Τι σημαίνει το más στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης más στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του más στο ισπανικά.

Η λέξη más στο ισπανικά σημαίνει περισσότερος, άλλος, συν, πιο, περισσότερο, περισσότερο, κι άλλοι, πιο πολλοί, συν, συν, περισσότερα, περισσότεροι, άλλος, πλέον, προς τα πάνω, περισσότερο από όλους, πιο πολύ από όλους, περισσότερο, -, απόλυτα, πιο πιθανό, λίγο πάνω, λίγο κάτω, άλλος, άλλος, άλλος, επιπρόσθετος, και, συν, συν, εκτός από, φίνος, πάνω από, περισσότεροι, απλά, απλώς, ο λιγότερος, μεγαλύτερος, τελευταίος, προτιμητέος, προτιμότερος, μεγαλύτερος, ο ελάχιστος, απόκοσμος, υπερφυσικός, μικρότερος, μικρός, κατώτατος, που έχει τελειώσει, ακατανόητος, βαριεστημένος μέχρι θανάτου, ασύγκριτος, ο υψηλότερος, περίπου, το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο, μετά, έπειτα, κυρίως, οπωσδήποτε, κράτει, μετά θάνατον ζωή, αντίο, υπερπληρωμή, άλλο ένα, ακόμα ένα, τα καταφέρνω, γίνομαι πιο, δεν τα κάνω αυτά, πλησιάζω, περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνω, ψηλώνω, ξεπερνώ στο τρέξιμο, κάνω κτ πιο εύκολο, κάνω κτ ευκολότερο, αποκτώ ορμή, αναβάλλω, μεγαλύτερος, κατώτερος, αρκετός, επαρκής, πιο απομακρυσμένος, πλέον απομακρυσμένος, αργότερα, νωρίτερα, συντομότερα, θερμότεροι χαιρετισμοί, περίπου, ακόμα ένας, δυναμώνω, κάνω κτ πιο αυστηρό, ξεπερνάω, ξεπερνώ, κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον, ξεπερνώ τα όρια, μέγιστος, που τυχόν θα χρειαστεί, γηραιότερος, μεγαλύτερος, ανώτερος, υψηλότερος, νεότερος, μικρότερος, πλησιάζω, όντως, πράγματι, μεγαλύτερος, μέγιστος, πιο μεγάλος, σκουραίνω, προτιμάω, προτιμώ, μεγεθύνω, μεγαλώνω, χαμηλότερος, επόμενος, χαμηλότερα, αν και, τελευταίος, περίπου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης más

περισσότερος

adverbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta tienda ofrece más variedad que aquélla.
Αυτό το μαγαζί έχει περισσότερες επιλογές από εκείνο.

άλλος

adverbio

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
¿Quieres más leche?
Θέλεις άλλο γάλα;

συν

adverbio

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Dos más dos es cuatro.
Δύο συν δύο ίσον τέσσερα.

πιο

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tendríamos que haber elegido una ruta más pintoresca.
Έπρεπε να είχαμε ακολουθήσει μια πιο γραφική διαδρομή.

περισσότερο

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ahora duermo más que antes.
Κοιμάμαι περισσότερο (or: πιο πολύ) από όσο συνήθιζα.

περισσότερο

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Corrió más de lo que nunca antes había corrido.
Έτρεξε περισσότερο (or: πιο μακριά) από ποτέ.

κι άλλοι, πιο πολλοί

adverbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Llegó más gente durante la fiesta.
Όσο το πάρτι συνεχιζόταν, έρχονταν κι άλλοι (or: περισσότεροι).

συν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nina sacó un A más en su monografía.

συν

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La casa tiene muchos armarios, más espacio de reserva en el desván.

περισσότερα

adverbio

Esperaba más de ti.
Περίμενα περισσότερα από εσένα.

περισσότεροι

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cada vez más madres eligen el parto natural.
Περισσότερες (or: Πιο πολλές) μητέρες επιλέγουν τη φυσική γέννα.

