Τι σημαίνει το mask στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mask στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mask στο Αγγλικά.

Η λέξη mask στο Αγγλικά σημαίνει μάσκα, μάσκα, κρύβω, μάσκα, μάσκα, μάσκα, προσωπείο, μάσκα, μάσκα, γιορτή μασκαρεμένων, γιορτή μεταμφιεσμένων, μουσούδα, βάζω μάσκα, κατά της μάσκας, νεκρική μάσκα, προστατευτική μάσκα, μάσκα, προστατευτική μάσκα, μάσκα προσώπου, αντιασφυξιογόνος μάσκα, κριτικάρω κπ γιατί δεν φοράει μάσκα, κριτική γιατί κπ δεν φοράει μάσκα, μάσκα οξυγόνου, μάσκα σκι, μπαλακλάβα, μάσκα ύπνου, χειρουργική μάσκα, φοράω μάσκα, φοράω μάσκα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mask

μάσκα

noun (face: hide identity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Erin wore a mask so no one would recognize her.
Η Έριν φορούσε μάσκα και έτσι κανείς δεν την αναγνώριζε.

μάσκα

noun (face: decorative)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Richard wore a mask to the costume party.
Ο Ρίτσαρντ φορούσε μάσκα στο πάρτυ μασκέ.

κρύβω

transitive verb (hide, conceal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The tiger's camouflage masked it in the jungle.
Το καμουφλάζ της τίγρης την έκρυβε μέσα στη ζούγκλα.

μάσκα

noun (face: sports, with helmet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The hockey player took off his mask.

μάσκα

noun (scuba) (κατάδυσης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The diver's mask didn't seal properly, so he kept getting water in his eyes.

μάσκα

noun (manufacturing stencil)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Masks are used as stencils in photolithography.

προσωπείο

noun (sculpted face)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mask on the sarcophagus showed that the dead person was probably a king.

μάσκα

noun (surgical mask)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A lot of people in China wear masks to protect them from disease and pollution.

μάσκα

noun (gas mask)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The soldiers couldn't go into the cloud of gas without masks, so they had to wait.

γιορτή μασκαρεμένων, γιορτή μεταμφιεσμένων

noun (masquerade)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The family attended a 16th century mask.

μουσούδα

noun (animal face)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cat had a black and white mask.

βάζω μάσκα

phrasal verb, intransitive (wear a hygienic face covering)

κατά της μάσκας

adjective (refusing to wear hygienic face covering)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νεκρική μάσκα

(cast of dead person's face)

προστατευτική μάσκα

noun (sports: protective equipment)

μάσκα

noun (hygienic face covering)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προστατευτική μάσκα

noun (face shield)

μάσκα προσώπου

noun (facial skin cleansing substance)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αντιασφυξιογόνος μάσκα

noun (protective respirator)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Use a gas mask so you don't breathe in the deadly fumes.

κριτικάρω κπ γιατί δεν φοράει μάσκα

transitive verb (criticize [sb] not wearing face mask)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κριτική γιατί κπ δεν φοράει μάσκα

noun (criticism of [sb] not wearing face mask)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μάσκα οξυγόνου

noun (facial mask that delivers oxygen)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Wear this oxygen mask till the pressure returns to normal.
Φόρεσε αυτή τη μάσκα οξυγόνου μέχρι να επανέλθει η πίεση στο φυσιολογικό.

μάσκα σκι, μπαλακλάβα

noun (headgear: balaclava)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I wear a ski mask when I'm on the slopes.

μάσκα ύπνου

noun (eye covering)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χειρουργική μάσκα

noun (medicine: hygienic face covering)

φοράω μάσκα

verbal expression (have on a facial disguise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Every Halloween he would wear a mask of a different famous person.

φοράω μάσκα

verbal expression (figurative (disguise real feelings) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The senator always wore a mask in public, disguising his trouble at home.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mask στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.