Τι σημαίνει το mouth στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mouth στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mouth στο Αγγλικά.

Η λέξη mouth στο Αγγλικά σημαίνει στόμα, στόμιο, στόμιο, στόμιο, σχηματίζω με τα χείλη, μασουλάω, λέω ανοιχτά την άποψή μου, λέω ανοιχτά την άποψή μου για κτ, βγάζω γλώσσα σε κπ, κατακρίνω, -, γεννημένος στα πλούτη, βουλώνω το στόμα, το βουλώνω, από στόμα σε στόμα, στεγνό στόμα, λυπημένος, από αξιόπιστη πηγή, αφρίζω, αφρίζω, χωρίς οικονομική ασφάλεια, χωρίς οικονομική ασφάλεια, φυσαρμόνικα, εξαρτώμενος, προστατευόμενος, μεγαλόστομο λαβράκι, τα βγάζω πέρα ίσα-ίσα, μου τρέχουν τα σάλια, αναπνοή από το στόμα, προστατευτική μασέλα, φυσαρμόνικα, στόμα να ταΐσω, στοματικό έλκος, κπ που αναπνέει από το στόμα, χαζός, τεχνητή αναπνοή, το φιλί της ζωής, στοματικό διάλυμμα, λαχταριστός, να μην καταναλώνονται τροφές και υγρά δια του στόματος, Απόδειξέ το!, ουρανίσκος, βγάλε το σκασμό, μιλώ με το στόμα γεμάτο, φάσκω κι αντιφάσκω, -, από στόµα σε στόµα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mouth

στόμα

noun (organ of speech, taste)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He opened his mouth for the dentist. The cat opened its mouth in a wide yawn.
Άνοιξε το στόμα του για τον οδοντίατρο. Η γάτα άνοιξε το στόμα της και χασμουρήθηκε.

στόμιο

noun (natural opening)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mouth of the cave was small, but the inside was huge.
Το στόμιο της σπηλιάς ήταν μικρό, αλλά το εσωτερικό της ήταν τεράστιο.

στόμιο

noun (river end)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mouth of the river is at the Atlantic Ocean.
Το στόμιο (or: Η εκβολή) του ποταμού βρίσκεται στον Ατλαντικό Ωκεανό.

στόμιο

noun (receptacle: spout, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mouth of the gas can was shaped so it would not drip.
Το στόμιο του δοχείου της βενζίνης είχε τέτοιο σχήμα που να μη στάζει.

σχηματίζω με τα χείλη

transitive verb (say without noise) (λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
So the kids wouldn't hear, she just mouthed the word "candy".
Για να μην την ακούσουν τα παιδιά, σχημάτισε με τα χείλη της τη λέξη «καραμέλα».

μασουλάω

transitive verb (chew) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dog mouthed the ball.
Ο σκύλος μασούλησε (or: μάσησε) τη μπάλα.

λέω ανοιχτά την άποψή μου

phrasal verb, intransitive (slang (give opinion loudly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The student got kicked out of class for mouthing off too much.

λέω ανοιχτά την άποψή μου για κτ

(slang (give opinion loudly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγάζω γλώσσα σε κπ

(be rude to [sb]) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατακρίνω

transitive verb (informal (disparage [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Janice badmouthed her old employer, who then refused to provide her with a reference.

-

noun (figurative, informal (tendency to speak without tact) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He's always getting into trouble because of his big mouth.
Βρίσκει συνέχεια τον μπελά του επειδή δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό.

γεννημένος στα πλούτη

adjective (figurative (have a wealthy upbringing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She was born with a silver spoon in her mouth.

βουλώνω το στόμα, το βουλώνω

verbal expression (dated, figurative, slang (do not talk) (άκομψο, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Button your mouth--I don't want to hear about it any more.

από στόμα σε στόμα

adverb (from what others say)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

στεγνό στόμα

noun (US, informal (dry feeling in mouth)

λυπημένος

adjective (informal (sad)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

από αξιόπιστη πηγή

expression (first-hand, directly from the source)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Of course it's true - I got it straight from the horse's mouth.

αφρίζω

verbal expression (produce foamy spittle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If a dog is frothing at the mouth it may have rabies.

αφρίζω

verbal expression (figurative, informal (be furious) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The governor was frothing at the mouth after she was accused of misconduct.

χωρίς οικονομική ασφάλεια

adjective (figurative (meeting only immediate needs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Since being fired from his job, he has had to live a hand-to-mouth existence.

χωρίς οικονομική ασφάλεια

adverb (figurative (meeting only immediate needs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Since Mary was fired from her job, she has struggled through life hand to mouth.

φυσαρμόνικα

noun (musical instrument)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A man stood on the corner, playing a blues tune on a harmonica.

εξαρτώμενος, προστατευόμενος

noun (dependant)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He has just lost his job and he has three hungry mouths to feed.

μεγαλόστομο λαβράκι

noun (fish)

τα βγάζω πέρα ίσα-ίσα

verbal expression (be poor) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Though they appeared wealthy, they actually lived from hand to mouth.

μου τρέχουν τα σάλια

verbal expression (informal (food: look appetizing) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The smell of that steak on the grill is making my mouth water.
Η μπριζόλα μυρίζει τόσο ωραία που μου τρέχουν τα σάλια.

αναπνοή από το στόμα

noun (breathing through the mouth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προστατευτική μασέλα

noun (protective shield for teeth)

She put her mouth guard in before playing rugby.

φυσαρμόνικα

noun (musical instrument: harmonica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στόμα να ταΐσω

noun (figurative (dependent: family member) (μεταφορικά)

I have five mouths to feed.

στοματικό έλκος

noun (oral sore)

This cream is for treating mouth ulcers.

κπ που αναπνέει από το στόμα

noun (informal (person who breathes through mouth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαζός

noun (figurative, pejorative, informal (unintelligent person) (μειωτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τεχνητή αναπνοή

noun (informal (artificial respiration)

το φιλί της ζωής

noun (artificial respiration) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The lifeguard pulled the drowning boy out of the water and performed mouth-to-mouth resuscitation.

στοματικό διάλυμμα

noun (mouth-cleansing product)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Peter brushed his teeth and used mouthwash.

λαχταριστός

adjective (appetizing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I can't control myself when I see a mouthwatering piece of cake.

να μην καταναλώνονται τροφές και υγρά δια του στόματος

expression (written (hospital sign) (ιατρική οδηγία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Απόδειξέ το!

expression (prove [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You think you can run faster than Tim? Put your money where your mouth is!

ουρανίσκος

noun (top of the mouth)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The hot food burned the roof of his mouth.

βγάλε το σκασμό

interjection (impolite, slang (stop talking)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've heard enough of your insults - just shut your mouth!

μιλώ με το στόμα γεμάτο

verbal expression (talk while eating)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φάσκω κι αντιφάσκω

verbal expression (figurative (say contradictory things)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

-

noun (personal recommendation) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He hoped that word of mouth would attract customers to his landscape business.
Ήλπιζε ότι η φήμη του θα εξαπλωνόταν από στόμα σε στόμα για να προσελκύσει πελάτες για την εταιρεία του που αναλαμβάνει διαμορφώσεις εξωτερικών χώρων.

από στόµα σε στόµα

noun as adjective (by personal recommendation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Word-of-mouth advertising is not always reliable.
Η διαφήμιση από στόμα σε στόμα δεν είναι πάντα αξιόπιστη.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mouth στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του mouth

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.