Τι σημαίνει το cover στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cover στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cover στο Αγγλικά.

Η λέξη cover στο Αγγλικά σημαίνει σκεπάζω, καλύπτω, σκεπάζω κτ με κτ, καλύπτω κτ με κτ, καλύπτω, καλύπτω, περιλαμβάνω, καλύπτω, καλύπτω, αντικαθιστώ, περιλούζω, λούζω, γεμίζω, στολίζω, κάλυμμα, σκέπασμα, κάλυμμα, πλαστή ταυτότητα, καταφύγιο, πρόσχημα, καταφύγιο, κάλυψη, χρήματα, κάλυψη, ασφάλεια, διασκευή, είσοδος, προστασία, κάλυψη, σκεπάσματα, αντικαθιστώ, καλύπτω, αναλαμβάνω, καλύπτω, διασχίζω, καλύπτω, καλύπτω, διασκευάζω, καλύπτω, καλύπτω, σκεπάζω, καλύπτω, συγκαλύπτω, κρύβω, συγκαλύπτω, καλύπτω, καλύπτομαι, οπισθόφυλλο, εξώφυλλο βιβλίου, εξώφυλλο, κάλυμμα, στέγαστρο, σύννεφα, καλύπτω παν ενδεχόμενο, κουβέρ, το κορίτσι του εξωφύλλου, συνοδευτική επιστολή, προκαταρκτική βεβαίωση ασφαλιστικής κάλυψης, εξώφυλλο, συνοδευτική σελίδα, κεντρικό θέμα, διασκευή, συγκάλυψη, ρούχο που φοριέται πάνω κάτι άλλο, συνήθως πάνω από μαγιό, που κρύβει, μαξιλαροθήκη, τα φαινόμενα απατούν, ντύμα βιβλίου, κάλυμμα επίπλων, γραμματόσημο που σφραγίζεται πάνω σε φάκελο την πρώτη μέρα έκδοσής του, δασοκάλυψη, απ'την αρχή ως το τέλος, φυτοκάλυψη, εσωτερικό εξώφυλλου, κάλυμμα φακού κάμερας, εξώφυλλο περιοδικού, βραγχιακό επίπτυγμα, βραγχιακό επικάλυμμα, μαξιλαροθήκη, ξανακαλύπτω, χιόνι, κάλυμμα καναπέ, τραπεζομάντιλο, βρίσκω καταφύγιο, κάλυμμα λάστιχου αυτοκινήτου, υπό την κάλυψη, στο σκοτάδι, μυστικός, μυστικός, μυστικά, κρυφά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cover

σκεπάζω, καλύπτω

transitive verb (hide, protect [sth], [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cover your body so you don't feel the cold air.
Σκέπασε το σώμα σου για να μη σε χτυπάει ο κρύος αέρας.

σκεπάζω κτ με κτ, καλύπτω κτ με κτ

(conceal, protect [sth], [sb])

When we painted the ceiling we covered the furniture with old sheets.
Όταν βάψαμε το ταβάνι καλύψαμε τα έπιπλα με παλιά σεντόνια.

καλύπτω

transitive verb (extend over [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The tablecloth covered the entire table.
Το τραπεζομάντιλο κάλυψε (or: σκέπασε) ολόκληρο το τραπέζι.

καλύπτω, περιλαμβάνω

transitive verb (figurative (include [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Does the cost of this ticket cover government fees, too?
Η τιμή αυτού του εισιτηρίου καλύπτει (or: περιλαμβάνει) και τις κρατικές εισφορές;

καλύπτω

transitive verb (figurative (pay for [sth] entirely)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Does twenty dollars cover all the expenses?
Φτάνουν είκοσι δολάρια για όλα τα έξοδα;

καλύπτω, αντικαθιστώ

phrasal verb, transitive, inseparable (stand in for [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you cover for me at work on Saturday night? I want to stay in.
Μπορείς να κάτσεις στο πόδι μου το Σάββατο το βράδυ; Θέλω να κάτσω σπίτι.

περιλούζω, λούζω, γεμίζω, στολίζω

(figurative (lavish with praise, etc.) (με έπαινο κλπ., μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Critics covered the writer with praise after the publication of his first novel.
Οι κριτικοί γέμισαν τον συγγραφέα με επαίνους, μετά την έκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος.

κάλυμμα, σκέπασμα

noun (lid, cloth, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They put a cover over the piano to protect it.
Έβαλαν ένα κάλυμμα (or: σκέπασμα) πάνω στο πιάνο για προστασία.

