Τι σημαίνει το todo στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης todo στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του todo στο πορτογαλικά.

Η λέξη todo στο πορτογαλικά σημαίνει όλος, όλος, όλος, όλοι, όλος, όλος, ολόκληρος, όλος, κάθε, κάθε, τα πάντα όλα, όλος, ολόκληρος, κάθε, ό,τι, ολόκληρος, -, ολόκληρος, όλος, ολόκληρος, κάθε, ολόκληρος, όλος, συνολικός, όλος, παντοδύναμος, πανίσχυρος, παντοδύναμος, ολόψυχα, εκτός δρόμου, μαγκιά, όλοι, πηδιέμαι με πολλά διαφορετικά άτομα, όλοι, μούσκεμα, μουσκίδι, παντοδύναμος, κρατικός, σε όλο τον νομό, ολοήμερος, μουσκεμένος, μελανός, μελανιασμένος, σε πλήρη δράση, ετήσιος, παντού, παντού, οπουδήποτε, παντελώς, εντελώς, τελείως, ολότελα, γενικά, εν γένει, στο σύνολο, συνολικά, σε κάθε περίπτωση, με όλη μου την καρδιά, και τα λοιπά, ανά τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπα, γρήγορα, γοργά, σβέλτα, μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, συνολικά, για τίποτα στον κόσμο, παγκοσμίως, σε όλο τον κόσμο, κάθε χρόνο, όλη μέρα, όλη την ημέρα, κάθε μέρα, σε καθημερινή βάση, ετήσια, κάθε χρόνο, απόλυτα, πλήρως, στο μέγιστο, καθόλη τη διάρκεια, όλο το χρόνο, για πάντα, οποιαδήποτε ώρα, με κάθε τρόπο, με κάθε δυνατό μέσο, ειλικρινά, ολοταχώς, σε όλη την διαδρομή, σ' όλο τον κόσμο, πάντα, πάντοτε, συνέχεια, συνεχώς, με μέγιστη ταχύτητα, παντού, ολόκληρη την απόσταση, και όλα τα σχετικά, και τα λοιπά, Χαρά μου!, με εκτίμηση, πρόσω ολοταχώς, ο πλούτος, όλοι οι υπόλοιποι, όλοι οι άλλοι, όσο χρόνο χρειαστεί, η μεγάλη εικόνα, συνεχώς, όλοι, ανέσεις, ευκολίες, καθ' όλη τη διάρκεια, από την αρχή μέχρι το τέλος, καθ' όλη τη διάρκεια, όλοι, ακολουθώ τη μόδα, ακολουθώ το ρεύμα, όλος αυτιά, ξεριζώνω το κακό, κάνω ό,τι μπορώ, δίνω τον καλύτερο εαυτό μου, ψάχνω παντού, τρώω τον κόσμο, πάω με τον ένα και με τον άλλο, αφήνω κπ ταπί, αφήνω κπ πανί με πανί, ακολουθώ, κινούμενος ολοταχώς, σε όλη την επικράτεια, σε όλο τον νομό, παντού, παντού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης todo

όλος

pronome

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alguém comeu todos os chocolates. Todos os colegas dele foram à sua festa de aniversário.
Κάποιος έφαγε όλες τις σοκολάτες.

όλος

pronome

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gastei todo o meu dinheiro.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Όλοι οι συμμαθητές του πήγαν στο πάρτι.

όλος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele derramou toda a sopa no chão.
Έχυσε όλη τη σούπα στο πάτωμα.

όλοι

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Todos estes livros precisam ser vendidos.
Πρέπει να πουληθούν όλα αυτά τα βιβλία.

όλος

adjetivo (σύνολο: χρόνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eu fiquei esperando a tarde toda.
Περιμένω όλο το απόγευμα.

όλος, ολόκληρος

(διάρκεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nós jogamos baralho em todo o percurso para Paris.
Παίζαμε χαρτιά σε όλη (or: ολόκληρη) τη διαδρομή μέχρι το Παρίσι.

όλος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele roncou durante toda a peça.
Ροχάλιζε σε όλη την παράσταση.

κάθε

pronome (cada um) (ένας ξεχωριστά)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Toda criança deve aprender a ler.
Όλα τα παιδιά πρέπει να μάθουν να διαβάζουν.

κάθε

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

τα πάντα όλα

pronome (αργκό)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

όλος, ολόκληρος

adjetivo (total)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pagamos a quantia toda.
Πληρώσαμε το συνολικό ποσό.

