Τι σημαίνει το muddle στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης muddle στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του muddle στο Αγγλικά.

Η λέξη muddle στο Αγγλικά σημαίνει συνονθύλευμα, μπέρδεμα, μπάχαλο, ανακατεύω, μπερδεύω, μπλέκω, μπερδεύω, προσπαθώ, τα κουτσοκαταφέρνω, τα κουτσοκαταφέρνω, μπερδεύω, ανακατεύω, ανακατώνω, μπερδεύω, ξεμυαλισμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης muddle

συνονθύλευμα

noun (objects: mess)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Who's responsible for this muddle of clothes on the floor?
Ποιος είναι υπεύθυνος για αυτόν τον αχταρμά ρούχων στο πάτωμα;

μπέρδεμα, μπάχαλο

noun (figurative (confused situation) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tax laws in this country are a muddle.

ανακατεύω, μπερδεύω

transitive verb (objects: mix up, jumble)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Someone's muddled the records so I can't make sense of them.
Κάποιος ανακάτεψε τα αρχεία και έτσι δε μπορώ να βγάλω άκρη.

μπλέκω, μπερδεύω

transitive verb (figurative (ideas: confuse, mix up) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You've muddled your evidence: no-one can follow you any more.
Μπέρδεψες τα στοιχεία σου, κανείς δε μπορεί να σε παρακολουθήσει πια.

προσπαθώ

phrasal verb, intransitive (informal (continue without guidance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα κουτσοκαταφέρνω

phrasal verb, intransitive (informal (improvise) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
One of the team members is absent today. We'll just have to muddle through without her.

τα κουτσοκαταφέρνω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (accomplish by improvisation) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπερδεύω, ανακατεύω, ανακατώνω

phrasal verb, transitive, separable (UK, informal (mix things up)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπερδεύω

phrasal verb, transitive, separable (UK, informal, figurative (ideas: confuse, mix up) (καθομιλουμένη: ιδέες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεμυαλισμένος

adjective (informal (confused, scatterbrained) (καθομ, αποδοκιμασίας)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του muddle στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.