Τι σημαίνει το mounting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mounting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mounting στο Αγγλικά.

Η λέξη mounting στο Αγγλικά σημαίνει βάση, δέσιμο, αυξανόμενος, καβαλάω, καβαλώ, καβαλικεύω, ξεκινάω, ξεκινώ, τοποθετώ, μοντάρω, αυξάνομαι, μέσο, βάση, όρος, Όρος, σκαρφαλώνω, στήνω, μοντάρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mounting

βάση

noun (support for fixing [sth] in place)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The mounting for the museum piece was damaged and needed to be repaired.

δέσιμο

noun (setting for a gem)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The gem fell out of its mounting.

αυξανόμενος

adjective (debt, pressure, etc.: increasing)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Many people face mounting debt after they retire. There is mounting evidence that lack of sleep causes serious medical problems.

καβαλάω, καβαλώ, καβαλικεύω

transitive verb (get on: a horse, bicycle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The knight mounted the horse.
Ο ιππότης ανέβηκε στο άλογο.

ξεκινάω, ξεκινώ

transitive verb (campaign: launch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The university mounted a research expedition.
Το πανεπιστήμιο ξεκίνησε μια ερευνητική επιχείρηση.

τοποθετώ

transitive verb (put up on display)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The curator mounted the gem in the museum entrance.
Ο επιμελητής τοποθέτησε το κόσμημα στην είσοδο του μουσείου.

μοντάρω

transitive verb (UK (picture: fit with a mat for framing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George mounted the picture and put it in a frame.
Ο Τζωρτζ μόνταρε την φωτογραφία και την έβαλε σε κορνίζα.

αυξάνομαι

intransitive verb (increase)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The pressure mounted in the air tank.
Η πίεση αυξήθηκε στη δεξαμενή αερίου.

μέσο

noun (horse) (μετακίνησης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The rider needed a new mount because his horse was lame.
Ο αναβάτης χρειαζόταν ένα νέο άλογο γιατί το δικό του ήταν κουτσό.

βάση

noun (surround, setting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The jewel was set in a gold mount.
Το πετράδι τοποθετήθηκε σε χρυσή βάση.

όρος

noun (archaic (mountain, hill)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jesus delivered a sermon on a mount.

Όρος

noun (mountain name)

(κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.)
Mount St. Helens erupted in 1980.

σκαρφαλώνω

transitive verb (climb) (με δυσκολία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The elderly gentleman slowly mounted the stairs.

στήνω

transitive verb (set up)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The general mounted the cannons on the walls.

μοντάρω

transitive verb (computer disk, drive)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mounting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.