κάλυμμα

noun (book: outer part) (βιβλίου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The book's cover protects the binding from dust.
Το κάλυμμα (or: ντύμα) του βιβλίου προστατεύει το περίβλημά του από τη σκόνη.

πλαστή ταυτότητα

noun (false identity)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The CIA agent travelled under cover.

καταφύγιο

noun (hiding place)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He took cover in the forest.
Βρήκε καταφύγιο στο δάσος.

πρόσχημα

noun (figurative (pretext)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The question was really just a cover for his desire to talk with her.

καταφύγιο

noun (usu. figurative (protection)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The soldier fell to his stomach, hoping to find cover from the bullets.

κάλυψη

noun (ground)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
These short plants provide good ground cover.

χρήματα

noun (money)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Do you have enough cover to pay for the meal?

κάλυψη, ασφάλεια

noun (insurance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This plan provides you with cover in case of hurricanes.
Αυτό το πρόγραμμα σας παρέχει κάλυψη (or: ασφάλεια) σε περίπτωση τυφώνα.

διασκευή

noun (version of a song)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This is a cover of a Bob Dylan song.

είσοδος

noun (US (entrance fee) (μεταφορικά: κόστος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a cover of ten dollars to enter the club.

προστασία, κάλυψη

noun (shelter)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's pouring down. We need to find somewhere under cover until it stops.

σκεπάσματα

plural noun (bed sheets) (γενικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He got under the covers and went to sleep.

αντικαθιστώ

intransitive verb (stand in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you cover temporarily, I'll get the other equipment.
Αν μείνεις για λίγο στο πόδι μου, θα φέρω τον υπόλοιπο εξοπλισμό.

καλύπτω

transitive verb (spread over)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The oil soon covered the entire lake.

αναλαμβάνω

transitive verb (deal with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you cover these tasks for me?

καλύπτω

transitive verb (insurance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This insurance policy covers car accidents.

διασχίζω

transitive verb (travel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We covered all of South America on the last trip.

καλύπτω

transitive verb (journalist: report)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She covered the White House for the newspaper for two years.

καλύπτω

transitive verb (protect with a gun)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cover me while I run to the next bunker.
Φύλαγε τα νώτα μου μέχρι να τρέξω στο επόμενο καταφύγιο.

διασκευάζω

transitive verb (perform version of a song)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The band covered an old Dylan classic in their concert.

καλύπτω

transitive verb (US (sports: guard)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He did an excellent job covering their star player and they won the game.

καλύπτω

transitive verb (gambling)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Do you have enough money to cover the bet?

σκεπάζω, καλύπτω

phrasal verb, transitive, separable (put a covering over)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please cover up the leftover food so we can eat it later. She tried to cover up her bruise with make-up.
Σκέπασε, σε παρακαλώ, το φαγητό που περίσσεψε για να το φάμε αργότερα. Προσπάθησε να καλύψει τη μελανιά της με μέικ απ.

συγκαλύπτω

phrasal verb, intransitive (figurative (hide the truth)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Although Sheila refused to help Gary commit the robbery, she did help him cover up afterwards.
Αν και η Σίλα αρνήθηκε να βοηθήσει τον Γκάρυ να διαπράξει ληστεία, τον βοήθησε ωστόσο στη συνέχεια να κουκουλώσει το γεγονός.

κρύβω, συγκαλύπτω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (truth: hide) (την αλήθεια, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The candidate tried to cover up his affair with a woman.
Ο υποψήφιος προσπάθησε να κρύψει τη σχέση του με μια γυναίκα.

καλύπτω

(hide [sb]'s guilt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Her co-workers tried to cover up for her many mistakes.
Οι συνάδελφοί της προσπάθησαν να καλύψουν τα πολλά λάθη της.

καλύπτομαι

phrasal verb, intransitive (wear full clothing)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Visitors must cover up if they want to enter the church.
Οι επισκέπτες πρέπει να καλύψουν τους ώμους και τα πόδια τους, αν επιθυμούν να μπουν στην εκκλησία.

οπισθόφυλλο

noun (book: rear outer part)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The back cover had a brief description of the story.

εξώφυλλο βιβλίου

noun (outer binding)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
There are few bookbinders who can repair the gilt lettering on leather book covers.

εξώφυλλο

noun (design on front, back) (το σχέδιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάλυμμα

noun (protective jacket) (εξωτερικό βιβλίου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στέγαστρο

noun (awning or overhanging roof)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σύννεφα

noun (overcast sky)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The cloud cover was so thick that drivers turned their headlights on.