κάθε

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Demos a eles todas as oportunidades de se desculparem.
Τους δώσαμε κάθε δυνατή ευκαιρία να ζητήσουν συγγνώμη.

ό,τι

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Vou levar todo o chocolate que tiver sobrado.
Θα πάρω όσες σοκολάτες μείνουν.

ολόκληρος

adjetivo (inteiro)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ela esperou a semana toda antes de dizer não.
Περίμενε μία ολάκερη εβδομάδα πριν να πει όχι.

-

pronome (por todo o) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Você deve checar todo o trabalho antes de assiná-lo.
Πρέπει να ελέγξεις την αναφορά πριν την υπογράψεις.

ολόκληρος

substantivo masculino

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Levaremos o pacote como um todo.

όλος, ολόκληρος

adjetivo (inteiro)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Comi o hambúrguer todo (or: inteiro).
Έφαγα όλο (or: ολόκληρο) το χάμπουργκερ.

κάθε

pronome (ένας, μία ξεχωριστά)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Cada (or: todo) gato tem sua personalidade própria.
Καθεμιά γάτα έχει τη δική της προσωπικότητα.

ολόκληρος, όλος

adjetivo (completo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele comeu a maçã inteira.
Έφαγε ολόκληρο (or: όλο) το μήλο.

συνολικός, όλος

adjetivo (inteiro)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Não tenho certeza se posso pagar a quantia total (or: toda).
Δεν ξέρω αν μπορώ να πληρώσω το συνολικό (or: όλο το) ποσό.

παντοδύναμος, πανίσχυρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O todo poderoso time da casa venceu o campeonato.
Η παντοδύναμη ομάδα που έπαιζε εντός κέρδισε το κύπελλο.

παντοδύναμος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ολόψυχα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εκτός δρόμου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Carros de quatro rodas são desenhados para serem dirigidos em todo-o-terreno.

μαγκιά

(BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mesmo que ele esteja longe, eu sei que aquele é John; eu reconheceria sua ginga em qualquer lugar.
Παρόλο που είναι μακριά ξέρω ότι αυτός είναι ο Τζον· θα γνώριζα παντού το μάγκικο περπάτημά του.

όλοι

(μόνο πληθυντικός)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Todos querem ir à festa.
Όλοι θέλουν να έρθουν στο πάρτι.

πηδιέμαι με πολλά διαφορετικά άτομα

(inf., fazer sexo com muitas pessoas) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

όλοι

(cada um) (μόνο πληθυντικός)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Na festa das crianças, todos receberam um presente.
Στο παιδικό πάρτυ όλοι πήραν από ένα δώρο.

μούσκεμα, μουσκίδι

adjetivo (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Mark ficou ensopado depois de ser pego de surpresa por uma enxurrada.
Ο Μαρκ ήταν μούσκεμα αφού έπιασε ξαφνική νεροποντή.

παντοδύναμος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρατικός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε όλο τον νομό

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ολοήμερος

locução adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μουσκεμένος

locução adjetiva

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μελανός, μελανιασμένος

locução adjetiva (figurado, informal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε πλήρη δράση

locução adverbial (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ετήσιος

locução adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παντού

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Os mosquitos estavam em todos os lugares (or: por toda a parte). Não havia onde se esconder deles.
Τα κουνούπια ήταν παντού. Δεν μπορούσαμε να τους κρυφτούμε πουθενά.

παντού, οπουδήποτε

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παντελώς, εντελώς, τελείως, ολότελα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

γενικά, εν γένει, στο σύνολο, συνολικά

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Alguns alunos precisam melhorar, mas a turma como um todo está muito boa.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μερικοί παίκτες δεν είναι πολύ καλοί, αλλά η ομάδα στο σύνολό της έχει καλές επιδόσεις.

σε κάθε περίπτωση

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

με όλη μου την καρδιά

locução adverbial (informal: completa e sinceramente) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

και τα λοιπά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανά τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A internet permite que as pessoas ao redor do mundo compartilhem informações.
Το διαδίκτυο επιτρέπει στους ανθρώπους ανά τον κόσμο να μοιραστούν πληροφορίες.

συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπα

locução adverbial (constantemente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

γρήγορα, γοργά, σβέλτα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mesmo a todo galope, o cavalo não conseguiu vencer o comboio durante muito tempo.

μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
É muito entediante fazer a mesma coisa todo santo dia.

