Τι σημαίνει το much στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης much στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του much στο Αγγλικά.

Η λέξη much στο Αγγλικά σημαίνει πολύ, πολύ, πολύς, πολύ, πολύς, ακριβώς, μετά από πολλή σκέψη, μετά από πολλή συζήτηση, αυτό, τόσο... όσο, τόσο... όσο, παρόλο, όσο το δυνατόν περισσότερο, όσο το δυνατόν περισσότερο, ο μισός, τα μισά, έχω περίσσεια, έχω περίσσεια, πόσος, πόσο, πόσο, σ'αγαπώ τόσο πολύ, σ' αγαπάω τόσο πολύ, έχω πολλές ελλείψεις, πολύ κακό για το τίποτα, Πολύ κακό για το τίποτα, με τον ίδιο τρόπο όπως, όσο κι αν, πολύ καλύτερος, πολύ καλύτερος, διακεκριμένος,εξέχων, πολύ λιγότερα, πολύ λιγότερο, εξίσου, τόσο όσο, παρόμοιος, πολλά περισσότερα, πολύ περισσότερο, σου είμαι υπόχρεος, σου είμαι υπόχρεος, σου χρωστάω, πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος, πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος, πολυαγαπημένος, λίγος, δεν γεμίζω το μάτι σε κπ, λιγότερο, όχι τόσο πολύ, όχι και πολύ, λιγάκι, κπ/κτ δεν μου λέει και πολλά, τίποτα σπουδαίο, τίποτα ιδιαίτερο, πληρώνω μεγάλο ποσό, κυρίως, πάνω-κάτω ίδιος, πάνω-κάτω ο ίδιος, διαμαρτύρομαι τόσο έντονα που δεν γίνομαι πιστευτός, τόσο πολύ, τόσο, τόσο πολύ, έστω, όλο κι όλο, πάει και αυτό, φτάνει πια, τόσο ώστε, τόσο που, μιλώ πολύ, Σ' ευχαριστώ πολύ, ευχαριστώ πολύ, Σ' ευχαριστώ πολύ!, Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ!, υπερβολικός, υπέρμετρος, υπερβολικά, υπέρμετρα, υπερβολικά πολύς, υπέρμετρα πολύς, πολύ μαζί στα ξαφνικά, μου πέφτει πολύ, -, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ζητάω πολλά;, τα διπλά, διπλάσιος, διπλός, πάρα πολύ, πάρα πολύ, παρόμοιος με, υπερβολικός, υπερβολικά, με σκληρή δουλειά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης much

πολύ

adverb (greatly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He looks much older now.
Μοιάζει πολύ μεγαλύτερος τώρα.

πολύ

adjective (of great degree)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
They ate much more than usual yesterday.
Έφαγαν πολύ περισσότερο από το συνηθισμένο εχθές.

πολύς

adjective (of great quantity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We heard much laughter coming from the room.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ακούσαμε πολύ θόρυβο από το διπλανό διαμέρισμα.

πολύ

adjective (in comparisons) (εμφατικός τύπος)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He felt much better after taking an aspirin.
Ένιωσε πολύ καλύτερα αφού πήρε μια ασπιρίνη.

πολύς

noun (great amount)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Much of his reasoning was illogical.
Πολλά από τα επιχειρήματά του ήταν παράλογα.

ακριβώς

noun (often negative (notable thing) (άρνηση: με ουσιαστικό)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It wasn't much of a lunch - just a few snacks.
New: Δεν είμαι και πολύ καλός κηπουρός.

μετά από πολλή σκέψη

adverb (having considered [sth] carefully)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μετά από πολλή συζήτηση

adverb (having discussed [sth] at length)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυτό

expression (the same thing)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
So, you're pregnant. I thought as much.
Είσαι έγκυος λοιπόν. Αυτό το φαντάστηκα.

τόσο... όσο

expression (the same amount as)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nobody can eat as much as my brother!
Κανείς δεν μπορεί να φάει όσο ο αδερφός μου!

τόσο... όσο

expression (equally)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I love you as much as I love your sister.
Σε αγαπάω το ίδιο με την αδερφή σου.

