Τι σημαίνει το golpe στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης golpe στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του golpe στο πορτογαλικά.

Η λέξη golpe στο πορτογαλικά σημαίνει πραξικόπημα, γερό χτύπημα, δυνατό χτύπημα, πραξικόπημα, σφαλιάρα, χτύπημα, τελειωτικό χτύπημα, αναποδιά, κακοτυχία, χτύπημα, χτύπημα, χτύπημα, απάτη, κομπίνα, χτύπημα, χτύπημα, χτύπημα, χτύπημα, χτυπάω, χτυπώ, δέρνω, χτύπημα, νύξη, λαβή, πλήγμα, χτύπημα, χτύπημα, χτύπημα, χτύπημα, χτύπημα, πλήγμα, ρυθμός, χτύπημα στο σώμα, χτύπημα, απάτη, απάτη, χτύπημα, χτύπημα, μαχαιριά, χτύπημα, απάτη, ανατροπή, νοκ άουτ, νοκ-άουτ, δυνατή γροθιά τύπου swing, εξαπατώ, χτύπημα κάτω από τη ζώνη, χτύπημα κάτω από τη μέση, καθαρή τύχη, χαριστική βολή, αριστοτεχνικός χειρισμός, χτύπημα νοκ άουτ, διπλό χτύπημα, χαριστική βολή, πραξικόπημα, σκληρό χτύπημα/πλήγμα, ισχυρό χτύπημα, στρατιωτικό πραξικόπημα, καλοτυχία, καλή τύχη, oπτικό πεδίο ανάγνωσης λέξεων, πολιτική αναταραχή, επιτυχημένη κίνηση δημοσίων σχέσεων, χτυπώ φλέβα χρυσού, χτυπάω κάτω από τη ζώνη, χτυπώ κάτω από τη ζώνη, δίκαιος, σωστός, σύμπτωση, τελειωτικό χτύπημα, τέρμα, τέλος, διπλό χτύπημα, συμφορά, σκληρό συναισθηματικό πλήγμα, ισχυρό πλήγμα, καλή τύχη, χτυπάω, ρίχνω τσεκουριά σε κπ, μαχαιριά, χτύπημα, καλή τύχη, εξαπατώ, κοροϊδεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης golpe

πραξικόπημα

substantivo masculino (militar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A facção oposta realizou um golpe, depondo o presidente eleito. O general se tornou um ditador através de um golpe de estado.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η παράταξη της αντιπολιτευτικής έκανε πραξικόπημα, ανατρέποντας τον εκλεγμένο πρόεδρο. Ο στρατηγός έγινε δικτάτορας μετά από ένα πραξικόπημα.

γερό χτύπημα, δυνατό χτύπημα

substantivo masculino

πραξικόπημα

substantivo masculino (política) (πολιτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σφαλιάρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χτύπημα

substantivo masculino (pancada)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Precisou de três golpes de machado para partir o tronco em dois.
Χρειάστηκαν τρεις τσεκουριές για να κοπεί το κούτσουρο στα δύο.

τελειωτικό χτύπημα

substantivo masculino (figurado, informal)

αναποδιά, κακοτυχία

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χτύπημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O golpe de Sandy na mesa chamou a atenção de todo mundo.
Το χτύπημα της Σάντυ στο τραπέζι τράβηξε την προσοχή όλων.

χτύπημα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ele recebeu 40 golpes de chicote como punição.
Για τιμωρία δέχτηκε 40 χτυπήματα με το μαστίγιο.

χτύπημα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O jogador teve de sair depois de um golpe na cabeça.
Ο παίχτης έπρεπε να βγει εκτός μετά από χτύπημα στο κεφάλι.

απάτη, κομπίνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fred perdeu duzentos dólares em um golpe.
Ο Φρεντ έχασε διακόσια δολάρια σε μια απάτη.

χτύπημα

(με λεπίδα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Um golpe poderoso do machado foi suficiente para derrubar a árvore.
Μία δυνατή τσεκουριά ήταν αρκετή για να κοπεί το δέντρο.

χτύπημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O boxeador sentiu o golpe do adversário.
Ο μποξέρ ένιωσε το χτύπημα του αντιπάλου του.

χτύπημα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O golpe o derrubou, mas ele logo se reergueu.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δέχτηκε αλλεπάλληλα πλήγματα στο πρόσωπο.

χτύπημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A criança sentiu o golpe suave de Lisa e imediatamente parou de se comportar mal.

χτυπάω, χτυπώ, δέρνω

(ato de bater em alguém)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Έφαγε ξύλο από μέλη μιας συμμορίας.

χτύπημα

(batida com a cabeça)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νύξη

substantivo masculino (figurado: investida)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο πρόεδρος έριξε μερικές μπηχτές στους ανταγωνιστές του.

λαβή

substantivo feminino (luta)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O adversário do lutador tombou com o golpe.

