Τι σημαίνει το midi στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης midi στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του midi στο Γαλλικά.

Η λέξη midi στο Γαλλικά σημαίνει μεσημέρι, μεσημέρι, μεσημέρι, δώδεκα η ώρα, ώρα για μεσημεριανό, ώρα του μεσημεριανού, δώδεκα, το απόγευμα, απόγευμα, απόγευμα, απόγευμα, μεσημεριανος, μεσημβρινός, απογευματινός, το μεσημέρι, στις δώδεκα το μεσημέρι, το μεσημέρι, στις δώδεκα το μεσημέρι, πριν το μεσημέρι, χθες το απόγευμα, αύριο το απόγευμα, διάλειμμα για μεσημεριανό, απογευματινή βάρδια, δύο η ώρα, νωρίς το απόγευμα, μεσημεριανός, μεσημεριάτικος, μ.μ., το απόγευμα, απογευματινός, η απογευματινή βάρδια, το απόγευμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης midi

μεσημέρι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Laura prenait toujours sa pause-déjeuner à midi et ne revenait pas au bureau avant 13 heures.
Η Λώρα πάντα πήγαινε για φαγητό στις 12 το μεσημέρι και δεν επέστρεφε στη δουλειά μέχρι τη μία.

μεσημέρι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La conférence s'interrompra à midi pour le déjeuner.
Η διάσκεψη θα κάνει παύση το μεσημέρι για γεύμα.

μεσημέρι

nom masculin (κυριολεκτικά: ακριβώς)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
À midi, le soleil est juste au-dessus ; on ne voit pas son ombre sous l'équateur.

δώδεκα η ώρα

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Le magasin ferme à midi et rouvre à quatorze heures.

ώρα για μεσημεριανό, ώρα του μεσημεριανού

nom masculin (courant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pourquoi faites-vous cette tête-là ? C'est bientôt midi !
Γιατί είστε όλοι τόσο σκυθρωποί; Σε λίγο είναι η ώρα για το μεσημεριανό!

δώδεκα

(journée)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
« Quelle heure est-il ? » « Midi. »
«Τι ώρα είναι;» «Δώδεκα.»

το απόγευμα

adverbe (habitude)

απόγευμα

(χρονικό διάστημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'irai au magasin cet après-midi, je serai trop occupé le matin.
Θα πάω για ψώνια το απόγευμα γιατί το πρωί θα έχω πολλή δουλειά.

απόγευμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

απόγευμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Je finis le travail plus tôt le vendredi après-midi.
Φεύγω νωρίς από τη δουλειά τις Παρασκευές το μεσημέρι.

μεσημεριανος, μεσημβρινός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απογευματινός

(απόγευμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

το μεσημέρι, στις δώδεκα το μεσημέρι

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Du lundi au vendredi, le déjeuner est servi à midi.

το μεσημέρι, στις δώδεκα το μεσημέρι

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mon frère doit arriver à midi. Le bureau ferme à midi pour le déjeuner.
Ο αδελφός μου είναι να φτάσει το μεσημέρι. Το γραφείο κλείνει στις δώδεκα το μεσημέρι για γεύμα.

πριν το μεσημέρι

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je vais me promener avant midi pour être rentrer pour le déjeuner. J'espère que tu peux arriver avant midi.
Θα κάνω τον περίπατό μου πριν το μεσημέρι και ελπίζω να είμαι σπίτι την ώρα του γεύματος. Ελπίζω να μπορέσεις να φτάσεις πριν το μεσημέρι.

χθες το απόγευμα

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αύριο το απόγευμα

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

διάλειμμα για μεσημεριανό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pendant ma pause déjeuner, je vais souvent chercher un sandwich au salon de thé d'à côté. J'ai droit à une pause déjeuner non payée d'une demi-heure.
Στο διάλειμμα για μεσημεριανό συχνά πηγαίνω στη διπλανή καφετέρια για ένα σάντουιτς. Έχω μισή ώρα διάλειμμα για μεσημεριανό άνευ αποδοχών.

απογευματινή βάρδια

nom féminin (travail, équivalent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δύο η ώρα

nom féminin pluriel

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Tous les jours vers deux heures, j'ai un coup de fatigue.

νωρίς το απόγευμα

nom masculin

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il est préférable de me joindre juste après le déjeuner, en (tout) début d'après-midi.

μεσημεριανός, μεσημεριάτικος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les enfants rentrèrent à la maison dès qu'ils entendirent le coup de sifflet de midi.
Τα παιδιά πήγαιναν στο σπίτι μόλις άκουγαν το μεσημεριανό σφύριγμα.

μ.μ.

locution adverbiale (avant 18 h environ) (σντμ: μετά μεσημβρίαν)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je passe te prendre à 16 heures.
Θα σε πάρω στις 4 μ.μ.

το απόγευμα

(moment imprécis)

Je n'ai pas le temps de le faire ce matin : j'essaierai de le faire dans l'après-midi.

απογευματινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Audrey a allumé sa cigarette de l'après-midi et en tira une grosse bouffée.
Πάντα παίρνω έναν μεσημεριανό υπνάκο.

η απογευματινή βάρδια

(travail, équivalent) (ανάλογα με την ώρα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το απόγευμα

(heure)

Mon avion décolle à cinq heures de l'après-midi

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του midi στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του midi

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.