Τι σημαίνει το bolsa στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bolsa στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bolsa στο ισπανικά.

Η λέξη bolsa στο ισπανικά σημαίνει τσάντα, μάρσιπος, σακούλα, σακουλάκι, πακέτο, σακουλάκι, σακούλα, σακούλα, τσάντα, σάκος, βραβείο, έπαθλο, πορτοφόλι, πορτοφολάκι, ταχυδρομικός σάκος, θύλακας, σακίδιο, χρηματιστήριο, χρηματιστήριο, αγορά, μια σακούλα κτ, τσάντα, σακούλα, πακέτο, μεταφοράς, τσάντα, τσάντα, ασκός, θύλακος, σάκος, τσάντα, πουγκί, χρηματιστήριο, κομμάτια, υπνόσακος, νεσεσέρ, AMEX, Χρηματιστήριο Νέας Υόρκης, που έχει σακατευτεί, τσάντα, διαλυμένος, ταπί, στον άσο, πανί με πανί, εκτός χρηματιστηρίου, σκόνη και θρύψαλα, χρηματιστήριο, αερόσακος, τσάντα, σακούλα, τσάντα, σακούλα, μπαμπούλας, αμμόσακκος, πλαστικό σακουλάκι, ταχυδρομικός σάκος, σάκος διακομιδής πτωμάτων, σάκος του μποξ, αμνιακός σάκος, κομπρέσα με πάγο, σάκος για τα μπαστούνια του γκολφ, παγοκύστη, πλεχτή τσάντα, υπνόσακος, σλίπινγκ μπαγκ, χρηματιστήριο, τσάντα εργαλείων, σακούλα απορριμάτων, σκουπιδοσακούλα, πλαστική σακούλα, σακί, σακούλα μαγειρέματος, σακούλα μαγειρικής, νεσεσέρ, χρηματιστήριο, σακούλα σκουπιδιών, σάκος γυμναστηρίου, θερμοφόρα, τσάντα κολατσιού, μεσημεριανό σε πακέτο, περίπαρση, συσκευασία ενός λίτρου, shopping bag, νεσεσέρ, νεσεσέρ, τσάντα, σακούλα για ηλεκτρική σκούπα, τσάντα με κορδόνι, υπάλληλος που συσκευάζει τα ψώνια, χρηµατιστής, χρηματίστρια, φτιαράκι για τα κακά, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, νεσεσέρ, βάζω κπ στο ίδιο καζάνι, εισάγομαι στο χρηματιστήριο, ξεθεώνομαι, ξεπατώνομαι, αδιάθετος, μπογαλάκι, δισάκι, ταξιδιωτικός σάκος, σάκος με ρετάλια, αθλητικό σακίδιο, θερμοφόρα, σακούλα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bolsa

τσάντα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El cajero puso las compras en bolsas.
Ο ταμίας έβαλε τα ψώνια σε τσάντες.

μάρσιπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los canguros llevan a sus crías en sus bolsas.
Τα καγκουρώ κουβαλούν τα μικρά τους σε μάρσιπους.

σακούλα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ethan llenó bolsas con sus cosas y las metió en el baúl del auto.
Ο Ίθαν έχωσε τα πράγματά του σε σακούλες και τα φόρτωσε στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου.

σακουλάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ian abrió su bolsa de patatas.
Ο Ίαν άνοιξε το σακουλάκι με τα πατατάκια.

πακέτο, σακουλάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una bolsa de caramelos que pesa 545 g contiene unos 100 caramelos.
Ένα πακέτο (or: σακουλάκι) με καραμέλες που ζυγίζει 545 γρ. περιέχει περίπου 100 καραμέλες.

σακούλα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Me comí dos bolsas de papas fritas en el almuerzo.

σακούλα

nombre femenino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
George está muy cansado y tiene bolsas debajo de los ojos.

τσάντα

(γυναικεία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Abrió su bolso para sacar la billetera.
Άνοιξε την τσάντα της για να βγάλει το πορτοφόλι της.

σάκος

(en un cuerpo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Cuando el saco de la vaca está lleno, se le debe ordeñar.

βραβείο, έπαθλο

(boxeo: premio)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los boxeadores estaban peleando por una cartera de dos millones de dólares.

