Τι σημαίνει το moins στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης moins στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του moins στο Γαλλικά.

Η λέξη moins στο Γαλλικά σημαίνει λιγότερο, μείον, πλην, λιγότερος, μείον, μείον, πλην, μείον, πλην, χωρίς, πριν, λιγότερος, παρά, ο λιγότερος, λιγότερο, λιγότερο, λιγότερος, μείον, παρά, λιγότερος, λιγότερος, χειρότερα, ησυχία!, ήσυχα!, αργοσβήνω, λιγότερο σημαντικός, περίπου, κάτω από τη βάση, χαμηλώνω, ανθρωπάκι, μειώνεται η απόδοσή μου, πέφτει η απόδοσή μου, μικρότερος, λιγότερος, συρρικνούμενος, μικρότερος, λιγότερος, λιγότερος από, χαμηλότερης κοινωνικής υπόστασης/στάτους, ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότερο, πολύ λιγότερο, κατάλληλος για ηλικίες άνω των 13, λιγότερο γνωστός, ακατάλληλο κάτω των 17 ετών, ελάχιστα, τουλάχιστον, τουλάχιστον, καθόλου, καθόλου, λιγότερο από μια ώρα, κάτω από μια ώρα, στο πι και φι, όλο και λιγότερο, λίγο πολύ, το λιγότερο, τουλάχιστον, σε χρόνο μηδέν, καθόλου, το γεγονός παραμένει ότι, εξακολουθεί να ισχύει ότι, χωρίς πόνο, πόσω μάλλον, όλο και λιγότερο, εκτός, πόσο μάλλον, παρά τέταρτο, παρά τέταρτο, αν δεν, τουλάχιστον, από τη μια στιγμή στην άλλη, πριν να το καταλάβεις, πριν καλά καλά το καταλάβεις, ο μισός από κτ, τίποτα άλλο εκτός από κτ, ασήμαντος, που υποφέρει, στο τσακ, μείον, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο, ακριβώς, απόβρασμα, κάθαρμα, πολύ λιγότερα, κάτω από τους μισούς, λιγότεροι από τους μισούς, άδεια οδήγησης για την οποία δεν έχουν καταγραφεί παραβάσεις, ο μισός, όχημα με πολλούς επιβάτες, όσο ζω μαθαίνω, μειώνομαι, μετριάζω τις συνέπειες, κάνω ησυχία, μιλάω πιο σιγά, κάνω ησυχία, ξεπερνώ, πουλάω σε χαμητότερες τιμές από κπ, είμαι φθηνότερος από κπ, απομακρύνω, κατώτατος, πιο χαλαρός, ο ελάχιστος, πιο χαζός, πιο ανόητος, κακός, λιγότερος από, μικρότερος από, κάτω από τους μισούς, λιγότεροι από τους μισούς, πολύ λιγότεροι, ελαφρύτερος, παραπλανητικά, τουλάχιστον, ούτε πιο... ούτε πιο..., ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο, πολύ λιγότερο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης moins

λιγότερο

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Richard fait moins de sport qu'Audrey.
Ο Ρίτσαρντ γυμνάζεται λιγότερο από την Ώντρεϋ.

μείον, πλην

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dix moins cinq égale cinq.
Πέντε από δέκα μας κάνει πέντε.

λιγότερος

adverbe

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le prix est de cinquante dollars et il ne partira pas à moins.
Η τιμή είναι πενήντα δολάρια, και δε δέχομαι λιγότερα.

μείον

adverbe (pour nombre négatif)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il faisait moins dix cet hiver.

μείον, πλην

adverbe (notation scolaire)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Paul a eu un B moins à son interrogation.

μείον, πλην

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quatre moins trois égale un.
Τέσσερα μείον τρία ίσον έξι.

χωρίς, πριν

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La bague s'est vendue à 5 millions de dollars, moins les taxes.
Το δαχτυλίδι πουλήθηκε για 5 εκατομμύρια δολάρια, χωρίς (or: πριν) τους φόρους.

λιγότερος

adverbe

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il y en a moins ici qu'avant.
Υπάρχουν λιγότερα εδώ σε σχέση με παλιά.

παρά

adverbe (heure) (για ώρα)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il est trois heures moins le quart de l'après-midi.

ο λιγότερος

Des trois frères, Tony est celui qui dépense le moins en vêtements.

λιγότερο

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

λιγότερο

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Même si je n'approuve pas ce que tu as fait, ça ne veut pas dire que je t'aime moins.

λιγότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Moins d'une douzaine de personnes sont venues assister à la conférence.
Λιγότερα από δώδεκα άτομα ήρθαν στην διάλεξη.

μείον

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Huit moins trois, ça fait cinq.
Οχτώ μείον τρία κάνει πέντε.

παρά

préposition (heure)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il est trois heures moins cinq.
Είναι τρεις παρά πέντε.

λιγότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu as moins de travail que moi.
Εσύ έχεις λιγότερη δουλειά από εμένα.

λιγότερος

(μόνο πληθυντικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai moins de bonbons que toi.
Έχω λιγότερα γλυκά από εσένα.

χειρότερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Regarde le carnage que j'en ai fait : on ne peut pas faire pire !

ησυχία!, ήσυχα!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

αργοσβήνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

λιγότερο σημαντικός

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Tom a décidé de prioriser et de remettre à plus tard les moindres problèmes.
Ο Τομ αποφάσισε να βάλει προτεραιότητες και να αφήσει τα λιγότερο σημαντικά προβλήματα για αργότερα.

περίπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ma nouvelle voiture m'a coûté 9000 € environ.

κάτω από τη βάση

(notation scolaire : insuffisante)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Un F signifie que vous devez redoubler.
Αν πάρεις κάτω από τη βάση, σημαίνει ότι πρέπει να επαναλάβεις το μάθημα.

χαμηλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aimerais bien que tu baisses ta musique !

ανθρωπάκι

nom masculin et féminin invariable (μεταφορικά, ειρωνικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle a toujours été une moins-que-rien impertinente et ses manières ne se sont pas améliorées.

μειώνεται η απόδοσή μου, πέφτει η απόδοσή μου

(baisse des capacités)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le joueur a un peu perdu par rapport à son extraordinaire performance de l'an dernier.
Ο παίκτης έχει πέσει λίγο σε σχέση με την εκπληκτική περσινή του απόδοση.

μικρότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La Grande Pyramide étant si célèbre, moins de gens visitent les plus petites pyramides d'Égypte.
Επειδή η Μεγάλη Πυραμίδα είναι τόσο γνωστή, δεν είναι και πολλοί αυτοί που επισκέπτονται τις μικρότερες πυραμίδες της Αιγύπτου.

λιγότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il y aura moins de monde au dîner que prévu.
Θα είναι λιγότερα άτομα στο δείπνο από ό,τι περίμενα.

συρρικνούμενος

locution adjectivale (σε μέγεθος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μικρότερος, λιγότερος

adjectif (comparatif)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λιγότερος από

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il y a moins de dix places disponibles pour les étudiants.
Έχουμε λιγότερες από δέκα διαθέσιμες θέσεις για φοιτητές.

χαμηλότερης κοινωνικής υπόστασης/στάτους

adjectif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Certaines universités sont moins prestigieuses que d'autres.

ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότερο

adjectif (ακολουθεί επίθετο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cette année, les épisodes de "Love or Lust" sont encore moins intéressants que ceux de l'année dernière.

πολύ λιγότερο

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κατάλληλος για ηλικίες άνω των 13

locution adjectivale (France, équivalent) (ταινία)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

λιγότερο γνωστός

locution adjectivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ακατάλληλο κάτω των 17 ετών

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελάχιστα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ça ne m'intéresse pas du tout d'aller écouter un rappeur.
Δεν ενδιαφέρομαι ούτε ελάχιστα να πάω να ακούσω έναν ράπερ.

τουλάχιστον

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τουλάχιστον

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mary a besoin d'au moins 1 000 £ pour payer ses vacances.
Η Μαίρη χρειάζεται τουλάχιστον 1000 λίρες για να πληρώσει τις διακοπές της.

καθόλου

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Est-ce que ça m'embête d'avoir raté le spectacle ? Pas du tout (or: Pas le moins du monde) ! // Je ne suis pas du tout inquiet pour cet examen parce que j'ai énormément révisé.

καθόλου

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bien sûr, tu peux emprunter cinq euros, ça ne me gêne pas le moins du monde.

λιγότερο από μια ώρα, κάτω από μια ώρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il faut moins d'une heure pour aller de Séville à Madrid en avion.

στο πι και φι

(action future)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όλο και λιγότερο

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En vieillissant, je supporte de moins en moins la canicule.

λίγο πολύ

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je me suis plus ou moins décidé à retarder d'un an mon entrée à l'université.
Έχω λίγο πολύ αποφασίσει να αναβάλω τις σπουδές για έναν χρόνο.

το λιγότερο, τουλάχιστον

locution adverbiale

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Il a été pour le moins surpris.
Ήταν τουλάχιστον λίγο ξαφνιασμένος.

σε χρόνο μηδέν

(μεταφορικά)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Je peux préparer le repas en un rien de temps.

καθόλου

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

το γεγονός παραμένει ότι, εξακολουθεί να ισχύει ότι

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χωρίς πόνο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πόσω μάλλον

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όλο και λιγότερο

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

εκτός

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Allons au magasin, à moins que tu n'aies une meilleure idée.
Πάμε τώρα στο κατάστημα, εκτός κι αν έχεις καμιά καλύτερη ιδέα.

πόσο μάλλον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je ne rentre pas dans la taille moyenne, et encore moins dans la petite taille.
Δεν μπορώ καν να χωρέσω στο μεσαίο μέγεθος, πόσο μάλλον στο μικρό.

παρά τέταρτο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je te verrai à une heure moins le quart... de l'après-midi, bien sûr.

παρά τέταρτο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il est presque cinq heures moins le quart, nous allons être en retard.
Είναι σχεδόν πέντε παρά τέταρτο, έχουμε αργήσει

αν δεν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
À moins de dévaliser la boîte à biscuits, nous n'avons rien à grignoter.
Αν δεν κάνουμε επιδρομή στο κουτί με τα μπισκότα δεν θα φάμε σνακ.