άλλος

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Tenemos mucha comida. ¿Quieres un poco más?
Έχουμε πολύ φαΐ. Θέλεις άλλο;

πλέον

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No podemos seguir más gastando así.
Δεν μπορούμε πλέον να συνεχίσουμε να ξοδεύουμε με αυτόν τον τρόπο.

προς τα πάνω

adverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La traductora subió más el presupuesto cuando el cliente solicitó tareas adicionales.

περισσότερο από όλους, πιο πολύ από όλους

adverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Él es el que me gusta más.
Αυτός μου αρέσει καλύτερα (or: πιο καλά) από όλους.

περισσότερο

(από άλλους)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Al profesor le gusta más él.
Η δασκάλα τον συμπαθεί περισσότερο (or: πιο πολύ) από όλους.

-

adverbio (brillo) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ponle más brillo a la pantalla.
Βεβαιώσου ότι η αντίθεση της οθόνης σου είναι υψηλή.

απόλυτα

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Era la persona más adecuada para el trabajo.
Ήταν το καλυτερότερο άτομο για τη δουλειά.

πιο πιθανό

adverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Dice que en la mayoría de las personas se encuentran más cosas buenas que malas.

λίγο πάνω, λίγο κάτω

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He estado viviendo fuera de casa tres meses, días más, días menos.
Λείπω από το σπίτι μου εδώ και τρεις μήνες, πάνω κάτω.

άλλος

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
¿Cuántas son las otras personas que van a venir?
Πόσοι ακόμα θα έρθουν;

άλλος

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Me llevo las manzana, pero ¿qué otra cosa tienen?
Θα πάρω τα μήλα, αλλά τι άλλο έχεις;

άλλος

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Sólo tengo que hacer otra cosa.
Έχω ακόμα ένα πράγμα να κάνω.

επιπρόσθετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Necesitaremos contratar personal extra para terminar este proyecto. Una ventaja extra de este nuevo horno es que se limpia solo.
Θα χρειαστεί να προσλάβουμε και άλλο προσωπικό για να τελειώσουμε αυτό το πρότζεκτ.

και, συν

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Dos y dos son cuatro.
Δύο και (or: συν) δύο ίσον τέσσερα.

συν

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Usas el signo más para indicar que dos números deben sumarse.
Το συν χρησιμοποιείται για να δείξει πως δυο αριθμοί πρέπει να προσθεθούν.

εκτός από

No pudieron hacer nada más que quedarse parados viendo. Ese chico no es nada más que problemas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έφαγε όλα τα μπισκότα παρά ένα.

φίνος

(coloquial) (αργκό, παλαιό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Es tan maravilloso, es lo máximo!
Είναι απίθανος, απλά δεν υπάρχει.

πάνω από

En el Reino Unido debes tener más de dieciocho para comprar alcohol.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, πρέπει να είσαι πάνω από δεκαοκτώ για να αγοράσεις αλκοόλ. Η συμμετοχή στις εκλογές αναμένεται να είναι πάνω από 80% για αυτές τις εκλογές.

περισσότεροι

locución adverbial

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Cien votaron por él, pero más aún votaron en contra.
Εκατό ψήφισαν υπέρ του, αλλά περισσότεροι (or: πιο πολλοί) εναντίον του.

απλά, απλώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No es más que una niña.

ο λιγότερος

De los tres hermanos, Tony gasta la menor cantidad de dinero en ropa.

μεγαλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La hermana mayor de Fiona es abogada.
Η μεγαλύτερη αδερφή της Φιόνα είναι δικηγόρος.

τελευταίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Karen siempre estaba al día de la última moda.
Η Κάρεν πάντα γνώριζε τις τελευταίες τάσεις της μόδας.

προτιμητέος, προτιμότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Una habitación con vista al mar sería preferible, si le queda alguna.
Ένα δωμάτιο με θεά στη θάλασσα θα ήταν προτιμότερο, αν έχετε.

