Τι σημαίνει το melt στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης melt στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του melt στο Αγγλικά.
Η λέξη melt στο Αγγλικά σημαίνει λιώνω, λιώνω, λιωμένο χιόνι, ζεστό σάντουιτς με λιωμένο τυρί, πέφτω, καταρρέω, λιώνω, ξεπαγώνω, φθίνω, εξατμίζομαι, εξαφανίζομαι, διαλύομαι, εξαφανίζομαι, λιώνω, καταρρέω, καταρρέω, χάνομαι σε, διαλύομαι σε, λιώνω σε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης melt
λιώνωintransitive verb (be heated until liquid) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The ice melted when the sun came out. Ο πάγος έλιωσε όταν βγήκε ο ήλιος. |
λιώνωtransitive verb (heat until liquid) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The cook melted the butter in the pan. Ο μάγειρας έλιωσε το βούτυρο στο τηγάνι. |
λιωμένο χιόνιnoun (melted ice or snow) The melt came down from the mountains in the spring. |
ζεστό σάντουιτς με λιωμένο τυρίnoun (US (type of hot sandwich) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Gary bought a ham and cheese melt at the store. |
πέφτω, καταρρέωintransitive verb (figurative (give in) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When army rolled in the resistance melted. |
λιώνω, ξεπαγώνωphrasal verb, intransitive (thaw) (κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The ice will melt away as the temperature rises. |
φθίνω, εξατμίζομαι, εξαφανίζομαιphrasal verb, intransitive (figurative (feelings: disappear, evaporate) (μεταφορικά, για συναισθήματα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) His anger melted away when she flashed him her beautiful smile. |
διαλύομαι, εξαφανίζομαιphrasal verb, intransitive (figurative (crowd: disperse, disappear) (για πλήθος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Faced with the riot police the crowd melted away. |
λιώνωphrasal verb, transitive, separable (substance) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Melt down used wax and pour it into molds to make new candles. |
καταρρέωphrasal verb, intransitive (nuclear power plant) (τήξη πυρηνικού αντιδραστήρα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) After the accident, the nuclear plant began to melt down. Μετά το ατύχημα, ο πυρηνικός σταθμός άρχισε να καταρρέει. |
καταρρέωphrasal verb, intransitive (emotionally) (μεταφορικά: ψυχολογικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pete is melting down because he is under so much pressure at work. Ο Πιτ κοντεύει να καταρρεύσει, γιατί πιέζεται πολύ με τη δουλειά του. |
χάνομαι σεphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (disappear into) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) After looking at me for a few seconds, she melted into the crowd. She was gone. |
διαλύομαι σε, λιώνω σεphrasal verb, transitive, inseparable (literal (dissolve into) (κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stir the mixture over a low heat until the chocolate melts into the cream. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του melt στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του melt
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.