καλύπτω παν ενδεχόμενο

verbal expression (figurative (take full precautions)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We have researched it thoroughly and we believe that we have covered all the bases.

κουβέρ

noun (restaurant: added fee)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In European restaurants you often find a cover charge for bread and butter.
Στα ευρωπαϊκά εστιατόρια, συχνά υπάρχει κουβέρ για το ψωμί και το βούτυρο.

το κορίτσι του εξωφύλλου

(woman on magazine cover)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συνοδευτική επιστολή

noun (job application)

To apply for the position, please send your resume and a cover letter.
Για να κάνετε αίτηση για τη θέση, παρακαλώ αποστείλετε το βιογραφικό σας και μια συνοδευτική επιστολή.

προκαταρκτική βεβαίωση ασφαλιστικής κάλυψης

noun (UK (type of insurance certificate) (μέχρι να εκδοθεί το ασφαλιστήριο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εξώφυλλο

noun (typescript: title page)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Joanne forgot to write her name on the cover page of her history paper.

συνοδευτική σελίδα

noun (top page of a document)

The faxed document was five pages plus a cover sheet.

κεντρικό θέμα

noun (magazine: story on front page)

διασκευή

(music)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συγκάλυψη

noun (figurative, informal (attempt to hide [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Taylor criticized the government report for being a cover-up.

ρούχο που φοριέται πάνω κάτι άλλο, συνήθως πάνω από μαγιό

noun (clothing: loose outer garment)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Women must wear a cover-up over their swimsuits.

που κρύβει

noun as adjective (that conceals) (ανάλογα με την περίπτωση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαξιλαροθήκη

noun (fabric protecting a cushion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τα φαινόμενα απατούν

interjection (proverb (appearances can be deceptive)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She definitely looks trustworthy, but don't judge a book by its cover.

ντύμα βιβλίου

noun (book jacket)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάλυμμα επίπλων

noun (furniture covering)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What an odd family they were! - they kept dust covers on all their furniture.
Τι περίεργη οικογένεια! Είχαν καλύμματα πάνω σε όλα τα έπιπλά τους.

γραμματόσημο που σφραγίζεται πάνω σε φάκελο την πρώτη μέρα έκδοσής του

noun (postage stamp franked on day of issue)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δασοκάλυψη

noun (total area of wooded land)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a direct relation between disappearance of forest cover and extinction of species of animals.

απ'την αρχή ως το τέλος

adverb (book: all the way through)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I read it from cover to cover in one sitting.

φυτοκάλυψη

noun (low plants)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εσωτερικό εξώφυλλου

noun (reverse side of book or magazine cover)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The price of the book is marked on the inside front cover.

κάλυμμα φακού κάμερας

noun (protective cap for a camera lens)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He couldn't take the photo properly because the lens cover was still on.

εξώφυλλο περιοδικού

noun (front page of a glossy periodical)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βραγχιακό επίπτυγμα, βραγχιακό επικάλυμμα

noun (fish: covers gill)

μαξιλαροθήκη

noun (pillowcase)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξανακαλύπτω

transitive verb (put a new cover on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need to re-cover the sofa, as the stains won't come out.

χιόνι

noun (accumulated snow)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The snow cover's melting fast: there's only a couple of inches left.

κάλυμμα καναπέ

noun (upholstery for couch)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As the dogs were always dirtying the sofa, I bought two sets of removable sofa covers.

τραπεζομάντιλο

noun (protective cloth for a table)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βρίσκω καταφύγιο

verbal expression (seek shelter)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It was raining so hard we had to take cover in a shop doorway.

κάλυμμα λάστιχου αυτοκινήτου

noun (covering for a tire)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπό την κάλυψη

expression (concealed)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Under cover of legitimate businesses, the Mob continued its illegal activities.

στο σκοτάδι

expression (by night)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The burglar entered by the window under cover of darkness.

μυστικός

adjective (agent, policeman: spying)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
An undercover agent agreed to sell him narcotics.
Ένας μυστικός πράκτορας συμφώνησε να του πουλήσει ναρκωτικά.

μυστικός

adjective (operation: secret, clandestine)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The undercover operation was aimed at infiltrating terrorists.
Στόχος της μυστικής επιχείρησης ήταν η διείσδυση σε ομάδες τρομοκρατών.

μυστικά, κρυφά

adverb (operation: in secret)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Police went undercover to learn how the bribery scheme worked.
Η αστυνομία κινήθηκε μυστικά προκειμένου να ανακαλύψει πώς ήταν οργανωμένο το σύστημα δωροδοκίας.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cover στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cover

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.