πορτοφόλι, πορτοφολάκι

(cartera) (χρήματα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vera metió el broche en un sobre que llevaba colgado de su hombro.

ταχυδρομικός σάκος

El cartero tiene las cartas en el morral.

θύλακας

nombre femenino (ιατρική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σακίδιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χρηματιστήριο

(informal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ahora trabaja en el gobierno pero hizo su fortuna en la bolsa.
Τώρα δουλεύει για την κυβέρνηση άλλα έκανε την περιουσία του στο χρηματιστήριο.

χρηματιστήριο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La bolsa estuvo activa hoy y muchas personas ganaron dinero.

αγορά

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La bolsa bajó dos puntos hoy.
Η αγορά σημείωσε πτώση 2% σήμερα.

μια σακούλα κτ

(contenido)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τσάντα, σακούλα

nombre femenino (para las sobras)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nos llevamos las sobras en una bolsa para comerlas al día siguiente.
Πήραμε σε μια σακούλα ό,τι περίσσεψε, για να το φάμε την επόμενη μέρα στο σπίτι.

πακέτο

nombre femenino (para las sobras)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το κρέας που δεν φάγαμε θα το πάρουμε πακέτο.

μεταφοράς

(para animales)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
El veterinario colocó al gato en un transportín de plástico.
Ο κτηνίατρος έβαλε τη γάτα μέσα σε ένα πλαστικό κλουβί μεταφοράς.

τσάντα

(γυναικεία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tiene una solución para todos los problemas en su enorme bolso.

τσάντα

(σε ζώο ή δίκυκλο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El ciclista llenó su alforja preparándose para una gira de tres días.

ασκός, θύλακος, σάκος

(ανατομία, βοτανολογία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El cirujano fue capaz de localizar el saco tumoral.

τσάντα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Siempre llevo un bolso en mi mochila por si acaso necesito ir de compras de camino a casa.

πουγκί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jude tenía la comida para el almuerzo en su saco.

χρηματιστήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mucha gente perdió dinero con la crisis del mercado bursátil en septiembre del 2008.
Πολλοί έχασαν χρήματα, μετά το κραχ του χρηματιστηρίου τον Σεπτέμβριο του 2008.

κομμάτια

(μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He tenido un día largo y estoy completamente exhausta.

υπνόσακος

(marineros, soldados)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

νεσεσέρ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

AMEX

(sigla)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Χρηματιστήριο Νέας Υόρκης

(sigla)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει σακατευτεί

(καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las piernas de Donny están arruinadas después de su accidente con la moto hace tres años.
Τα πόδια του Ντόνι σακατεύτηκαν από ένα τροχαίο με μοτοσυκλέτα πριν από τρία χρόνια.

τσάντα

(ciclismo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαλυμένος

locución adjetiva (AR, coloquial)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Mis llantas están hechas bolsa, voy a tener que conseguir unas nuevas.

ταπί, στον άσο, πανί με πανί

adjetivo (MX, coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Después de remodelar la casa a nuestro gusto, estábamos sin un centavo en la bolsa.

εκτός χρηματιστηρίου

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκόνη και θρύψαλα

(figurado, coloquial)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La explosión dejó el auto hecho papilla.

χρηματιστήριο

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La bolsa de valores cerrará el lunes por el feriado.
Το χρηματιστήριο είναι κλειστό τη Δευτέρα λόγω της αργίας.

αερόσακος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τσάντα, σακούλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσάντα, σακούλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La vieja anciana cargaba una bolsa de viaje llena de su mandado.

μπαμπούλας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αμμόσακκος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los aldeanos apilaron bolsas de arena para prepararse para la inundación.

πλαστικό σακουλάκι

(για τρόφιμα κλπ)

ταχυδρομικός σάκος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σάκος διακομιδής πτωμάτων

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La policía se llevó el cuerpo en una bolsa para transportar cadáveres.

σάκος του μποξ

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Rod estaba practicando sus movimientos con un saco de boxeo.

αμνιακός σάκος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Durante el parto la bolsa amniótica de la mujer se rompe y el líquido amniótico se drena.

κομπρέσα με πάγο

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando se colocó una bolsa de hielo en la frente, se le suavizó el dolor de cabeza.

