Τι σημαίνει το mestre στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mestre στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mestre στο πορτογαλικά.

Η λέξη mestre στο πορτογαλικά σημαίνει μάστορας, αυθεντία, μετρ, μαιτρ, κύριος, μάστορας, κύριος, δάσκαλος, αρχι-, εργοδηγός, μαλαγάνας, γαλίφης, αστέρι, μέντορας, έμπειρος επαγγελματίας, εξπέρ, μάστερ, άριστος σε κτ, κύριος, ο Κύριος, λογιστικό βιβλίο, παρουσιαστής, φροντιστής, μάγειρας, κεντρική κορίνα, παρουσιαστής, διευθυντής χορωδίας, αυτός που κάνει πρόποση σε επίσημο δείπνο, αριστοτεχνικός χειρισμός, παρουσιαστής/οικοδεσπότης μιας εκδήλωσης, μεγάλος ζωγράφος, σχέδιο, κάνε ό,τι κάνω, MSc, MSc., κάνω παρουσίαση, εκτελώ χρέη παρουσιαστή, παρουσιάζω εκδήλωση, ημερολόγιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mestre

μάστορας

substantivo masculino (perito) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ele é mestre em consertar carros velhos.
Είναι μάστορας (or: μετρ) στο να επισκευάζει παλιά αυτοκίνητα.

αυθεντία

(conhecedor)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele é um mestre no estudo de textos antigos.
Είναι αυθεντία στη μελέτη των αρχαίων κειμένων.

μετρ, μαιτρ

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Ele é um dos mestres mais jovens de todos os tempos, mas suas habilidades no xadrez são incríveis.
Είναι από τους νεότερους μετρ που υπήρξαν ποτέ, αλλά οι ικανότητές του στο σκάκι είναι απίστευτες.

κύριος

substantivo masculino (informática)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
O primeiro disco é o mestre; o outro é subordinado.
Ο πρώτος δίσκος είναι ο κύριος (or: μάστερ) και ο άλλος είναι ο υποτελής.

μάστορας

substantivo masculino (artista)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Depois de anos como aprendiz de carpintaria, ele se tornou um mestre.
Μετά από χρόνια ως μαθητευόμενος ξυλουργός, έγινε τελικά μάστορας.

κύριος, δάσκαλος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O professor espera que terminemos nosso trabalho escolar a tempo.
Ο κύριος (or: δάσκαλος) θέλει να έχουμε τελειώσει την εργασία μας στην ώρα μας.

αρχι-

substantivo masculino

εργοδηγός

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαλαγάνας, γαλίφης

(pessoa hábil e competente)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αστέρι

(informal, figurado: especialista) (καθομ, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dan é meio mago quando se trata de assar.
Ο Νταν είναι αστέρι στη ζαχαροπλαστική.

μέντορας

substantivo masculino (σύμβουλος, δάσκαλος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Os alunos são indicados a mentores que os ajudam com suas carreiras.
Οι σπουδαστές ανατίθενται σε μέντορες που καθοδηγούν την σταδιοδρομία τους.

έμπειρος επαγγελματίας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξπέρ, μάστερ

(ειδικός σε κάτι)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

άριστος σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κύριος

(με γενική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Οι ενήλικες είναι κύριοι της μοίρας τους.

ο Κύριος

(Jesus Cristo)

λογιστικό βιβλίο

(contabilidade)

Ben registrou a venda no livro razão.
Ο Μπεν πέρασε την πώληση στο λογιστικό βιβλίο.

παρουσιαστής

substantivo masculino e feminino (θέαμα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φροντιστής

(στρατός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μάγειρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Trevor é um excelente cozinheiro.
Ο Τρέβορ είναι εξαιρετικός μάγειρας.

κεντρική κορίνα

(boliche) (μπόουλινγκ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παρουσιαστής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διευθυντής χορωδίας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αυτός που κάνει πρόποση σε επίσημο δείπνο

(em jantares formais)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αριστοτεχνικός χειρισμός

expressão

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παρουσιαστής/οικοδεσπότης μιας εκδήλωσης

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μεγάλος ζωγράφος

substantivo masculino (του παρελθόντος)

σχέδιο

(ευρείας κλίμακας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάνε ό,τι κάνω

expressão (brincadeira infantil) (παιδικό παιχνίδι)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

MSc, MSc.

(σντμ: τίτλος, σε όνομα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κάνω παρουσίαση, εκτελώ χρέη παρουσιαστή

(πχ για απονομή βραβείων)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρουσιάζω εκδήλωση

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ημερολόγιο

(contabilidade)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O gerente registrou todas as transações do dia no livro diário.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mestre στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.