Τι σημαίνει το mezclar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mezclar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mezclar στο ισπανικά.
Η λέξη mezclar στο ισπανικά σημαίνει ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμειγνύομαι, ανακατεύομαι, ταιριάζω, μιξάρω, ανακατεύω, αναμειγνύω, ανακατεύω, αναμιγνύω, αναμειγνύω, ανακατεύω, ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύω, ανακατεύω, προσθέτω κτ στο μίγμα, ανακατεύω, μπερδεύω, ανακατεύω, ανακατεύω, ενώνω, ανακατεύω, ανακατεύω, μπερδεύω, ανακατεύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ, ανακατεύω, δημιουργώ μουσικό mashup, δημιουργώ mashup, ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύω, αναμειγνύω, επενδύω μουσικά, αναμειγνύω, συγχωνεύω, ανακατεύω, αναμιγνύω, ανακατεύω, ενώνω, συγχωνεύω, συνδυάζω, μπερδεύω, ανακατεύω, ενώνω, συνδυάζω, ανακατεύω, ανακατεύω, παρασκευάζω, συγκολλώ, συνδυάζω, ανακατεύω τράπουλα/χαρτιά, ενώνω, ποτό το οποίο χρησιμοποιείται για ανάμιξη, μη ενσωματωμένος, μη αναμεμειγμένος, κουτάλα, συγχωνεύω, ενώνω, ανακατεύω από πριν, ανακατεύω, εμπλέκω, ανακατεύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ, μπερδεύω κτ με κτ, ανακατεύω,συνδυάζω, ανακατεύω κτ με κτ, αναμιγνύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ, συνδυάζω, ενώνω, μπερδεύω κτ με κτ, ανακατεύω, σβήνω κτ με κτ, ανακατεύω, συνδυάζω, ανακατεύω, συνδυάζω κτ με κτ, ανακατεύω κτ με κτ, απαλό ανακάτεμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mezclar
ανακατεύω, αναμειγνύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mezclamos pintura roja y amarilla para obtener pintura naranja. Ανακατέψαμε (or: αναμείξαμε) κόκκινη και κίτρινη μπογιά για να φτιάξουμε πορτοκαλί μπογιά. |
αναμειγνύομαι, ανακατεύομαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sólo agrega el agua y el jugo y se mezclarán solos. Απλά προσθέστε το νερό και το χυμό και θα αναμειχθούν (or: ανακατευτούν) μόνα τους. |
ταιριάζω(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dicen que los hombres estadounidenses y las mujeres españolas mezclan muy bien. Λένε ότι οι Αμερικάνοι με τις Ισπανίδες ταιριάζουν πολύ καλά μεταξύ τους. |
μιξάρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ese DJ mezcló las dos tonadas con pericia. Deberíamos ir a la disco otra vez. Ο DJ μίξαρε τα δυο κομμάτια με επιδεξιότητα. Πρέπει να ξαναπάμε σ' αυτό το κλαμπ. |
ανακατεύω, αναμειγνύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bate la mantequilla con el azúcar y luego añade los huevos. Ανακατέψτε (or: αναμείξτε) το βούτυρο με τη ζάχαρη και προσθέστε τα αυγά. |
ανακατεύω, αναμιγνύω, αναμειγνύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Primero, mezcla los ingredientes con un batidor. Πρώτα, ανακάτεψε τα υλικά με ένα σύρμα. |
ανακατεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακατεύω, αναμειγνύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ponga la mantequilla blanda en un bol y vaya incorporándole el azúcar mezclando suavemente. Βάλε το βούτυρο που έχει μαλακώσει σε ένα μπολ και ανακάτεψε αργά τη ζάχαρη. |
αναμιγνύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si mezclas el amarillo con el azul obtienes verde. |
ανακατεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσθέτω κτ στο μίγμαverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ahora, utilizando una espátula, le mezclamos la harina previamente tamizada. |
ανακατεύω, μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακατεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mezcla los ingredientes para hacer una masa suave. Ανακάτεψε τα υλικά για να φτιάξεις ένα λείο κουρκούτι. |
ανακατεύω, ενώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακατεύω(ensalada) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Karen puso el aderezo sobre la ensalada y lo mezcló. Η Κάρεν έριξε τη σάλτσα πάνω στη σαλάτα και την ανακάτεψε. |
ανακατεύωverbo transitivo (κάτι, κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La historia del testigo mezclaba verdades y mentiras hasta el punto de no poder distinguir cuál era cuál. |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El pastelero mezcló la sal con el azúcar, por lo que la torta estaba incomible. |
ανακατεύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτverbo transitivo (τρίβοντας τα υλικά) Mezcla la mantequilla con la harina hasta que haya grumos y luego añade el agua. Ανακάτεψε το βούτυρο με το αλεύρι μέχρι να σβολιάσει κι έπειτα πρόσθεσε το νερό. |
ανακατεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por favor no mezcles mis piezas de ajedrez. Σε παρακαλώ μην ανακατέψεις τα πιόνια απ' το σκάκι μου. |
δημιουργώ μουσικό mashup, δημιουργώ mashup
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La tienda de té del centro mezcla té verde con té de hierbas para hacer su mezcla de autor. Το κατάστημα τσαγιού στο κέντρο της πόλης αναμειγνύει πράσινο τσάι με τσάι από βότανα για να φτιάξει το χαρακτηριστικό ρόφημά του. |
αναμειγνύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El trabajador mezcló la cal con el cemento. |
επενδύω μουσικάverbo transitivo (την ταινία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El estudio mezcló la música en la película antes de que acabaran lo demás. |
αναμειγνύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγχωνεύω(κάτι με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los vinicultores mezclaron Merlot y Cabernet Sauvignon en su nuevo vino. |
ανακατεύω, αναμιγνύωverbo transitivo (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puedes mezclar harina con un poco de agua para hacer pegamento. |
ανακατεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Revuelve todos los ingredientes con una cuchara. Ανακατέψτε όλα τα υλικά μ' ένα κουτάλι. |
ενώνω, συγχωνεύω, συνδυάζω(κτ με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El latón se obtiene de amalgamar cobre y cinc. |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακατεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Emma barajó y después repartió las cartas. |
ενώνω, συνδυάζω(κτ με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακατεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El crupier barajó las cartas. Αυτός που μοίραζε ανακάτεψε την τράπουλα. |
ανακατεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jefe se puso a revolver los papeles sin saber qué decirle al empleado que acababa de despedir. Το αφεντικό ανακάτεψε τα χαρτιά του νευρικά χωρίς να ξέρει τι να πει στον υπάλληλο που είχε μόλις απολύσει. |
παρασκευάζω(με ανάμειξη συστατικών) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Voy a preparar unos licuados de frutillas. Θα φτιάξω μερικά μιλκ σέικ φράουλα. |
συγκολλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνδυάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esta película combina terror y humor para asustar y hacer reír. |
ανακατεύω τράπουλα/χαρτιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ενώνωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ποτό το οποίο χρησιμοποιείται για ανάμιξη(bebida) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Quiero una botella de vodka, sin mezclas. |
μη ενσωματωμένοςlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μη αναμεμειγμένοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κουτάλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Utilice una cuchara de mezclar para batir los ingredientes. |
συγχωνεύω, ενώνω(κάτι με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακατεύω από πρινlocución verbal (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ανακατεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mezcla la harina, los huevos y la leche hasta que tengas una masa sin grumos. |
εμπλέκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡No me metas en tus problemas! |
ανακατεύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ
Usa la cuchara de madera para lentamente mezclar el chocolate con la mantequilla. |
μπερδεύω κτ με κτlocución verbal |
ανακατεύω,συνδυάζωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si mezclas azul y rojo obtienes violeta. |
ανακατεύω κτ με κτ, αναμιγνύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ
Julia mezcló los huevos con la leche. Η Τζούλια ανακάτεψε τα αυγά με λίγο γάλα. |
συνδυάζω, ενώνω(κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El orfebre mezcló oro con plata para crear un anillo más barato. |
μπερδεύω κτ με κτlocución verbal |
ανακατεύω(κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σβήνω κτ με κτ(χρώμα, σταδιακά) Mezcle la pintura azul con la verde utilizando un pincel blando. Σβήσε το μπλε με το πράσινο χρησιμοποιώντας ένα μαλακό πινέλο. |
ανακατεύωlocución verbal (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jardín mezcla la jardinería tradicional con áreas más naturales y salvajes. |
συνδυάζω(κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La elegancia de Audrey Hepburn es intemporal ya que mezcla el estilo con la clase. Συνδυάζοντας το στυλ με την αριστοκρατικότητα, το στυλ της Ώντρεϋ Χέπμπεορν είναι διαχρονικό. |
ανακατεύω(κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gary puso pastillas para dormir en su bebida antes de irse a la cama. Ο Γκάρυ έβαλε στο ποτό του λίγο υπνωτικό πριν πάει για ύπνο. |
συνδυάζω κτ με κτ
El color verde mezcla el azul con el amarillo. Το χρώμα πράσινο είναι συνδυασμός του μπλε και του κίτρινου. |
ανακατεύω κτ με κτ
La artista combinó el verde y el azul en su pintura. |
απαλό ανακάτεμα(mezclar sin batir) (μαγειρική) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mezclar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του mezclar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.