Τι σημαίνει το meio στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης meio στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του meio στο πορτογαλικά.
Η λέξη meio στο πορτογαλικά σημαίνει κάπως, λίγο, μέση, μέση, μέσο, κάπως, ελαφρώς, λίγο, κάπως, καλλιτεχνικό μέσο, μέση, μέσο, ετεροθαλής, ψευτο-, ενδιάμεσος, όχι ιδιαιτέρως, όχι ιδιαίτερα, όχι πολύ, θρεπτικό μέσο, θρεπτικό υλικό, υπόστρωμα, μέσο, κέντρο, μέσο, μέσα, περιβάλλον, στοιχείο, ήμισυ, μέσο, μισός, μισο-, ημίγλυκος, ετεροθαλής, ημίξηρος, κράσπεδο, μεσημέρι, μεσημέρι, μεσοδυτικές πολιτείες, χαμηλός τόνος, αδερφός εξ' αγχιστείας, κέντρο του γηπέδου, μισή πένα, μεσοτονικό, χρυσή τομή, μεσημέρι, ετεροθαλής αδερφός, ετεροθαλής αδερφή, ετεροθαλής αδελφός, δώδεκα η ώρα, ημίχρονο, playmaker, μεσίστιος, κράσπεδο, μεσόφωνος, μαθητής σε οικοτροφείο που επιστρέφει το βράδυ σπίτι του, μαθήτρια σε οικοτροφείο που επιστρέφει το βράδυ σπίτι της, ανάμεσα, μέσα, σέντερ χαφ, μεσόφωνος, μέσος, ανάμεσα, μεταξύ, μέσω, διαλυμένος, συμβιβασμός, θετός, μέσος, επιθετικός παίκτης, επιθετικός παίκτης, μεσόφωνος, μισοκοιμισμένος, βαρήκοος, λίγο πηχτός, λίγο παχύρρευστος, λεπτούλης, μισοπεθαμένος, μερικής απασχόλησης, ελαφρώς χλωμός, κιτρινωπός, φιλικός προς το περιβάλλον, που απεικονίζει το άτομο μέχρι τη μέση, αργούτσικος, σχεδόν σοβαρός, ημιαφοπλισμένος, κοντούλης, με τον οποίο, στο μέσο του ποταμού, κατά κάποιο τρόπο, στο μέσον του πλοίου, το μεσημέρι, στις δώδεκα το μεσημέρι, το μεσημέρι, στις δώδεκα το μεσημέρι, πριν το μεσημέρι, πενήντα πενήντα, στη μέση, στα μισά, στα δύο, στα μισά της πρότασης, στο μεταξύ, εντωμεταξύ, εν τω μεταξύ, στο μεταξύ, πότε, σε ποιά περίοδο/χρονική στιγμή, κάπως, λίγο, για τι, στη μέση του πουθενά, εν μέσω, στη μέση, Καλή Τετάρτη!, περιβάλλον, αποτρεπτικός παράγοντας, στο μέσο της θητείας, μεσοβδόμαδα, μισή πέννα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης meio
κάπως, λίγο(figurado, informal: mais ou menos) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Parece meio frio para estar de short. Κάνει λίγο (or: κάπως) κρύο για να φοράς σορτσάκι. |
μέση(no ponto médio) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A linha de cinquenta jardas fica no meio do campo de futebol americano. Η γραμμή του κέντρου βρίσκεται στη μέση του ποδοσφαιρικού γηπέδου. |
μέσηsubstantivo masculino (centro) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Há um ponto no meio do círculo. Υπάρχει μία τελεία στη μέση (or: στο κέντρο) του κύκλου. |
μέσοsubstantivo masculino (de comunicação) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Pelo meio da televisão, as crianças vêem o mundo. Με μέσο την τηλεόραση, τα παιδιά βλέπουν τον κόσμο. |
κάπωςadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) É difícil conseguir um café meio aceitável por aqui. Είναι δύσκολο να βρεις έναν κάπως καλό καφέ εδώ γύρω. |
ελαφρώς, λίγο, κάπως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Você não está meio velho pra assistir desenhos? |
καλλιτεχνικό μέσο(arte, material) Ele geralmente trabalha com mármore ou vidro como meio. Συνήθως χρησιμοποιεί το μάρμαρο ή το γυαλί ως καλλιτεχνικό μέσο. |
μέσηsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Eu perdi interesse no meio do filme. Βαρέθηκα στη μέση (or: στα μισά) της ταινίας. |
μέσοsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ele parou para descansar no meio da jornada. Σταμάτησε να ξεκουραστεί στα μισά της διαδρομής του. |
ετεροθαλήςprefixo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Por exemplo: meio-irmão Για παράδειγμα: ετεροθαλής αδερφός. |
ψευτο-adjetivo Ela deu um meio sorriso depois que ele contou a piada idiota. |
ενδιάμεσοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Για τη διευκόλυνσή σας, υπάρχει και ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα εξόφλησης του δανείου. |
όχι ιδιαιτέρως, όχι ιδιαίτερα, όχι πολύ
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Estou meio inclinado a aceitar essa oferta. Ελάχιστα με ενδιαφέρει να αποδεχτώ την προσφορά σου. |
θρεπτικό μέσο, θρεπτικό υλικό, υπόστρωμαsubstantivo masculino (βιολογία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Todos os testes foram conduzidos usando água marinha artificial rica em nutrientes como meio. Όλα τα τεστ έγιναν με χρήση ενός υψηλού σε θρεπτικά συστατικά τεχνητού υποστρώματος θαλασσινού νερού. |
μέσοsubstantivo masculino (figurado) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κέντρο, μέσο(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Onde quer que houvesse problemas, ele estava no meio. |
μέσαsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Com suas ferramentas e seu cérebro, ele tinha os meios para reparar qualquer fogão. Με τα εργαλεία και το μυαλό του έχει τα μέσα να επιδιορθώσει οποιονδήποτε φούρνο. |
περιβάλλονsubstantivo masculino (κοινωνικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Αισθάνεται πιο άνετα σε καλλιτεχνικό περιβάλλον. |
στοιχείοsubstantivo masculino (ambiente) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Por ser extrovertida, Jane fica em seu elemento nas festas. Η Τζέιν είναι εξωστρεφής και στα πάρτυ είναι στο στοιχείο της. |
ήμισυ
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μέσο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A corrupção do político foi o instrumento de sua queda. Η διαφθορά του πολιτικού ήταν η αιτία για την πτώση του. |
μισός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Metade do público aplaudiu e a outra vaiou. Το ήμισυ του κοινού χειροκρότησε, ενώ το άλλο ήμισυ αποδοκίμασε. |
μισο-
O copo está metade cheio. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Βγήκε μισόγυμνη από το μπάνιο για να σηκώσει το τηλέφωνο. |
ημίγλυκοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ετεροθαλήςadjetivo (apenas um dos pais em comum) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ημίξηρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κράσπεδο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Juanita desceu do meio-fio para a rua. Η Χουανίτα κατέβηκε απ' το κράσπεδο στον δρόμο. |
μεσημέριsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Laura sempre ia almoçar meio-dia e não voltava ao trabalho até às 13:00. Η Λώρα πάντα πήγαινε για φαγητό στις 12 το μεσημέρι και δεν επέστρεφε στη δουλειά μέχρι τη μία. |
μεσημέριsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Η διάσκεψη θα κάνει παύση το μεσημέρι για γεύμα. |
μεσοδυτικές πολιτείεςsubstantivo masculino (EUA, norte-centro) |
χαμηλός τόνος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αδερφός εξ' αγχιστείαςsubstantivo masculino (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κέντρο του γηπέδου(esporte) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μισή πέναsubstantivo masculino (moeda inglesa) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μεσοτονικόsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χρυσή τομήsubstantivo masculino (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μεσημέριsubstantivo masculino (horário) (κυριολεκτικά: ακριβώς) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ao meio-dia, o sol está diretamente acima; você não pode ver sua sombra no Equador. |
ετεροθαλής αδερφός, ετεροθαλής αδερφήsubstantivo masculino |
ετεροθαλής αδελφόςsubstantivo masculino |
δώδεκα η ώρα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ημίχρονο(esporte: intervalo no meio do jogo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
playmakersubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
μεσίστιοςsubstantivo masculino (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κράσπεδο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μεσόφωνοςsubstantivo feminino (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
μαθητής σε οικοτροφείο που επιστρέφει το βράδυ σπίτι τουsubstantivo masculino (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μαθήτρια σε οικοτροφείο που επιστρέφει το βράδυ σπίτι τηςsubstantivo feminino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανάμεσα, μέσα(rodeado por) (στη μέση) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) A fazenda do Josué se situa entre os milharais no leste do estado de Kansas. |
σέντερ χαφsubstantivo masculino (jogador de futebol) (ποδόσφαιρο) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
μεσόφωνοςsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μέσοςadjetivo (esporte) (σπορ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανάμεσα, μεταξύ
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Havia pérolas e moedas de ouro estavam entre os tesouros do baú. Entre as vítimas do terremoto estava um homem de 60 anos. Πέρλες και χρυσά νομίσματα βρίσκονταν μεταξύ των θησαυρών στο σεντούκι. |
μέσω(através de) (με γενική) Você não pode simplesmente mandar via e-mail? Δεν μπορείς απλά να το στείλεις με email; |
διαλυμένος(μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Τα διαζύγια οδηγούν σε διαλυμένες οικογένειες που ζουν σε διαφορετικά σημεία της χώρας. |
συμβιβασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) As duas partes não conseguiram chegar a nenhum meio-termo. Τα δύο μέρη δεν μπορούσαν να φτάσουν σε κανενός είδους συμβιβασμό. |
