Τι σημαίνει το masa στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης masa στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του masa στο ισπανικά.

Η λέξη masa στο ισπανικά σημαίνει ζύμη, μάζα, μάζα, ζύμη, κόσμος, μάζα, μεγάλη ποσότητα, μέγεθος, μάζα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πλήθος, αρτοσκεύασμα, κουρκούτι, προζύμι, μάζα, όγκος, πολτός, χυλός, το ογκώδες, ορδή, μαζικός, εργαλείο ζυμώματος, ΔΜΣ, κατασκευασμένος, παρασκευασμένος, γενοκτονία, αποδεκατισμός, κάλυψη με κουρκούτι, βούτηγμα σε κουρκούτι, ομαδικώς, επ'αυτοφώρω, επ'αυτοφώρω, επ' αυτοφόρω, επ'αυτοφώρω, πιάνω επ' αυτοφόρω, ντάμπλινγκ, dumpling, μάζα, προζύμι, περιοχή, γη, τριφτή ζύμη, ατομική μάζα, <div>πίτσα με χοντρή ζύμη</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, μαζική δολοφονία, ζύμη που έχεις ανοίξει με πλάστη, ζύμη που έχεις ανοίξει με πλάστη, μάζα νερού, σφολιάτα, μαζική παραγωγή, δείκτης μάζας σώματος, ζύμη για μπισκότα, επιφάνεια εδάφους, μυϊκή μάζα, φύλλο, σημειακή μάζα, κρίσιμη μάζα, μάζα αέρος, φύλλο κρούστας, προζύμι, λουκανικόπιτα, ακολουθώ τον συρμό, πιάνω στα πράσα, πιάνω στα πράσα, κάνω τσακωτό, με προζύμι, σύννεφο, ατομική μάζα, φύλλο κρούστας, ξεχύνομαι, χύνομαι, μαζεύομαι, κυκλοφορούν χρήμα, μαζικής παραγωγής, ψωμί με προζύμι, ο λαός, μετακίνηση μαζών, παράγω μαζικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης masa

ζύμη

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El panadero le dio forma a la masa y la dejó leudar.
Ο φούρναρης έπλασε τη ζύμη και την άφησε να φουσκώσει.

μάζα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La máquina era, realmente, una masa de piezas.
Το μηχάνημα ήταν στην πραγματικότητα απλώς ένας όγκος από κομμάτια.

μάζα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La cepa del árbol tenía una gran masa de suciedad colgando de ella.

ζύμη

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sarah enrolló la masa y la puso en el molde bajo. Dan siempre guarda una remesa de masa en la nevera para hacer galletas rápidamente si tiene invitados inesperados.
Η Σάρα άνοιξε τη ζύμη και την έβαλε στη φόρμα για τις τάρτες. Ο Νταν πάντα κρατάει μια δόση ζύμης στο ψυγείο για να μπορεί να φτιάξει στα γρήγορα μπισκότα αν έχει απρόσμενους επισκέπτες.

κόσμος

nombre femenino (de gente)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La masa de gente se movía lentamente por las calles.
Ο κόσμος σιγά προχωρούσε στους δρόμους.

μάζα

nombre femenino (física)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los alumnos aprendieron a medir la masa de los cuerpos celestes.
Οι μαθητές έμαθαν πως να μετρούν τη μάζα των ουράνιων αντικειμένων.

μεγάλη ποσότητα

nombre femenino

A Sarah no le gustaba ir de compras, así que compraba alimentos en masa.
Στην Σάρα δεν άρεσαν τα ψώνια και έτσι αγόραζε τρόφιμα σε μεγάλη ποσότητα.

μέγεθος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los alumnos apenas podían imaginar la masa de animales como el T-Rex.

μάζα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

Saca la masa del horno cuando se empiece a dorar.

πλήθος

(de gente)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La masa de fanáticos que había en el público era más escandalosa que la banda.

αρτοσκεύασμα

(επίσημο, συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
William y Helen comieron masas con el café.
Ο Ουίλλιαμ και η Χέλεν έτρωγαν σφολιατοειδή μαζί με τον καφέ τους.

κουρκούτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El chef preparó una masa dulce para hacer los dumplings.
Ο σεφ ετοίμασε ένα γλυκό κουρκούτι για να φτιάξει πιτάκια.

προζύμι

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Marilyn hizo la masa del pan y la dejó fermentar hasta el día siguiente.

μάζα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

όγκος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La gran masa de los votantes todavía no se decide.

πολτός, χυλός

(AmL)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sabes que la fruta se pasó de madura cuando dentro está hecha una plasta.

το ογκώδες

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

ορδή

(coloquial, gente) (συνήθως πληθ, συχνά αποδοκιμασίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La gran horda de gente fue entrando lentamente en el museo.
Το τεράστιο μπουλούκι ανθρώπων διέσχισε αργά το μουσείο.

μαζικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se realizaron protestas de masas en la capital.
Μαζικές διαμαρτυρίες πραγματοποιήθηκαν στην πρωτεύουσα.

εργαλείο ζυμώματος

(μαγειρική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ΔΜΣ

(sigla) (συντομογραφία)

κατασκευασμένος, παρασκευασμένος

(μαζικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las cortinas manufacturadas no vienen en los tamaños que necesito para mi casa.
Οι μαζικά κατασκευασμένες κουρτίνες είναι όλες σε ακατάλληλες διαστάσεις για το σπίτι μου.

γενοκτονία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las autoridades temen que las cosas resulten en un holocausto si no se toman medidas.

αποδεκατισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάλυψη με κουρκούτι, βούτηγμα σε κουρκούτι

(técnica culinaria)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El rebozado se realiza antes de freír el alimento.

ομαδικώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los manifestantes llegaron al centro en masa.

επ'αυτοφώρω

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La policía llegó y atrapó al ladrón in fraganti.

επ'αυτοφώρω

locución adverbial (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Agarré a mi perro con las manos en la masa, comiéndose el bife que había comprado para cenar.

επ' αυτοφόρω

locución adverbial (coloquial)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Agarraron al ladrón con las manos en la masa mientras se metía la mercancía en los bolsillos.

επ'αυτοφώρω

locución adverbial (coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La policía llegó y lo pilló con las manos en la masa cuando le robaba el bolso a la chica.

πιάνω επ' αυτοφόρω

ντάμπλινγκ, dumpling

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Andy le agregó algunas bolas de masa hervida a la sopa.
Ο Άντυ πρόσθεσε μερικά ντάμπλινγκ στη σούπα για να την κάνει πιο χορταστικό γεύμα.

μάζα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No pude identificar la masa amorfa verde que puso en mi plato.

προζύμι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hacer masa madre lleva tiempo, cuidado y un ambiente adecuado.

περιοχή, γη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
África es una gran masa continental.

τριφτή ζύμη

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ατομική μάζα

<div>πίτσα με χοντρή ζύμη</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>

μαζική δολοφονία

locución nominal masculina

ζύμη που έχεις ανοίξει με πλάστη

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Forre el fondo del molde con la masa estirada.

ζύμη που έχεις ανοίξει με πλάστη

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La masa estirada con palo de amasar es colocada sobre la preparación.

μάζα νερού

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estaba preparado para llevar su canoa a cualquier masa de agua que hubiera en un radio de cinco millas.

σφολιάτα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Usé masa de hojaldre para esta receta.

μαζική παραγωγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Henry Ford introdujo las técnicas de producción a gran escala en la industria del automóvil.

δείκτης μάζας σώματος

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Tengo un índice de masa corporal de 30, estoy ligeramente excedido de peso.

ζύμη για μπισκότα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cortó la masa para galletas en diferentes formas y las cocinó para la fiesta.

επιφάνεια εδάφους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La describió como una masa de tierra que se adentraba en el mar; así que supongo que se refería a una península.

μυϊκή μάζα

nombre femenino

Apenas si tenía masa muscular, tal era el grado de desnutrición.

φύλλο

(μεταφορικά: μαγειρική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Desenrolla una hoja de masa y ponlo en una bandeja para horno.

σημειακή μάζα

nombre femenino (φυσική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La sumatoria de todas las masas infinitesimales determina el resultado, lo calculamos mediante una integral.

κρίσιμη μάζα

locución nominal femenina

μάζα αέρος

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φύλλο κρούστας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προζύμι

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λουκανικόπιτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ακολουθώ τον συρμό

locución verbal (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Era verdaderamente única, siempre negándose a seguir a la masa.

πιάνω στα πράσα

locución verbal (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πιάνω στα πράσα, κάνω τσακωτό

locución verbal (figurado, haciendo algo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με προζύμι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El restaurante es famoso por sus rollos de masa madre.

σύννεφο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ατομική μάζα

(χημεία)

φύλλο κρούστας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Me cuesta preparar la masa de tarta, así que normalmente la compro ya hecha.

ξεχύνομαι, χύνομαι

locución verbal (βγαίνω έξω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La multitud salió en masa del edificio en llamas.
Το πλήθος βγήκε τρέχοντας από το φλεγόμενο κτίριο.

μαζεύομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La gente empezó a juntarse en masa para ver qué ocurría.
Ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται για να δει τι συνέβαινε.

κυκλοφορούν χρήμα

(economía)

μαζικής παραγωγής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψωμί με προζύμι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ο λαός

μετακίνηση μαζών

(γεωλογία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El clima ha causado en movimiento de masa.

παράγω μαζικά

La empresa automotriz va a producir en masa el nuevo auto eléctrico.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του masa στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του masa

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.