Τι σημαίνει το combinar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης combinar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του combinar στο ισπανικά.

Η λέξη combinar στο ισπανικά σημαίνει ταιριάζω, ταιριάζω, ανακατεύω, αναμιγνύω, αναμειγνύω, ενώνω, ταιριάζω, αναμιγνύω, ταιριάζω, ταιριάζω, συνδυάζω, δένω, ενώνω, συνδυάζω, συγχωνεύω, ταιριάζω, σετάρω, αθροίζω, ενώνω, συνδυάζω, που ταιριάζει, ταιριάζω, ανακατεύω, ενώνω, ταιριάζω, συγχωνεύω, συγχωνεύω, συνενώνω, ανακατεύω, αναμιγνύω, κάνω μετεπιβίβαση, ανακατεύω κτ με κτ, αναμιγνύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ, πάω μαζί, ταιριάζω, πάω μαζί, ταιριάζω, συνδυάζω, ταιριάζω, επανασυνθέτω, επανασυναρμολογώ, συγχωνεύω, ενώνω, ανακατεύω, που δεν μου κάνει, ανακατεύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ, ανακατεύω,συνδυάζω, συνδυάζω κτ με κυ, συνδυάζω, ενώνω, συνδυάζω, αρμονικός,συνδυασμένος, ανακατεύω, ταιριάζω με κτ, ταιριάζω με κτ, συνδυάζω κτ με κτ, ανακατεύω κτ με κτ, ενώνω, συνδέω, δεν ταιριάζω με κτ, ταιριάζω με κτ, δεν ταιριάζω κτ σωστά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης combinar

ταιριάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hiciste un buen trabajo haciendo que toda la decoración de este cuarto combine tan bien.
Κατάφερες πολύ καλά να κάνεις όλα τα έπιπλα σε αυτό το δωμάτιο να ταιριάζουν τόσο καλά με την ταπετσαρία.

ταιριάζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿La ropa que llevo combina bien?
Ταιριάζουν τα ρούχα μου;

ανακατεύω, αναμιγνύω, αναμειγνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Primero, mezcla los ingredientes con un batidor.
Πρώτα, ανακάτεψε τα υλικά με ένα σύρμα.

ενώνω, ταιριάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναμιγνύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Combinando amarillo y azul se obtiene verde.

ταιριάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los colores de la sala de reuniones combinan bien.
Τα χρώματα στην αίθουσα συσκέψεων ταιριάζουν ωραία.

ταιριάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La paleta de color de este cuarto combina muy bien.

συνδυάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esta película combina terror y humor para asustar y hacer reír.

δένω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La nueva silla combina muy bien con esta habitación.

ενώνω, συνδυάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se combinan varios materiales en la fabricación de plásticos.

συγχωνεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Combiné las tres celdas en Excel para crear una celda más grande.

ταιριάζω, σετάρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emma combinó la falda con una blusa de un tono azul parecido.

αθροίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενώνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνδυάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estoy tratando de sintetizar mis ideas en un ensayo.
Προσπαθώ να συνδυάσω τις ιδέες μου σε μορφή έκθεσης.

που ταιριάζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El caos de la ciudad no es compatible con el estilo de vida de Diego.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα βαριά έπιπλα δεν ταιριάζουν σε αυτό το μικρό δωμάτιο.

ταιριάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανακατεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mezcla los ingredientes para hacer una masa suave.
Ανακάτεψε τα υλικά για να φτιάξεις ένα λείο κουρκούτι.

ενώνω

(κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nosotros los trabajadores tendremos más poder si amalgamamos nuestros dos sindicatos principales.

ταιριάζω

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dicen que los hombres estadounidenses y las mujeres españolas mezclan muy bien.
Λένε ότι οι Αμερικάνοι με τις Ισπανίδες ταιριάζουν πολύ καλά μεταξύ τους.

συγχωνεύω

(κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los vinicultores mezclaron Merlot y Cabernet Sauvignon en su nuevo vino.

συγχωνεύω, συνενώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las dos compañías se unirán en una sola.
Οι δυο εταιρείες θα συγχωνευτούν (or: συνενωθούν) για να σχηματίσουν μία.

ανακατεύω, αναμιγνύω

verbo transitivo (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puedes mezclar harina con un poco de agua para hacer pegamento.

κάνω μετεπιβίβαση

(transporte)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tienes que hacer conexión en la estación Kings Cross.

ανακατεύω κτ με κτ, αναμιγνύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ

Julia mezcló los huevos con la leche.
Η Τζούλια ανακάτεψε τα αυγά με λίγο γάλα.

πάω μαζί, ταιριάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vino y queso combinan bien.

πάω μαζί, ταιριάζω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estos zapatos combinan con esa cartera.
Αυτά Τα παπούτσια ταιριάζουν μ' αυτή την τσάντα.

συνδυάζω

(κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La elegancia de Audrey Hepburn es intemporal ya que mezcla el estilo con la clase.
Συνδυάζοντας το στυλ με την αριστοκρατικότητα, το στυλ της Ώντρεϋ Χέπμπεορν είναι διαχρονικό.

ταιριάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Los zapatos combinan con la camiseta?
Πάνε τα παπούτσια μου με το πουκάμισο;

επανασυνθέτω, επανασυναρμολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συγχωνεύω, ενώνω

(κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακατεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που δεν μου κάνει

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El traje era muy difícil de combinar, así que lo devolvió a la tienda.
Το κουστούμι δεν του έκανε καθόλου καλά και το επέστρεψε στο κατάστημα.

ανακατεύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ

Usa la cuchara de madera para lentamente mezclar el chocolate con la mantequilla.

ανακατεύω,συνδυάζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si combinas azul y rojo obtienes violeta.

συνδυάζω κτ με κυ

La señora Jones quiere combinar las cortinas con el mobiliario.
Η κα. Τζόουνς θέλει να συνδυάσει τις κουρτίνες με τα έπιπλα.

συνδυάζω, ενώνω

(κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El orfebre mezcló oro con plata para crear un anillo más barato.

συνδυάζω

(κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρμονικός,συνδυασμένος

locución verbal

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los colores de su falda combinaban armoniosamente con los de su blusa.

ανακατεύω

(κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ταιριάζω με κτ

La paleta de colores elegida para esta habitación combina bien con la arquitectura.
Η χρωματική παλέτα που έχει επιλεγεί για αυτό το δωμάτιο ταιριάζει ωραία με την αρχιτεκτονική.

ταιριάζω με κτ

Su nuevo sofá combina perfectamente con el resto de la decoración de su departamento.
Ο νέος της καναπές ταιριάζει άψογα με την υπόλοιπη στυλάτη διακόσμηση στο διαμέρισμά της.

συνδυάζω κτ με κτ

El color verde mezcla el azul con el amarillo.
Το χρώμα πράσινο είναι συνδυασμός του μπλε και του κίτρινου.

ανακατεύω κτ με κτ

La artista combinó el verde y el azul en su pintura.

ενώνω, συνδέω

(κπ/κτ με κπ/κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El enfoque del ejército hacia el combate reunía fuerza militar con ingenio.

δεν ταιριάζω με κτ

(informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tanto el suéter como la falda están bonitos, pero creo que el rosa no pega con el naranja.
Η μπλούζα και η φούστα είναι όμορφες, αλλά νομίζω πως το ροζ δεν ταιριάζει με το πορτοκαλί.

ταιριάζω με κτ

Las flores azules y violetas combinan con el follaje plateado.

δεν ταιριάζω κτ σωστά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La diseñadora no combinó las cortinas.
Ο διακοσμητής δεν ταίριαξε σωστά τις κουρτίνες.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του combinar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.