πλήγμα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A perda de financiamento foi um grande golpe no progresso do projeto.

χτύπημα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Com um golpe rápido, o homem quebrou o tabuleiro ao meio com a mão.

χτύπημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O golpe do vento contra as velas as danificou.

χτύπημα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O pugilista deu um bom golpe no rosto de seu oponente.

χτύπημα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Durante a luta, recebi um golpe na bochecha que deixou uma marca vermelha.

χτύπημα, πλήγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρυθμός

(figurado, veloz)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O bando de homens saiu em disparada.

χτύπημα στο σώμα

substantivo masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χτύπημα

substantivo masculino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A notícia de que o marido dela tinha morrido foi um grande golpe (or: choque).
Τα νέα για τον χαμό του άντρα της αποτέλεσαν βαρύ πλήγμα.

απάτη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Patricia foi pega em uma fraude e perdeu muito dinheiro.
Η Πατρίσια έπεσε θύμα απάτης και έχασε πολλά λεφτά.

απάτη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O chefe da empresa foi preso por organizar uma grande fraude de seguros.
Ο προϊστάμενος της εταιρείας συνελήφθη για την οργάνωση μιας μεγάλης ασφαλιστικής απάτης.

χτύπημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jim levou uma batida na cabeça no acidente.
Ο Τζιμ δέχτηκε ένα χτύπημα στο κεφάλι στο ατύχημα.

χτύπημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
As pernas de Chelsea estão cobertas de pancadas e hematomas, porque ela não olha por onde anda.

μαχαιριά

(dor) (μτφ: σε κτ ή από κτ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A palestrante sentiu uma pontada de medo quando viu quantas pessoas havia na platéia.

χτύπημα

substantivo masculino (golpe rápido, cutucão)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Μου έριξε ένα μία στα πλευρά και φώναξε «Ξύπνα!».

απάτη

(ato fraudulento)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανατροπή

substantivo feminino (governo) (κυβέρνησης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As pessoas nas ruas agora estão exigindo a queda do governo.
Ο κόσμος στους δρόμους απαιτεί τώρα την ανατροπή της κυβέρνησης.

νοκ άουτ, νοκ-άουτ

(μποξ: η τελική γροθιά)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

δυνατή γροθιά τύπου swing

(gíria, boxe)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εξαπατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O vigarista defraudou muitas pessoas com um investimento em uma empresa falsa.
Ο απατεώνας εξαπάτησε πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι επένδυσαν σε μια εικονική εταιρεία.

χτύπημα κάτω από τη ζώνη, χτύπημα κάτω από τη μέση

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Falar dos problemas do passado dele foi golpe baixo.
Η αναφορά σου στα παλιά προβλήματά του ήταν φθηνή επίθεση (or: άνανδρη επίθεση).

καθαρή τύχη

substantivo masculino (acontecimento de sorte)

χαριστική βολή

(figurado: destruidor) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αριστοτεχνικός χειρισμός

expressão

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χτύπημα νοκ άουτ

(boxe)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διπλό χτύπημα

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χαριστική βολή

(μεταφορικά)

πραξικόπημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκληρό χτύπημα/πλήγμα

substantivo masculino (literal: soco forte) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ισχυρό χτύπημα

(literal: soco forte) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στρατιωτικό πραξικόπημα

(tomada do poder de um país pelos militares)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλοτυχία, καλή τύχη

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ήταν καλή τύχη που βρήκα θέση να παρκάρω στον πολυσύχναστο δρόμο.

oπτικό πεδίο ανάγνωσης λέξεων

(πόσες λέξεις διαβάζουμε με μια ματιά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πολιτική αναταραχή

(queda ou rompimento de um governo)

επιτυχημένη κίνηση δημοσίων σχέσεων

(algo que tem boa publicidade ou reputação)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτυπώ φλέβα χρυσού

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χτυπάω κάτω από τη ζώνη, χτυπώ κάτω από τη ζώνη

expressão (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίκαιος, σωστός

expressão

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σύμπτωση

(chance de acontecimento)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τελειωτικό χτύπημα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τέρμα, τέλος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διπλό χτύπημα

(boxe)

συμφορά, σκληρό συναισθηματικό πλήγμα

substantivo masculino (figurativo: queda, derrota emocional) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ισχυρό πλήγμα

(figurativo: queda, derrota emocional) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλή τύχη

expressão

χτυπάω

(bater precisamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Μου έριξε μία στα πλευρά και είπε «Σσσ!».

ρίχνω τσεκουριά σε κπ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μαχαιριά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rachel pegou a faca e partiu o pacote com um golpe de faca.
Η Ρέιτσελ πήρε το μαχαίρι και έσκισε το πακέτο με μια μαχαιριά.

χτύπημα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλή τύχη

εξαπατώ, κοροϊδεύω

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του golpe στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του golpe

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.