις ένα ναυάγιο να ξεπροβάλλει από την άμμο.

εαρινή παλίρροια

locución nominal femenina

ανακόπτω, περιορίζω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobierno tuvo que intervenir para frenar el aluvión de quiebras de empresas.
Η κυβέρνηση παρενέβη προκειμένου να ανακόψει το κύμα κατασχέσεων.

πλημμυρίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ερυθρά παλίρροια

locución nominal femenina

παλιρροϊκός

(relativo a la marea)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El capitán se aseguró de que tenía la información de mareas relevante para la zona en la que iba a navegar.
Ο καπετάνιος φρόντισε να λάβει πληροφορίες για την παλίρροια της περιοχής όπου θα ταξίδευε.

υψηλότερη στάθμη ύδατος

(mar)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αλλαγή λόγω της θάλασσας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του marea στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.