Τι σημαίνει το massa στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης massa στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του massa στο πορτογαλικά.

Η λέξη massa στο πορτογαλικά σημαίνει ζύμη, ζύμη, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πλήθος, μάζα, αρτοσκεύασμα, υλικό πλήρωσης, κόσμος, κουρκούτι, μάζα, μάζα, ταινία, μέγεθος, πολλοί, πολτός, όγκος, τέλεια, το βάρος, νουντλς, ξεκινάω, αρχίζω, δημοφιλής, διαχειριστής, διαχειρίστρια, γειώνω, ομαδικώς, ντάμπλινγκ, dumpling, στόκος, πλαστελίνη, μαζική αποθήκευση, ζύμη αμυγδάλου, ατομική μάζα, κουπ-πατ, <div>πίτσα με χοντρή ζύμη</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, μαζική επίθεση, μαζική επικοινωνία, μαζική καταστροφή, μαζική εξόντωση, μαζική εξολόθρευση, μαζική εξάλειψη, μαζική δολοφονία, μαζική αυτοκτονία, ομαδική αυτοκτονία, μαζική καταστροφή, πηλός, ζύμη που έχεις ανοίξει με πλάστη, ζύμη που έχεις ανοίξει με πλάστη, πλάστης, πολτός ντομάτας, τοματοπολτός, σφολιάτα, μαζική παραγωγή, πολλαπλή αποστολή, ζύμη για μπισκότα, κρούστα πίτας, ευρύ καταναλωτικό κοινό, λαχάρ, φαιά ουσία, γλύκισμα με τριφτή ζύμη, ντοματοπελτές, τοματοπελτές, όπλα μαζικής καταστροφής, όπλα μαζικής καταστροφής, μαζικής παραγωγής, σε πλήρη σύνθεση, αλοιφή αμυγδάλου, ατομική μάζα, πηλός, φύλλο κρούστας, συνηθισμένος, συμβατικός, κοινός, κάνω κάτι καλά, βγαίνω από κτ, κάνω κάποιον τσακωτό, πιάνω κάποιον στα πράσα, προς μαζική παραγωγή, μαζικός, σφολιάτα, μαζικής παραγωγής, κομμάτι πάγου, ψωμί με προζύμι, μάζα, παράγω μαζικά, πλάθω με νερό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης massa

ζύμη

substantivo feminino (de pão)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O padeiro modelou a massa e a deixou descansar para crescer.
Ο φούρναρης έπλασε τη ζύμη και την άφησε να φουσκώσει.

ζύμη

substantivo feminino (de biscoito)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sarah enrolou a massa e a colocou na forma. Dan sempre deixa um pouco de massa na geladeira para poder fazer biscoitos rapidamente caso receba visitas inesperadas.
Η Σάρα άνοιξε τη ζύμη και την έβαλε στη φόρμα για τις τάρτες. Ο Νταν πάντα κρατάει μια δόση ζύμης στο ψυγείο για να μπορεί να φτιάξει στα γρήγορα μπισκότα αν έχει απρόσμενους επισκέπτες.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

substantivo feminino

Tire a massa do forno quando ela começar a escurecer.

πλήθος

substantivo feminino (grupo de pessoas)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μάζα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O tronco da árvore tinha uma grande massa de sujeira presa.

αρτοσκεύασμα

substantivo feminino (comida ou massa assada) (επίσημο, συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
William e Helen comeram massa com o café.
Ο Ουίλλιαμ και η Χέλεν έτρωγαν σφολιατοειδή μαζί με τον καφέ τους.

υλικό πλήρωσης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κόσμος

substantivo feminino (pessoas)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A massa se moveu lentamente pelas ruas.
Ο κόσμος σιγά προχωρούσε στους δρόμους.

κουρκούτι

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O chefe preparou uma massa doce para fazer bolinhos
Ο σεφ ετοίμασε ένα γλυκό κουρκούτι για να φτιάξει πιτάκια.

μάζα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os alunos aprenderam como medir a massa de objetos celestiais.
Οι μαθητές έμαθαν πως να μετρούν τη μάζα των ουράνιων αντικειμένων.

μάζα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
É mais fácil seguir a massa do que desafiar a convenção.

ταινία

substantivo feminino (de nuvens) (επίσημο: μετεωρολογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Está vendo aquela massa de nuvens ali?

μέγεθος

(tamanho)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πολλοί

(figurado, grande número de pessoas)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολτός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

όγκος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O grosso dos eleitores ainda está indeciso.

