Τι σημαίνει το merde στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης merde στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του merde στο Γαλλικά.

Η λέξη merde στο Γαλλικά σημαίνει σκατά, γαμώτο!, γαμώτο, φούμαρα, χάλια, γαμώτο!, γαμώτο μου!, να πάρει!, να σε πάρει και να σε σηκώσει!, σκατά, σκουπίδι, κακά, μπαχαντέλα, μάπα, μούφα, μαλακία, Να πάρει!, Να πάρει ο διάολος!, γαμώτο, γλίτσα, λάθος, Στο διάολο!, Στο διάβολο!, αηδίες, λάθος, άχρηστος, έλεος, να πάρει, να πάρει η οργή, να πάρει η ευχή, Ωχ!, Αμάν!, χάλι, φτου, Πω ρε μαλάκα!, Χριστέ μου, βλακεία, αηδία, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω μούσκεμα, τα θαλασσώνω, τα σκατώνω, τα κάνω σκατά, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, άθλιος, ελεεινός, λεχρίτης, ρεμάλι, λασπολόγος, άθλιος, ελεεινός, άθλιος, ελεεινός, σιχαμένος, που δεν αξίζει μία, σε δύσκολη κατάσταση, σε δύσκολη θέση, στριμωγμένος, σε δύσκολη κατάσταση, την έβαψα, γαμώτο, άντε και γαμήσου!, γαμιέσαι!, γαμημένε!, καλή επιτυχία, γάμα το, όχι ρε γαμώτο, όχι ρε πούστη, γάμα με!, γάμα μας!, γαμώτο, γάμα το, Στο διάολο! Άι στο διάολο!, να πάρει, Ο Χριστός κι η Παναγία!, Παναγιά μου!, σκανδαλοθήρας, χάλια μέρα, μπούκα, μεγάλος μπελάς, φέρομαι άσχημα σε κπ, στραβώνω, σε δύσκολη κατάσταση, σε δύσκολη θέση, -, γάμα το, τι στον διάβολο, γαμώτο, σκουπίδι, χοντροπάπουτσο, δυσάρεστο μέρος, χέζω, βλακώδης, ανόητος, Να πάρει!, Φτου!, σκατά, δήθεν, γαμώτο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης merde

σκατά

nom féminin (très familier) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
J'ai marché dans de la merde.
Πάτησα σκατά.

γαμώτο!

interjection (très familier) (καθομιλουμένη, υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Mon père dit « Merde ! » quand il se fait mal.
Ο μπαμπάς μου φωνάζει «Γαμώτο!» όταν χτυπάει.

γαμώτο

interjection (très familier) (καθομιλουμένη, υβριστικό)

Oh ! Merde ! Je suis désolé d'avoir renversé ma bière sur vous.
Όχι, ρε γαμώτο! Συγγνώμη που έχυσα την μπύρα μου πάνω σου.

φούμαρα

(très familier, jeune)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Cette histoire, c'est de la merde !
Η ιστορία του είναι όλο φούμαρα.

χάλια

nom féminin (familier)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il fait un temps de merde aujourd'hui.

γαμώτο!, γαμώτο μου!

(très familier) (καθομ, χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Arrête de m'interrompre, merde !
Σταμάτα να με διακόπτεις, γαμώτο!

να πάρει!

(très familier) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Et merde !", j'ai crié quand le ballon m'a glissé entre les mains encore une fois.

να σε πάρει και να σε σηκώσει!

(très familier) (καθομιλουμένη, μειωτικό)

σκατά

nom féminin (vulgaire : matière fécale) (χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La salle de bain était dégueulasse, avec de la merde tout autour des toilettes.
Η τουαλέτα ήταν λερωμένη με σκατά στο πάτωμα δίπλα στη λεκάνη.

σκουπίδι

nom féminin (très familier, vulgaire) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κακά

nom féminin (familier, vulgaire) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μπαχαντέλα, μάπα, μούφα

(très familier : objet) (αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si cette voiture ne t'a coûté que quelques centaines d'euros, ça doit être de la merde !

μαλακία

(très familier) (υβριστικό: λάθος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Να πάρει!, Να πάρει ο διάολος!

(très familier) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Merde ! J'ai oublié mes clés !
Να πάρει! Ξέχασα τα κλειδιά μου.

γαμώτο

(très familier) (υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Merde alors ! J'ai enfermé les clés dans la voiture.
Όχι ρε πούστη! Άφησα τα κλειδιά μου στο αυτοκίνητο.

γλίτσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λάθος

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Στο διάολο!, Στο διάβολο!

(familier) (υβριστικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Zut ! Qu'est-ce tu veux que j'y fasse !
Στο διάολο πια! Τι θέλεις να κάνω;

αηδίες

(figuré : nourriture) (μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La cafétéria servait une bouillie dégueulasse pour le déjeuner alors Steve est allé se chercher un kebab

λάθος

(familier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άχρηστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έλεος

να πάρει, να πάρει η οργή, να πάρει η ευχή

(un peu familier) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Να πάρει! Χτύπησα ξανά το γόνατό μου στο θρανίο!

Ωχ!, Αμάν!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Bon sang, j'ai oublié mon stylo. Je peux emprunter le tien ?

χάλι

nom féminin (argot)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φτου

(un peu familier) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Zut ! J'ai oublié mon portefeuille.
Γαμώτο! Ξέχασα το πορτοφόλι μου.

Πω ρε μαλάκα!

(αργκό: έκπληξη)

Χριστέ μου

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Purée, je n'arrive pas à croire qu'elle ait dit ça de moi !

βλακεία, αηδία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tu lis ça ? Je croyais que c'était des bêtises.
Το διαβάζεις αυτό; Νόμιζα ότι ήταν βλακεία.

τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω μούσκεμα

verbe intransitif (vulgaire) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα θαλασσώνω

verbe intransitif (familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'essayais d'arranger les choses mais je n'ai fait qu'empirer la situation ; j'ai merdé.

τα σκατώνω, τα κάνω σκατά

(vulgaire) (προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle a merdé son examen.
Τα έκανε μαντάρα στο διαγώνισμα.

τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je comptais sur lui pour la comptabilité mais il a complètement merdé.
Βασιζόμουν σε αυτόν να κάνει σωστά τους υπολογισμούς, αλλά τα έκανε θάλασσα.

άθλιος, ελεεινός

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La voiture toute pourrie de Frank semble être sur le point de lâcher.

λεχρίτης, ρεμάλι

nom masculin (vulg) (καθομ, προσβλητικό)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

λασπολόγος

nom masculin (familier, péjoratif)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

άθλιος, ελεεινός

(très familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άθλιος, ελεεινός, σιχαμένος

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν αξίζει μία

locution adjectivale (très familier) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
C'est vraiment un disque de merde : aucune ligne mélodique, aucun rythme, des paroles incompréhensibles...

σε δύσκολη κατάσταση, σε δύσκολη θέση

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Sophia s'est mise dans la panade (or: dans le pétrin) quand elle s'est enfermée hors de sa chambre d'hôtel.

στριμωγμένος

(un peu familier) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Stan se tourne généralement vers Larry quand il est dans le pétrin.

σε δύσκολη κατάσταση

(un peu familier)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ils allaient se mettre dans le pétrin, à faire les marioles devant le patron.
Οδηγούνταν σε δύσκολη κατάσταση αντιδρώντας σαν ανόητοι μπροστά στο αφεντικό.

την έβαψα

locution verbale (figuré, familier) (καθομιλουμένη)

γαμώτο

(vulgaire) (καθομ, υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

άντε και γαμήσου!, γαμιέσαι!, γαμημένε!

interjection (vulgaire) (προσβλητικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Putain de merde ! Je viens de me cogner l'orteil !

καλή επιτυχία

interjection (familier : bonne chance)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Quand il a quitté la loge, les autres acteurs lui ont crié : « Merde ! ».
Καθώς έφευγε από το καμαρίνι οι άλλοι ηθοποιοί του θιάσου φώναξαν «Καλή επιτυχία!»

γάμα το

interjection (vulgaire) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Putain, je comprends que dalle à cette question !

όχι ρε γαμώτο, όχι ρε πούστη

(très familier)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Merde alors ! Je n'arrive pas à croire que tu aies dit ça !

γάμα με!, γάμα μας!

interjection (vulgaire) (μτφ, χυδαίο: έκπληξη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Putain ! Cette bouffe est trop épicée pour moi !

γαμώτο

(très familier) (καθομ, υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
« Notre avion part dans une heure ! » « Merde alors ! Je pensais qu'on avait encore cinq heures ! »

γάμα το

interjection (très familier) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Στο διάολο! Άι στο διάολο!

(très familier) (αργκό, προσβλητικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

να πάρει

interjection (familier)

Ο Χριστός κι η Παναγία!, Παναγιά μου!

(très familier, vulgaire) (έκπληξη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

σκανδαλοθήρας

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

χάλια μέρα

nom féminin (très fam)

On m'a volé mon vélo et mon portefeuille. Quelle journée de merde !

μπούκα

(familier : bouche) (αργκό: στόμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
À chaque fois qu'il ouvre sa boîte à camembert, il dit quelque chose d'idiot.
Κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του, λέει ανοησίες.

μεγάλος μπελάς

nom masculin (vulgaire) (καθομιλουμένη)

φέρομαι άσχημα σε κπ

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στραβώνω

(vulgaire) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σε δύσκολη κατάσταση, σε δύσκολη θέση

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Emma s'est retrouvée dans la panade (or: dans le pétrin) quand sa voiture est tombée en panne à des kilomètres du garage le plus proche.

-

(vulgaire) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il a lâché ce putain de gros clébard sur moi.
Έβαλε το τεράστιο κωλόσκυλό του να μου ορμήσει.

γάμα το

interjection (très familier : avec une décision) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Et puis merde ! Si vous ne vous décidez pas, moi, je me casse.

τι στον διάβολο

(vulgaire) (υβριστικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
« C'est quoi ce bordel ? » dit Eugene en fixant les instructions et en se grattant la tête.
«Τι στον διάβολο;» είπε ο Ευγένιος κοιτώντας τις οδηγίες και ξύνοντας το κεφάλι του.

γαμώτο

(familier) (καθομιλουμένη, χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ah merde ! J'ai oublié ma mallette dans le bus.

σκουπίδι

nom féminin (vulgaire) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χοντροπάπουτσο

(καθομ, αποδοκιμασίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δυσάρεστο μέρος

nom masculin (vulgaire)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Je n'en peux plus d'habiter cet endroit de merde !

χέζω

(très familier) (αργκό, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Et puis merde ! Je rentre chez moi !

βλακώδης, ανόητος

locution adjectivale (vulgaire)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu crois à ces histoires de merde comme quoi des extra-terrestres se feraient passer pour des humains ?
Πιστεύεις αυτή τη μαλακία ιστορία πως δήθεν οι εξωγήινοι μεταμφιέζονται σε ανθρώπους;

Να πάρει!, Φτου!

(un peu familier)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Mary se cogna l'orteil. "Mince !", cria-t-elle.
Η Μαίρη χτύπησε το δάχτυλο του ποδιού της. Να πάρει!, Φτου! αναφώνησε.

σκατά

interjection (très familier) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Merde ! Je me suis enfermé dehors !

δήθεν

γαμώτο

interjection (familier) (χυδαίο, μτφ, αργκό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του merde στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.