παρόλο

expression (with clause: even though)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
As much as I love Mel Gibson, this movie is just too violent for me.
Όσο και να μου αρέσει ο Μελ Γκίμπσον, αυτή η ταινία είναι πολύ βίαιη για μένα.

όσο το δυνατόν περισσότερο

expression (to greatest extent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I try to exercise as much as possible.
Προσπαθώ να γυμνάζομαι όσο το δυνατόν περισσότερο.

όσο το δυνατόν περισσότερο

noun (greatest amount)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I always eat as much as possible at Thanksgiving dinner.
Πάντα τρώω όσο το δυνατόν περισσότερο στο δείπνο της Γιορτής των Ευχαριστιών.

ο μισός

noun (50 percent of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'll have half as much of the pie as he has.
Θα φάω τη μισή πίτα από εκείνον.

τα μισά

expression (50 percent less) (κόστος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The coat cost half as much on sale.

έχω περίσσεια

verbal expression (have an excess of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω περίσσεια

verbal expression (have an excess of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πόσος

expression (what amount)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
It's not important how much effort you put into the job - it's results that count!
Σημασία δεν έχει το πόση προσπάθεια καταβάλεις στη δουλειά, τα αποτελέσματα είναι που μετράνε!

πόσο

expression (what price, cost)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
How much does this sandwich cost?
Πόσο κοστίζει αυτό το σάντουιτς;

πόσο

expression (to what extent)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It doesn't matter how much I try to please my boss, he still isn't satisfied.
Άσχετα από το πόσο προσπαθώ να ευχαριστήσω το αφεντικό μου, εκείνος παραμένει ανικανοποίητος.

σ'αγαπώ τόσο πολύ, σ' αγαπάω τόσο πολύ

interjection (great affection)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I love you so much that I can't stand to be apart from you.
Σ' αγαπώ τόσο πολύ που δεν αντέχω να είμαι χώρια σου.

έχω πολλές ελλείψεις

verbal expression (be inadequate) (κάτι λείπει)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Your table manners leave much to be desired. The house was cute on the outside, but inside left much to be desired.

πολύ κακό για το τίποτα

noun (fuss for little reason)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Πολύ κακό για το τίποτα

noun (Shakespeare play)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με τον ίδιο τρόπο όπως

conjunction (in the same way as)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was scrabbling away at the earth, much as a dog buries a bone.

όσο κι αν

conjunction (as much as: however much)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Much as I like James as a friend, I could never date him.

πολύ καλύτερος

adjective (greatly superior)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
French wine is good, but Californian wine is much better.

πολύ καλύτερος

adjective (greatly improved)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Your chances of getting a job are much better if you have computer skills.
Οι πιθανότητες να βρεις δουλειά είναι πολύ μεγαλύτερες αν έχεις δεξιότητες χρήσης υπολογιστών.

διακεκριμένος,εξέχων

adjective (highly respected)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Our much-esteemed colleague from Brown University disagrees.

πολύ λιγότερα

noun (a considerably smaller quantity)

Men have fought wars for much less.

πολύ λιγότερο

adverb (to a lesser degree)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
If I liked her much less I wouldn't like her at all!

εξίσου, τόσο όσο

preposition (in the same way as)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παρόμοιος

preposition (very similar to)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολλά περισσότερα

noun (a considerably larger quantity)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Much more will have to be done if we want to succeed.
Θα πρέπει να γίνουν πολλά περισσότερα, αν θέλουμε να πετύχουμε.

πολύ περισσότερο

adverb (to a greater degree)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I like him much more now than I did when he was younger.
Μου αρέσει πολύ περισσότερο τώρα απ' ότι όταν ήταν νεότερος.

σου είμαι υπόχρεος

interjection (thank you)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σου είμαι υπόχρεος, σου χρωστάω

verbal expression (be thankful, grateful)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος

adjective (very similar)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
I will use much the same method as George did to make these changes.

πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος

adjective (unchanged)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The doctors say he is in much the same condition as yesterday. My hometown looks much the same as it did when I left 10 years ago.

πολυαγαπημένος

adjective (loved by many people)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Uncle Bob was a much-loved member of the family.

λίγος

adjective (very little) (με κατάφαση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There isn't much food in the cupboard; I think we should go out for dinner.
Δεν υπάρχουν πολλά τρόφιμα στα ντουλάπια, νομίζω πρέπει να φάμε έξω.

