Τι σημαίνει το augmenter στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης augmenter στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του augmenter στο Γαλλικά.

Η λέξη augmenter στο Γαλλικά σημαίνει αυξάνομαι, αυξάνομαι, ακριβαίνω, αυξάνομαι, αυξάνομαι, αυξάνω, αυξάνομαι, δίνω αύξηση σε κπ, μαζεύω,συγκεντρώνω, αυξάνω, ανεβαίνω, αυξάνομαι, μεγαλώνω, ενισχύω, αυξάνω, τσιμπάω, δίνω γκάζια, παραφουσκώνω, αυξάνω, πολλαπλασιάζω, ανεβάζω, ανεβάζω, αυξάνω, αυξάνω, ανεβάζω, αυξάνω, αυξάνομαι, ανεβάζω, ανεβάζω, αυξάνω, ανεβάζω, αυξάνω, αναβαθμίζω, ανεβάζω, αυξάνω, αυξάνω, ανεβάζω, αυξάνω, δυναμώνω, ανεβάζω, μεγεθύνω, ανεβάζω, αυξάνω, κινούμαι ανοδικά, αυξάνω, αυξάνω, αυξάνομαι απότομα, δυναμώνω, αυξάνομαι, σε άνοδο, δυναμώνω, μεγαλώνω, αυξάνω, αυξάνω, μεγαλώνω, εντείνω, αυξάνω, αυξάνω, επεκτείνω, φουσκώνω, εκτινάσσω, εκτοξεύω, αυξάνω τις πιθανότητες, ανεβάζω τη θερμοκρασία, ανεβάζω το κόστος, ανεβάζω την τιμή, αυξάνω την τιμή, απασχολώ περισσότερο προσωπικό, ανεβάζω, αυξάνω, μεγαλώνω, ανεβαίνω ελαφρώς, αυξάνω ελαφρώς, αυξάνομαι ελαφρώς, -, αυξάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης augmenter

αυξάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les prix des maisons ont augmenté de 5 %.
Οι τιμές των ακινήτων έχουν αυξηθεί κατά 5%.

αυξάνομαι, ακριβαίνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle était contente de voir que le cours de ses actions avait augmenté de 20% du jour au lendemain.
Χάρηκε πολύ όταν οι τιμή των μετοχών της ανέβηκε κατά 20% μέσα σε μια νύχτα.

αυξάνομαι

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le nombre de moustiques augmente en été.

αυξάνομαι

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La qualité de ce produit a augmenté depuis un an.

αυξάνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont augmenté la quantité de pommes en vente au supermarché.

αυξάνομαι

(population, intérêt,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La population devrait augmenter rapidement.
Ο πληθυσμός θα αυξηθεί ραγδαία.

δίνω αύξηση σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαζεύω,συγκεντρώνω

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La facture augmentait.

αυξάνω

(la puissance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβαίνω

verbe intransitif (prix,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les cours boursiers ont augmenté de 2 % aujourd'hui.
Το χρηματιστήριο ανέβηκε κατά 2% σήμερα.

αυξάνομαι, μεγαλώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le club n'incluait au départ que quelques individus, mais le nombre de membres a beaucoup augmenté au cours des six derniers mois.

ενισχύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les bombardements récurrents augmentaient notre peur.

αυξάνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τσιμπάω

(les prix,...) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Certains restaurants augmentent le prix des boissons fraîches les jours de canicule.

δίνω γκάζια

verbe transitif (αργκό,μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ils ne vont jamais gagner le match si leur attaque n'augmente pas la pression.

παραφουσκώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'entreprise a augmenté son chiffre d'affaires.

αυξάνω, πολλαπλασιάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons été forcés d'augmenter nos prix pour couvrir les coûts des matières premières.
Αναγκαστήκαμε να ανεβάσουμε τις τιμές μας για να καλύψουμε το κόστος των πρώτων υλών.

ανεβάζω, αυξάνω

(les prix, les taux,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le magasin a augmenté ses prix de 20% dû à l'augmentation des coûts.

αυξάνω

verbe transitif (un salaire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La société a augmenté tous les salaires de 3 %.
Η εταιρεία έκανε αύξηση 3% στους μισθούς όλων.

ανεβάζω

verbe transitif (les prix) (την τιμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αυξάνω

verbe transitif (des prix, un loyer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le propriétaire a augmenté le loyer de cent dollars par mois.
Ο ιδιοκτήτης ανέβασε το νοίκι κατά εκατό δολάρια το μήνα.

αυξάνομαι

verbe intransitif (salaires)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les salaires ont augmenté à peine un peu plus que l'inflation.

ανεβάζω

verbe transitif (αυξάνω, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le groupe a augmenté le nombre de représentations de leur tournée.
Η μπάντα ανέβασε τον αριθμό συναυλιών στην περιοδεία τους.

ανεβάζω, αυξάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La banque a augmenté les taux d'intérêt.

ανεβάζω, αυξάνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul a augmenté la vitesse du régulateur de vitesse une fois dans le Nevada.

αναβαθμίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le gouvernement a augmenté le niveau d'alerte terroriste de bas à moyen.

ανεβάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'épicerie a augmenté les prix du lait et du beurre la semaine dernière.

αυξάνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le marchand se tourna vers la contrebande pour augmenter ses revenus.

αυξάνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Notre groupe s'est accru à l'arrivée de plusieurs retardataires.

ανεβάζω, αυξάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les hôtels augmentent toujours leurs prix durant le pont.

δυναμώνω, ανεβάζω

verbe transitif (le volume)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pouvez-vous augmenter (or: monter) le volume pour que je puisse l'entendre ?
Μπορείς να δυναμώσεις (or: ανεβάσεις) τον ήχο για να ακούω;

μεγεθύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβάζω, αυξάνω

(le volume, le son, le chauffage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ανεβάσαμε τον ήχο της τηλεόρασης για να πνίξουμε τον θόρυβο από τον καυγά των γειτόνων μας.

κινούμαι ανοδικά

verbe intransitif (prix, valeur)

Les prix des actions continuaient d'augmenter (or: de croître) plus haut que jamais.

αυξάνω

(les prix)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu peux augmenter (or: hausser) les prix, mais tu risques peut-être de perdre des ventes.
Μπορείς να αυξήσεις την τιμή, αλλά ίσως κάνεις λιγότερες πωλήσεις.

αυξάνω

(την ταχύτητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand tu conduis sur l'autoroute, tu dois accélérer.

αυξάνομαι απότομα

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les ventes ont bondi ces derniers mois.

δυναμώνω

(musique, son)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quelqu'un a ouvert la porte de la maison où se tenait la fête et la musique s'est amplifiée.

αυξάνομαι

(tension)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La pression est montée dans le réservoir d'air.
Η πίεση αυξήθηκε στη δεξαμενή αερίου.

σε άνοδο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La croissance de l'emploi est en hausse (or: en progression) cette année.

δυναμώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu peux mettre la musique plus fort en tournant ce bouton.

μεγαλώνω

(σε μέγεθος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αυξάνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pour faire face à la demande croissante pour ses produits écologiques, la société a dû augmenter sa production. À l'approche de la course, j'ai dû intensifier mon entraînement.
Καθώς ανέβηκε η ζήτηση για τα προϊόντα που είναι φιλικά στο περιβάλλον, η εταιρεία έπρεπε να αυξήσει την παραγωγή. Χρειάστηκε να αυξήσω την προπόνησή μου όσο η μέρα του αγώνα πλησίαζε.

αυξάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les candidats ont fait monter leurs campagnes d'un cran pendant la dernière semaine.

μεγαλώνω

(σε μέγεθος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εντείνω, αυξάνω

(la production,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αυξάνω

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les détails sur sa mort ne font qu'ajouter au (or: qu'accroître le) malheur de ses proches.
Η πληροφόρηση για τον τρόπο του θανάτου του κατάφερε μόνο να αυξήσει την οδύνη της οικογένειας.

επεκτείνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La loi sur le port de la ceinture a été élargie (or: a été étendue) à la banquette arrière.
Ο νόμος για τη ζώνη ασφαλείας έχει επεκταθεί και στα πίσω καθίσματα.

φουσκώνω

(μαγειρική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La levure fait gonfler le pain.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όλα τα σώματα διαστέλλονται με τη θερμότητα.

εκτινάσσω, εκτοξεύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les banques relevaient les taux d'intérêt.

αυξάνω τις πιθανότητες

(positif)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανεβάζω τη θερμοκρασία

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Αν θες οι ψητές πατάτες να μαγειρευτούν σωστά, θα χρειαστεί να ανεβάσεις τη θερμοκρασία του φούρνου. Κρυώνω. Υπάρχει κάποιος τρόπος να ανεβάσουμε τη θερμοκρασία στο δωμάτιο;

ανεβάζω το κόστος, ανεβάζω την τιμή

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les producteurs ont augmenté le prix du blé depuis la mauvaise récolte.

αυξάνω την τιμή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les hôtels augmentent leurs prix quand il y a un jour férié.
Κάθε φορά που είναι κάποια εθνική εορτή τα ξενοδοχεία αυξάνουν τις τιμές τους.

απασχολώ περισσότερο προσωπικό

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'organisation va devoir augmenter ses effectifs en Europe.

ανεβάζω, αυξάνω

verbe transitif (les prix)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεγαλώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La découverte d'un autre cadavre au chapitre 2 augmente d'un cran le suspense.

ανεβαίνω ελαφρώς, αυξάνω ελαφρώς, αυξάνομαι ελαφρώς

verbe intransitif

La température a finalement augmenté de quelques degrés, maintenant que le printemps est arrivé.
Τώρα που ήρθε η άνοιξη, η θερμοκρασία ανέβηκε, επιτέλους, ελαφρώς.

-

verbe intransitif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Le salaire de Jeff a augmenté de dix mille dollars pour atteindre quarante mille dollars.
Ο μισθός του Τζεφ ανέβηκε κατά δέκα χιλιάδες και έφτασε τις σαράντα χιλιάδες δολάρια το χρόνο.

αυξάνω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle augmenta le volume de sa poitrine avec des implants.
Μεγάλωσε τα στήθη της με εμφυτεύματα.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του augmenter στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του augmenter

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.