σάκος για τα μπαστούνια του γκολφ

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Esperaba que usar la bolsa de golf de su padre le trajera suerte en el juego.

παγοκύστη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Después de la pelea se sentó con una bolsa de hielo en el ojo durante una hora.

πλεχτή τσάντα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las bolsas de redecilla son una alternativa conveniente antes que las bolsas de plástico o papel.

υπνόσακος, σλίπινγκ μπαγκ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Χωράμε και οι δύο σε έναν μεγάλο υπνόσακο.

χρηματιστήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Todos los banqueros tienen sus oficinas cerca de la Bolsa.
Όλοι οι τραπεζίτες είχαν τα γραφεία τους κοντά στο χρηματιστήριο.

τσάντα εργαλείων

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tengo la bolsa de herramientas en el coche.

σακούλα απορριμάτων

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los jardineros llenaron diez bolsas de basura con hojas muertas.

σκουπιδοσακούλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ponemos todo los residuos en la bolsa de la basura.
Βάζουμε όλα τα σκουπίδια σε μια σκουπιδοσακούλα.

πλαστική σακούλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las tiendas de la ciudad cobran por las bolsas de plástico.
Τα καταστήματα σ' αυτή την πόλη χρεώνουν για πλαστικές σακούλες.

σακί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σακούλα μαγειρέματος, σακούλα μαγειρικής

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La bolsa para cocinar al horno retuvo la grasa y el pavo salió perfecto.

νεσεσέρ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Prefiero la bolsa para cosméticos color rosa.

χρηματιστήριο

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cada país tiene su propia bolsa de valores y la más grande es la Bolsa de Valores de Nueva York.

σακούλα σκουπιδιών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Até la bolsa de basura y la llevé afuera.

σάκος γυμναστηρίου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
No me cabe todo el equipo en esa bolsa de deporte tan pequeña.

θερμοφόρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En invierno siempre me llevo a la cama una bolsa de agua caliente para poner debajo de las cobijas, a mis pies.

τσάντα κολατσιού

locución nominal femenina (τσάντα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεσημεριανό σε πακέτο

nombre femenino (από το σπίτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No te olvides la bolsa del almuerzo, está sobre la mesa de la cocina.

περίπαρση

locución nominal femenina (medicina) (ιατρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συσκευασία ενός λίτρου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

shopping bag

(μόδα, τσάντα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

νεσεσέρ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

νεσεσέρ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Le regalaron una bolsa de aseo de Pierre Cardain para Navidad.

τσάντα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σακούλα για ηλεκτρική σκούπα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τσάντα με κορδόνι

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπάλληλος που συσκευάζει τα ψώνια

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χρηµατιστής, χρηματίστρια

locución nominal con flexión de género

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

φτιαράκι για τα κακά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς

nombre propio femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νεσεσέρ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

βάζω κπ στο ίδιο καζάνι

locución verbal (με κπ: μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εισάγομαι στο χρηματιστήριο

locución verbal (για εταιρεία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεθεώνομαι, ξεπατώνομαι

(αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Me hice polvo comprando cosas todo el día!
Ξεθεώθηκα (or: Ξεπατώθηκα) ψωνίζοντας όλη μέρα.

αδιάθετος

(ES, coloquial) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hoy no he ido a trabajar porque estoy un poco hecho puré.
Δεν πήγα στη δουλειά σήμερα γιατί είμαι αδιάθετος.

μπογαλάκι, δισάκι

(ES)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lo único que llevaba el viajero era un pequeño saco de dormir y un libro.
Τα μόνα που είχε μαζί του ο ταξιδιώτης ήταν ένα μικρό μπογαλάκι και ένα βιβλίο.

ταξιδιωτικός σάκος

σάκος με ρετάλια

(de tela)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αθλητικό σακίδιο

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θερμοφόρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando era pequeña y me dolía el oído, mi madre me hacía recostarme sobre una bolsa de agua caliente.
Όταν ήμουνα μικρός και πόναγε το αυτί μου η μητέρα μου με έβαζε να ξαπλώσω με το αυτί μου πάνω σε μια θερμοφόρα.

σακούλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bolsa στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του bolsa

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.