Τι σημαίνει το mountain στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mountain στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mountain στο Αγγλικά.
Η λέξη mountain στο Αγγλικά σημαίνει βουνό, βουνό, βουνό, ορεινός σκύλος Βέρνης, βακκίνιο, βακκίνιο, ο καλύτερος, ο κορυφαίος, κάνω την τρίχα τριχιά, σόρβος των πτηνών, σόρβος των ορνιθοθηρών, ποδήλατο για χρήση εκτός δρόμου, ορεινή ποδηλασία, mountain boarding, οροσειρά, ορειβάτης, ορειβασία, παράνομο οινοπνευματώδες ποτό, Oreamnos americanus, πάνθηρας, βουνοκορφή, οροσειρά, αγριοκάτσικα, ναυτία που προκαλεί το μεγάλο υψόμετρο, τυπική ορεινή ώρα, βουνίσιο ρυάκι, οροσειρά, ζώνη ώρας Mountain Time, MST, είδος τσιντσιλίδας της Νοτίου Αμερικής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mountain
βουνόnoun (natural elevation of land) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The Alps are some of the most impressive mountains. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το καλοκαίρι θέλει να επισκεφτεί το Άγιο Όρος. |
βουνόnoun (figurative (large amount of [sth]) (μτφ, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The agricultural policy created a surplus butter mountain. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα παιδιά έπαιζαν στον κήπο και λερώθηκαν και τώρα τα άπλυτα σχηματίζουν βουνό στο πάτωμα. |
βουνόnoun (figurative, informal (heap of [sth]) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The child complained when his mother gave him a mountain of peas. Το παιδί γκρίνιαξε, όταν η μητέρα του του έβαλε ένα βουνό αρακά. |
ορεινός σκύλος Βέρνηςnoun (Swiss dog breed) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
βακκίνιοnoun (creeping shrub) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βακκίνιοnoun (a red berry) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ο καλύτερος, ο κορυφαίοςnoun (figurative (person: best at [sth]) Steve has worked long and hard to be king of the mountain. |
κάνω την τρίχα τριχιάverbal expression (figurative (exaggerate a trivial problem) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σόρβος των πτηνών, σόρβος των ορνιθοθηρώνnoun (variety of tree) (βοτανική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mountain Ash is a beautiful tree with its red berries but it makes a mess on the pavement. Η σόρβος των πτηνών είναι ένα όμορφο δέντρο με κόκκινους σαρκώδεις καρπούς, αλλά λερώνει το πεζοδρόμιο. |
ποδήλατο για χρήση εκτός δρόμουnoun (dirt bike, off-road cycle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ορεινή ποδηλασίαnoun (activity: riding mountain bike) |
mountain boardingnoun (type of extreme skateboarding) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
οροσειρά(geology) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ορειβάτηςnoun ([sb] who scales mountains) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ορειβασίαnoun (mountaineering) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παράνομο οινοπνευματώδες ποτόnoun (alcohol produced illegally; moonshine) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Oreamnos americanusnoun (animal) (επίσημο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πάνθηραςnoun (large wild cat) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βουνοκορφήnoun (summit or tip of a mountain) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οροσειράnoun (series or chain of mountains) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The Andes are the longest mountain range in the world. |
αγριοκάτσικαnoun (invariable (wild sheep in mountainous area) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
ναυτία που προκαλεί το μεγάλο υψόμετροnoun (illness caused by being at high altitude) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τυπική ορεινή ώραnoun (7 hours behind Greenwich Mean Time) (ζώνη ώρας) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βουνίσιο ρυάκιnoun (brook in a hilly area) |
οροσειράnoun (chain of mountain ranges) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The Alps are a relatively recent mountain system in south-central Europe. |
ζώνη ώρας Mountain Timenoun (time of mountain states in US) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Charles arrived in Denver a little after 11 o' clock Mountain Time. |
MSTnoun (initialism (Mountain Standard Time) (ζώνη ώρας) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
είδος τσιντσιλίδας της Νοτίου Αμερικήςnoun (Andean rodent) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mountain στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του mountain
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.