τουλάχιστον

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Avec un taux d'inflation de pas moins de 60% cette année, plusieurs personnes ont vu la valeur de leurs économies chuter brusquement. // Pas moins de 150 personnes se sont présentées au concours.
Εκείνο το χρόνο ο πληθωρισμός ήταν τουλάχιστον 60% και ο κόσμος είδε δραματική πτώση στην αξία των αποταμιεύσεών του.

από τη μια στιγμή στην άλλη

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πριν να το καταλάβεις, πριν καλά καλά το καταλάβεις

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ο μισός από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le crâne de cet ancêtre primitif des humains était presque moitié moins gros que celui des hommes modernes.
Το κρανίο αυτού του προγόνου του ανθρώπου είχε σχεδόν το μισό μέγεθος από αυτό του σύγχρονου ανθρώπου.

τίποτα άλλο εκτός από κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pour l'amadouer, il ne faudra rien de moins que des excuses totales.

ασήμαντος

που υποφέρει

(από κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο τσακ

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Αμάν! Στο τσακ τη γλιτώσαμε. Πίστευα πως θα ζητήσει να δει την ταυτότητά μου.

μείον

nom masculin (Mathématiques)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Sur un clavier, le signe moins et le trait d'union sont interchangeables.

ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Mettez un seul œuf, ni plus, ni moins, dans le bol.

ακριβώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ajoutez un demi-litre d'huile, ni plus ni moins.
Βάλε μισό λίτρο λάδι ακριβώς.

απόβρασμα, κάθαρμα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Certaines personnes pensent que les percepteurs des impôts sont des rebuts de l'humanité.
Ορισμένοι θεωρούν ότι οι φοροεισπράκτορες είναι παλιάνθρωποι.

πολύ λιγότερα

Des hommes se sont fait la guerre pour beaucoup moins.

κάτω από τους μισούς, λιγότεροι από τους μισούς

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άδεια οδήγησης για την οποία δεν έχουν καταγραφεί παραβάσεις

(France, assez familier)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ο μισός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je voudrais moitié moins de tarte que ce qu'il a eu.
Θα φάω τη μισή πίτα από εκείνον.

όχημα με πολλούς επιβάτες

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όσο ζω μαθαίνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μειώνομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μετριάζω τις συνέπειες

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω ησυχία, μιλάω πιο σιγά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous ferions mieux de parler moins fort ou nous allons réveiller le bébé.

κάνω ησυχία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Parle moins fort, s'il te plaît ! Je n'arrive pas à m'entendre penser avec tout le bruit que tu fais.

ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πουλάω σε χαμητότερες τιμές από κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les grands supermarchés peuvent vendre moins cher (or: proposer une meilleure offre) que les magasins familiaux.

είμαι φθηνότερος από κπ

verbe transitif

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

απομακρύνω

(un objet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατώτατος

(quantité, degré)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le personnel administratif perçoit les salaires les plus bas de l'entreprise. C'est notre prix le plus bas.
Το υπαλληλικό προσωπικό παίρνει τους πιο χαμηλούς μισθούς στην εταιρεία. Αυτή είναι η κατώτατη τιμή μας.

πιο χαλαρός

(corde,...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ο ελάχιστος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il trembla au plus petit soupçon d'un problème. Le chevalier obéissait à la plus petite des lubies de sa dame.
Έτρεμε και μόνο με τη σκέψη ότι θα έχει μπελάδες.

πιο χαζός, πιο ανόητος

(figuré, familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je suis déçu par votre travail : ce projet est vraiment peu satisfaisant.

λιγότερος από, μικρότερος από

(για ποσότητες, μέγεθος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle mangeait moins que son frère. Cinq est moins que sept.
Έφαγε λιγότερο από τον αδερφό της. Το πέντε είναι μικρότερο από το τρία.

κάτω από τους μισούς, λιγότεροι από τους μισούς

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολύ λιγότεροι

adverbe

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ελαφρύτερος

(figuré) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παραπλανητικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ma voiture est moins petite qu'elle n'y paraît (or: plus grande qu'il n'y paraît). Nous y tenons à six facilement.

τουλάχιστον

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il a perdu son travail, mais au moins, il a toujours sa maison. Sa femme l'a quitté, mais au moins, elle lui a laissé les meubles.
Έχασε τη δουλειά του, αλλά τουλάχιστον έχει το σπίτι του. Η γυναίκα του τον εγκατέλειψε, αλλά του άφησε τουλάχιστον τα έπιπλα.

ούτε πιο... ούτε πιο...

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ce cheval ne court ni plus vite, ni moins vite que celui-là.
Αυτό το άλογο δεν τρέχει ούτε πιο γρήγορα ούτε πιο αργά από εκείνο.

ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le traitement dentaire m'a fait aussi mal que la dernière fois, ni plus, ni moins.

πολύ λιγότερο

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Si je l'aimais un peu moins, je ne l'aimerais pas du tout !

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του moins στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του moins

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.