θετός(relação por casamento) (για γονείς) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Por exemplo: meio-irmão. |
μέσος(BRA, esportes) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
επιθετικός παίκτηςsubstantivo masculino (posição do futebol) (αμερικάνικο ποδόσφαιρο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιθετικός παίκτηςsubstantivo masculino e feminino (jogador da posição) (αμερικάνικο ποδόσφαιρο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεσόφωνοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μισοκοιμισμένοςexpressão (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Eu estava meio adormecido quando você ligou essa manhã, por isso não me lembro do que eu disse. Ainda estou meio adormecido, não me pergunte nada até eu tomar um café. |
βαρήκοοςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λίγο πηχτός, λίγο παχύρρευστοςlocução adjetiva Este creme de leite está meio grosso. |
λεπτούληςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μισοπεθαμένοςlocução adjetiva (figurado) (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
μερικής απασχόλησης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Finalmente arranjei um emprego como barman em meio período. Επιτέλους βρήκα δουλειά ως μπάρμαν μερικής απασχόλησης. |
ελαφρώς χλωμός, κιτρινωπός(um pouco descolorido, quase branco) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φιλικός προς το περιβάλλον
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που απεικονίζει το άτομο μέχρι τη μέσηlocução adjetiva (retrato: da cintura para cima) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αργούτσικοςlocução adverbial (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σχεδόν σοβαρόςexpressão (άτομο) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ημιαφοπλισμένοςlocução adjetiva (arma) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κοντούλης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με τον οποίο(arcaico) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στο μέσο του ποταμούlocução adverbial (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κατά κάποιο τρόποlocução adverbial (informal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στο μέσον του πλοίουlocução adverbial (náutica) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
το μεσημέρι, στις δώδεκα το μεσημέριlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το μεσημέρι, στις δώδεκα το μεσημέριlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ο αδελφός μου είναι να φτάσει το μεσημέρι. Το γραφείο κλείνει στις δώδεκα το μεσημέρι για γεύμα. |
πριν το μεσημέριlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Θα κάνω τον περίπατό μου πριν το μεσημέρι και ελπίζω να είμαι σπίτι την ώρα του γεύματος. Ελπίζω να μπορέσεις να φτάσεις πριν το μεσημέρι. |
πενήντα πενήνταlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στη μέση, στα μισά, στα δύοlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στα μισά της πρότασηςlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στο μεταξύlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εντωμεταξύ, εν τω μεταξύ, στο μεταξύ
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) |
πότε, σε ποιά περίοδο/χρονική στιγμήlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάπως, λίγοexpressão (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Έχω αρχίσει να βαριέμαι λίγο τα συνεχή παράπονα σου. |
για τι(literária) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στη μέση του πουθενάexpressão (figurado: lugar insignificante) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εν μέσωlocução prepositiva (entre alguma coisa) (με γενική) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στη μέση
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
Καλή Τετάρτη!(EUA, cumprimento de quarta-feira) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περιβάλλον(φύση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O meio ambiente está mudando devido ao aquecimento global. Το περιβάλλον αλλάζει εξαιτίας της υπερθέρμανσης του πλανήτη. |
αποτρεπτικός παράγοντας
Armas nucleares são consideradas um meio de impedir ataques nucleares de outros países. Τα πυρηνικά όπλα χρησιμοποιούνται ως αποτρεπτικός παράγοντας για πυρηνικές επιθέσεις από άλλες χώρες. |
στο μέσο της θητείας(θέση, αξίωμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεσοβδόμαδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μισή πένναsubstantivo masculino (νόμισμα) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του meio στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του meio
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.