συνολικά

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

για τίποτα στον κόσμο

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παγκοσμίως, σε όλο τον κόσμο

(em todo o mundo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κάθε χρόνο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Τα Χριστουγεννιάτικα πάρτι του φαίνεται να αποτυγχάνουν κάθε χρόνο. Κάθε χρόνο λέω ότι θα κόψω το κάπνισμα και ποτέ δεν το κάνω.

όλη μέρα, όλη την ημέρα

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ela praticou o dia todo.
Κάνει πρόβα όλη την ημέρα.

κάθε μέρα, σε καθημερινή βάση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu tomo banho todos os dias.
Κάνω ντους κάθε μέρα (or: σε καθημερινή βάση).

ετήσια, κάθε χρόνο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Celebramos o Natal todos os anos.
Τα Χριστούγεννα γιορτάζονται κάθε χρόνο.

απόλυτα, πλήρως, στο μέγιστο

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nós estamos trabalhando a todo vapor para garantir os melhores resultados possíveis.
Δουλεύουμε στο μέγιστο για να εξασφαλίσουμε τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα.

καθόλη τη διάρκεια

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όλο το χρόνο

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

για πάντα

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

οποιαδήποτε ώρα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

με κάθε τρόπο, με κάθε δυνατό μέσο

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ειλικρινά

locução adverbial (sinceramente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ολοταχώς

expressão (figurado) (για ταχύτητα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε όλη την διαδρομή

locução adverbial (durante toda a jornada)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σ' όλο τον κόσμο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
O papai Noel é conhecido em todo o mundo.
Ο Αη Βασίλης είναι γνωστός σ' όλο τον κόσμο.

πάντα, πάντοτε, συνέχεια, συνεχώς

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu ajudo pessoas o tempo todo.
Βοηθώ συνεχώς τους άλλους.

με μέγιστη ταχύτητα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

παντού

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ολόκληρη την απόσταση

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele acabou de correr uma maratona e estava descalço o caminho todo.
Μόλις έτρεξε σε ένα μαραθώνιο και δε φορούσε παπούτσια για ολόκληρη την απόσταση.

και όλα τα σχετικά

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

και τα λοιπά

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Χαρά μου!

expressão (formal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Obrigada por preparar esse jantar maravilhoso para nós." "O prazer é todo meu."
«Σ' ευχαριστούμε που μας ετοίμασες ένα τόσο υπέροχο δείπνο!».«Χαρά μου!»

με εκτίμηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρόσω ολοταχώς

(trem: na velocidade máxima)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

ο πλούτος

O estilo de vida confortável de Jason foi o resultado de aprender a lucrar com o todo poderoso dólar.

όλοι οι υπόλοιποι, όλοι οι άλλοι

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

όσο χρόνο χρειαστεί

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

η μεγάλη εικόνα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συνεχώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όλοι

expressão (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανέσεις, ευκολίες

expressão

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

καθ' όλη τη διάρκεια

locução prepositiva (tempo: durante todo o tempo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os aviões estão pousando por todo o dia. Elspeth foi mimada por toda a infância.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αεροπλάνα προσγειώνονται όλη μέρα (or: όλη την ημέρα).

από την αρχή μέχρι το τέλος, καθ' όλη τη διάρκεια

locução prepositiva (χρονική διάρκεια)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όλοι

(cada pessoa)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Todo mundo tem um smartphone hoje em dia. // Todo mundo que conheço prefere chocolate a baunilha.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Όλοι οι γνωστοί μου προτιμούν τη σοκολάτα από τη βανίλια.

ακολουθώ τη μόδα, ακολουθώ το ρεύμα

(gíria: fazer algo porque é popular) (χωρίς σκέψη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όλος αυτιά

expressão (informal, figurado)

ξεριζώνω το κακό

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω ό,τι μπορώ, δίνω τον καλύτερο εαυτό μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψάχνω παντού, τρώω τον κόσμο

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάω με τον ένα και με τον άλλο

(με άντρες)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφήνω κπ ταπί, αφήνω κπ πανί με πανί

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακολουθώ

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κινούμενος ολοταχώς

expressão (figurado) (για ταχύτητα)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

σε όλη την επικράτεια

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ο αγώνας πρωταθλήματος θα μεταδοθεί απόψε σε όλη την επικράτεια.

σε όλο τον νομό

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παντού

(figurado)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Luke procurou no mundo inteiro, mas não havia sinal de Naomi.
Ο Λουκ είχε ψάξει παντού, αλλά δεν υπήρχε πουθενά ίχνος της Ναόμι.

παντού

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του todo στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του todo

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.