Τι σημαίνει το meltdown στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης meltdown στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του meltdown στο Αγγλικά.

Η λέξη meltdown στο Αγγλικά σημαίνει τήξη πυρήνα πυρηνικού αντιδραστήρα, κατάρρευση, χαλάω, χαλώ, αποτυχία, λιώνω, καταρρέω, καταρρέω, υφίσταμαι τήξη, χαλάω, ξεσπάω, ξεσπώ, πυρηνική κατάρρευση, κατάρρευση συστήματος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης meltdown

τήξη πυρήνα πυρηνικού αντιδραστήρα

noun (nuclear accident)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fear of a meltdown forced us to evacuate the facility.
Ο φόβος για τήξη του πυρήνα του πυρηνικού αντιδραστήρα μας ανάγκασε να εκκενώσουμε την εγκατάσταση.

κατάρρευση

noun (informal, figurative (emotional outburst, tantrum) (μτφ: συναισθηματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He had a complete meltdown when they refused to let him on the plane.
Κατέρρευσε όταν του αρνήθηκαν την επιβίβαση στο αεροπλάνο.

χαλάω, χαλώ

noun (figurative (breakdown: of machine)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My car had a meltdown, so I took it to the mechanic.
Το αυτοκίνητό μου χάλασε οπότε το πήγα στο συνεργείο.

αποτυχία

noun (figurative (complete failure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λιώνω

phrasal verb, transitive, separable (substance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Melt down used wax and pour it into molds to make new candles.

καταρρέω

phrasal verb, intransitive (nuclear power plant) (τήξη πυρηνικού αντιδραστήρα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After the accident, the nuclear plant began to melt down.
Μετά το ατύχημα, ο πυρηνικός σταθμός άρχισε να καταρρέει.

καταρρέω

phrasal verb, intransitive (emotionally) (μεταφορικά: ψυχολογικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pete is melting down because he is under so much pressure at work.
Ο Πιτ κοντεύει να καταρρεύσει, γιατί πιέζεται πολύ με τη δουλειά του.

υφίσταμαι τήξη

verbal expression (nuclear reactor: malfunction)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαλάω

verbal expression (figurative (machine: break down)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεσπάω, ξεσπώ

verbal expression (informal, figurative (have a tantrum or outburst)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πυρηνική κατάρρευση

noun (serious atomic reactor accident) (ατύχημα)

κατάρρευση συστήματος

noun (total technical breakdown)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του meltdown στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.