τέλεια

adjetivo (gíria, abrev)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

το βάρος

(físico)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νουντλς

(BRA, macarrão em tiras)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Να φάμε μόνο νουντλς για μεσημεριανό;

ξεκινάω, αρχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vicente precisa começar o projeto da escola logo porque o prazo já é na semana que vem.

δημοφιλής

(anglicismo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαχειριστής, διαχειρίστρια

(πτώχευσης)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

γειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Essa conexão aterra o dispositivo para evitar que ele dê choque.

ομαδικώς

locução adverbial (todos juntos, num grupo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ντάμπλινγκ, dumpling

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Andy acrescentou alguns bolinhos de massa à sopa para torná-la uma refeição mais consistente.
Ο Άντυ πρόσθεσε μερικά ντάμπλινγκ στη σούπα για να την κάνει πιο χορταστικό γεύμα.

στόκος

(substância colante)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πλαστελίνη

(para crianças)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η πλαστελίνη είναι ένα πολύ καλό υλικό καλλιτεχνικής δημιουργίας για τα παιδιά – είναι εύκολο στη χρήση και μυρίζει ωραία.

μαζική αποθήκευση

(informática)

CD-ROMs, DVDs e discos rígidos externos são todos dispositivos que oferecem armazenamento em massa.

ζύμη αμυγδάλου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ατομική μάζα

(BRA)

κουπ-πατ

substantivo masculino (para cortar bolinhos) (φορμάκια για κόψιμο ζύμης)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Η μαμά χρησιμοποίησε κουπ-πάτ, για να φτιάξει μπισκοτένια ανθρωπάκια από τη ζύμη.

<div>πίτσα με χοντρή ζύμη</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>

μαζική επίθεση

μαζική επικοινωνία

μαζική καταστροφή

μαζική εξόντωση, μαζική εξολόθρευση, μαζική εξάλειψη

(genocídio)

μαζική δολοφονία

μαζική αυτοκτονία, ομαδική αυτοκτονία

μαζική καταστροφή

πηλός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ζύμη που έχεις ανοίξει με πλάστη

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ζύμη που έχεις ανοίξει με πλάστη

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πλάστης

(BRA)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πολτός ντομάτας, τοματοπολτός

(tomates liquefeitos)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σφολιάτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαζική παραγωγή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολλαπλή αποστολή

substantivo masculino (email)

ζύμη για μπισκότα

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρούστα πίτας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ευρύ καταναλωτικό κοινό

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Το αυτοκίνητο ανασχεδιάστηκε, προκειμένου να έχει απήχηση στο ευρύ καταναλωτικό κοινό.

λαχάρ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

φαιά ουσία

substantivo feminino (parte do cérebro)

γλύκισμα με τριφτή ζύμη

substantivo feminino (tipo de massa para tortas, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ντοματοπελτές, τοματοπελτές

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

όπλα μαζικής καταστροφής

substantivo feminino plural (armas nucleares, biológicas e químicas)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Δε βρέθηκαν καθόλου όπλα μαζικής καταστροφής μετά την εισβολή.

όπλα μαζικής καταστροφής

substantivo feminino plural

μαζικής παραγωγής

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Γρήγορα παρέρχεται η εποχή των εφημερίδων ως φθηνών, μαζικής παραγωγής αγαθών.

σε πλήρη σύνθεση

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αλοιφή αμυγδάλου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ατομική μάζα

(BRA) (χημεία)

πηλός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φύλλο κρούστας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Tenho problemas para fazer massa de torta do zero, então normalmente eu compro já pronta.

συνηθισμένος, συμβατικός, κοινός

expressão

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A voz única dela garantia que não fosse vista apenas como outra dessas cantoras pop feitas em massa.

κάνω κάτι καλά

expressão (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο καλλιτέχνης έκανε καλά την τοιχογραφία· είναι τεράστια και με λεπτομέρειες.

βγαίνω από κτ

(pessoas: saída em massa)

κάνω κάποιον τσακωτό, πιάνω κάποιον στα πράσα

expressão (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προς μαζική παραγωγή

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαζικός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Protestos em massa aconteceram na capital.
Μαζικές διαμαρτυρίες πραγματοποιήθηκαν στην πρωτεύουσα.

σφολιάτα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαζικής παραγωγής

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κομμάτι πάγου

(icebergue: fragmento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Um bloco de gelo quebrou e caiu no mar.

ψωμί με προζύμι

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μάζα

(pessoas coletivamente)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παράγω μαζικά

expressão verbal

πλάθω με νερό

expressão verbal (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του massa στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.