μεγαλύτερος

(αριθμός, ποσότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ingrese su salario o $20,000, lo que sea mayor.
Συμπληρώστε το εισόδημά σας ή $20.000, οποιοδήποτε ποσό είναι μεγαλύτερο.

ο ελάχιστος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Algunos insectos son tan pequeños que se vuelan ante la menor brisa.
Μερικά έντομα είναι τόσο μικρά που παρασύρονται από το ελάχιστο αεράκι.

απόκοσμος, υπερφυσικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μικρότερος, μικρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El doctor tiene que ignorar las lesiones menores porque había mucha gente herida.
Ο γιατρός πρέπει να αγνοήσει τα μικρότερα τραύματα γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι είχαν χτυπήσει.

κατώτατος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει τελειώσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακατανόητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La teoría cuántica era incomprensible para Simón.
Η κβαντική θεωρία ήταν ακατανόητη για τον Σάιμον. Αδυνατώ να καταλάβω τι του βρίσκει!

βαριεστημένος μέχρι θανάτου

(coloquial) (μεταφορικά)

El documental de pesca era aburridísimo y no podía esperar a que terminara.

ασύγκριτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La dulzura de su voz es incomparable.

ο υψηλότερος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περίπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nuestro departamento ha alcanzado aproximadamente un millón en ventas.
Το γραφείο μας έχει περίπου ένα εκατομμύριο σε πωλήσεις.

το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο

(acrónimo, voz inglesa)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Por favor, envía tu respuesta ASAP a la dirección siguiente.

μετά, έπειτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Comamos y después vayamos al cine.
Ας φάμε και μετά πάμε σινεμά.

κυρίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si visitas el sur, comerás frituras principalmente.
Όταν επισκεφτείς τον Νότο, θα τρως κυρίως τηγανητά φαγητά.

οπωσδήποτε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κράτει

(marítimo)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

μετά θάνατον ζωή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπερπληρωμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άλλο ένα, ακόμα ένα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los panecillos me parecieron deliciosos, así que me comí otro.

τα καταφέρνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En Hollywood, una nominación al Oscar significa que has triunfado.
Στο Χόλυγουντ, μια υποψηφιότητα για Όσκαρ είναι ένδειξη ότι τα έχεις καταφέρει.

γίνομαι πιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En la pubertad, crecerá.
Στην εφηβεία θα γίνει πιο ψηλή.

δεν τα κάνω αυτά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Una vergüenza! ¡A tu edad ya lo deberías saber!

πλησιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψηλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Van a elevar la pared medio metro.

ξεπερνώ στο τρέξιμο

(competencia)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un perro siempre aventajará a un gato.

κάνω κτ πιο εύκολο, κάνω κτ ευκολότερο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποκτώ ορμή

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
La bicicleta aceleraba a medida que bajaba por la colina.

αναβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Decidió postergar la decisión de invertir hasta después de las elecciones presidenciales.

μεγαλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El mapa sugería que Seattle era mayor que Cleveland.
Σύμφωνα με τον χάρτη, η επιφάνεια του Σιάτλ είναι μεγαλύτερη από του Κλήβελαντ.

κατώτερος

(σε ποιότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estas nueces son inferiores a las que comimos la última vez.
Αυτά τα καρύδια είναι πολύ κατώτερα από τα τελευταία που είχαμε πάρει.

αρκετός, επαρκής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tenemos comida suficiente, incluso si vienen invitados.
Έχουμε επαρκή φαγώσιμα, ακόμα κι αν έρθουν καλεσμένοι.

πιο απομακρυσμένος, πλέον απομακρυσμένος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
El telescopio podía ver los límites remotos de la galaxia.

αργότερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Σταμάτα να με πρήζεις για τον φράχτη. Θα τον φτιάξω αργότερα.

νωρίτερα, συντομότερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Llegaremos antes si salimos ahora y evitamos el tráfico.
Θα φτάσουμε νωρίτερα αν φύγουμε τώρα και αποφύγουμε την κίνηση.

θερμότεροι χαιρετισμοί

Dale mis recuerdos a tu familia cuando los veas.

περίπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Anoche escuché un estrépito como a las diez.
Άκουσα έναν κρότο γύρω στις δέκα χθες το βράδυ.

ακόμα ένας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¿Me puedo servir otro?

δυναμώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El pegamento se endurece cuando se seca.
Η κόλλα αποκτά αντοχή καθώς στεγνώνει.

κάνω κτ πιο αυστηρό

(reglas)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las aerolíneas están reforzando las medidas de seguridad debido a la creciente amenaza terrorista.
Οι αεροπορικές εταιρείες αυξάνουν τα μέτρα προστασίας λόγω της αυξημένης τρομοκρατικής απειλής.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον

(subasta) (σε δημοπρασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η κυρία που πλειοδότησε έναντι των υπόλοιπων συμμετεχόντων της δημοπρασίας απέκτησε τελικά ένα πολύτιμο κόσμημα.

ξεπερνώ τα όρια

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La preocupación por este tema trasciende las divisiones políticas tradicionales.

μέγιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Erin retiró el importe máximo del cajero automático.

που τυχόν θα χρειαστεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Algunas sillas ocasionales se guardan en este armario.
Καρέκλες που τυχόν θα χρειαστούν υπάρχουν σε αυτό το καμαράκι.

γηραιότερος

(επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La comunidad provee de alimento a los adultos veteranos.
Η κοινότητα φροντίζει τους ηλικιωμένους ενήλικες.

μεγαλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nuestra mayor preocupación es que se nos acabe el dinero.
Η μεγαλύτερή μας ανησυχία είναι ότι θα τελειώσουν τα χρήματα.

ανώτερος, υψηλότερος

(propósito, etc.) (μεταφορικά: ιδέα, σκοπός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sintió que Dios lo llamaba para un propósito superior.
Ένιωθε πως ο Θεός τον καλούσε για έναν ανώτερο σκοπό.

νεότερος, μικρότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi hermano menor se mudó a Australia.
Ο μικρότερος αδελφός μου μετακόμισε στην Αυστραλία.

πλησιάζω

(figurado, adivinar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eso último que has dicho está caliente.

όντως, πράγματι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Era grande, no, gigante.

μεγαλύτερος, μέγιστος, πιο μεγάλος

(superlativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tenemos varios parques grandes, pero este es el mayor.
Έχουμε τρία δωμάτια ελεύθερα· θα σας κρατήσω το μεγαλύτερο (or: πιο μεγάλο). Έχουμε αρκετά μεγάλα πάρκα και αυτό είναι το μεγαλύτερο (or: πιο μεγάλο).

σκουραίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El rojo de las bayas se oscurecía a medida que maduraban.

προτιμάω, προτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Keith usa traje seis días por semana, así que el domingo prefiere usar vaqueros y camiseta.

μεγεθύνω, μεγαλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al continuar, solamente estás magnificando el problema.

χαμηλότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los zapatos están en un estante inferior.
Τα παπούτσια είναι σε χαμηλότερο (or: σε πιο χαμηλό) ράφι.

επόμενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vaya hacia la siguiente ventanilla abierta.
Προχωρήστε στο κοντινότερο ανοιχτό παράθυρο.

χαμηλότερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ese pez está en una clase inferior en la cadena alimenticia.
Το ψάρι βρίσκεται χαμηλότερα από άλλα είδη στην τροφική αλυσίδα.

αν και

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aunque estaba cansado seguí trabajando hasta que salió el sol.
Αν και ήμουν κουρασμένος, συνέχισα να δουλεύω μέχρι την αναταολή του ήλιου.

τελευταίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cuando se inventó el teléfono, se alcanzó la cima de la tecnología.
Όταν πρωτοεφευρέθηκε το τηλέφωνο ήταν η αιχμή της τεχνολογίας.

περίπου

(coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Es como de unos seis pies de alto.
Είναι ψηλός, γύρω στο ένα κι ογδόντα.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του más στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του más

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.