Τι σημαίνει το core στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης core στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του core στο Αγγλικά.
Η λέξη core στο Αγγλικά σημαίνει πυρήνας, κουκούτσι, πυρήνας, πυρήνας, κόκαλο, κορμός, πυρήνας, του κορμού, βγάζω το κουκούτσι, πυρήνας μήλου, στον πυρήνα, βασικός τομέας εμπορικής / επαγγελματικής δραστηριότητας, υποχρεωτικά μαθήματα, δράπανο για λήψη πυρήνα, δομικός, βασικός πληθωρισμός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μάθημα κορμού, μάθημα κορμού, βασικές αρχές, χαρτόνι με αφρό πολυεστερίνης, σκληροπυρηνικός, σκληρός, άγριος, σκληροπυρηνικός, χάρντκορ πανκ, πυρήνας πάγου, σάπιος μέχρι το κόκαλο, σάπιος μέχρι το κόκαλο, αισθησιακός, oλωσδιόλου, εντελώς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης core
πυρήναςnoun (centre of a planet) (γης) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The Earth's core is thousands of kilometers below ground. Ο πυρήνας της γης βρίσκεται χιλιάδες χιλιόμετρα κάτω από την επιφάνεια. |
κουκούτσιnoun (centre of a fruit) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The core of a pear is stringy and tough. Το κουκούτσι του αχλαδιού είναι ινώδες και σκληρό. |
πυρήναςnoun (figurative (essential part) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The core of the problem remains unsolved, and the two sides continue to be at war. Η ουσία του προβλήματος παραμένει άλυτη και οι δύο πλευρές συνεχίζουν να είναι σε πόλεμο. |
πυρήναςnoun (nuclear power) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The reactor's core melted, and caused hundreds of deaths. Ο πυρήνας του αντιδραστήρα έλιωσε και προκάλεσε εκατοντάδες θανάτους. |
κόκαλοnoun (figurative (soul) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He is a conservative to his very core. Είναι συντηρητικός ως το κόκαλο. |
κορμόςnoun (muscles of torso, abdomen) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) This exercise is a great way to tone your core. Η άσκηση αυτή είναι ένας πολύ καλός τρόπος να ενδυναμώσεις τον κορμό σου. |
πυρήναςnoun as adjective (figurative (central) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) They want to broaden their business without losing their core customers. Θέλουν να επεκτείνουν την επιχείρησή τους χωρίς να χάσουν τον πυρήνα των πελατών τους. |
του κορμούnoun as adjective (relating to torso muscles) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) These exercises will develop your core strength. Οι ασκήσεις αυτές θα βελτιώσουν την αντοχή του κορμού σου. |
βγάζω το κουκούτσιtransitive verb (fruit: remove centre) (καθομιλουμένη: από κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) First, you need to core the apple. Πρώτα πρέπει να βγάλεις το κουκούτσι από το μήλο. |
πυρήνας μήλουnoun (centre of an apple) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Just don't eat the apple core; there are seeds in there. |
στον πυρήναexpression (figurative (at the center or heart of) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βασικός τομέας εμπορικής / επαγγελματικής δραστηριότηταςnoun (main business activity) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) They decided to sell off several recent acquisitions and concentrate on their core business. |
υποχρεωτικά μαθήματαnoun (education) |
δράπανο για λήψη πυρήναnoun (tool: bores holes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We were able to extract mineral samples using a core drill. |
δομικός, βασικός πληθωρισμόςnoun (basic increase in prices) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (country: powerful) |
μάθημα κορμούnoun (any foundational subject taught) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μάθημα κορμούplural noun (UK (English, math, science) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
βασικές αρχέςplural noun (fundamental ethical beliefs) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
χαρτόνι με αφρό πολυεστερίνηςnoun (lightweight polystyrene board) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σκληροπυρηνικόςnoun (those most committed to [sth]) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The arduous ascent soon separated the wimps from the hard core. |
σκληρός, άγριοςadjective (pornography: obscene) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκληροπυρηνικόςadjective (person: staunch, committed) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χάρντκορ πανκnoun (rock music style: thrash metal) (μουσική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πυρήνας πάγουnoun (sample taken of ice layers) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Ice cores are useful for climatic research. |
σάπιος μέχρι το κόκαλοadjective (figurative (person: wicked) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He seemed to be a good person, but in reality he was rotten to the core. |
σάπιος μέχρι το κόκαλοadjective (figurative (system: corrupt) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) There's no end to nepotism and corruption: the government's rotten to the core. |
αισθησιακόςadjective (erotic, slightly pornographic) (αναφορά στην πορνογραφία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
oλωσδιόλου, εντελώςexpression (figurative (thoroughly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Her views make it very plain that she's Conservative to the core. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του core στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του core
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.