δεν γεμίζω το μάτι σε κπ

adjective (informal (unattractive or unimpressive) (μεταφορικά, προφορικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He's not much to look at, but he's got a good job and he's very nice. It's not much to look at, but it's home.
Δεν είναι εντυπωσιακό. Είμαι, όμως, το σπιτικό μας.

λιγότερο, όχι τόσο πολύ

adjective (less)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's not so much that you are cruel, more that you don't think things through.

όχι και πολύ, λιγάκι

adjective (little)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No, there was not so much singing at the show.

κπ/κτ δεν μου λέει και πολλά

verbal expression (informal (be unimpressed by) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I did not think much of that artist's new exhibit, I thought it was trite.

τίποτα σπουδαίο, τίποτα ιδιαίτερο

noun (not a lot) (σημασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There is nothing much happening downtown today.

πληρώνω μεγάλο ποσό

verbal expression (be overcharged for [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I paid too much for the taxi from the airport to the city centre.

κυρίως

adverb (informal (mostly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When you visit the South, you'll pretty much eat only fried food.
Όταν επισκεφτείς τον Νότο, θα τρως κυρίως τηγανητά φαγητά.

πάνω-κάτω ίδιος

adjective (informal (very similar)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
It hardly matters which candidate you vote for; they're all pretty much the same.

πάνω-κάτω ο ίδιος

adverb (unchanged from earlier)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The state of the patient's health has stayed pretty much the same.

διαμαρτύρομαι τόσο έντονα που δεν γίνομαι πιστευτός

verbal expression (insist unconvincingly that [sth] is untrue)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
“The lady doth protest too much”, as they say.

τόσο πολύ

adjective (a large amount of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm bound to get my shoes wet with so much water on the ground. There's so much to do I don't know where to start.
Είμαι σίγουρος πως θα βρέξω τα παπούτσια μου με τόσο πολύ νερό στο έδαφος.

τόσο

adjective (this amount of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Showing her son the cup, Paige said, "You take so much flour and add it to the mixing bowl."
Δείχνοντας στον γιο της την κούπα η Πέιτζ είπε, «Παίρνεις τόσο αλεύρι και το προσθέτεις στο μπολ.»

τόσο πολύ

adverb (a lot)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
I wish my sister didn't talk so much.
Εύχομαι η αδερφή μου να μην μίλαγε τόσο πολύ.

έστω

adverb (even)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cross that line by so much as a hair and you'll see what anger means.

όλο κι όλο

adverb (merely, no more than)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάει και αυτό

interjection (informal (disappointment, failure)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I failed my entrance exam yet again. So much for that!

φτάνει πια

interjection (informal (enough discussion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Well, so much for that! Maybe we can talk about something else now.

τόσο ώστε, τόσο που

expression (to such a degree that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μιλώ πολύ

verbal expression (speak excessively)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She talks too much … and most of what she says is rubbish.

Σ' ευχαριστώ πολύ

interjection (Many thanks)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευχαριστώ πολύ

interjection (many thanks)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Thank you very much; you've been very helpful.

Σ' ευχαριστώ πολύ!, Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ!

interjection (informal (Many thanks indeed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπερβολικός, υπέρμετρος

adjective (an excess of)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Too much coffee makes me jittery.
Ο υπερβολικός καφές με κάνει νευρικό.

υπερβολικά, υπέρμετρα

adverb (excessively, to excess)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He loved her too much to leave her.
Την αγαπούσε υπερβολικά για να την αφήσει.

υπερβολικά πολύς, υπέρμετρα πολύς

noun (an excessive amount)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I can't possibly eat all that – it's too much.
Δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσω να φάω όλα αυτά, είναι υπερβολικά πολλά.

πολύ μαζί στα ξαφνικά

noun (sudden excess of [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I took a big gulp of beer and got too much at once.

μου πέφτει πολύ

preposition (overwhelming)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Caring for six children was too much for the exhausted young mother.
Η φροντίδα έξι παιδιών έπεφτε πολύ στην εξαντλημένη νεαρή μητέρα.

-

preposition (intolerable) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Losing his wife was too much for him to bear.
Δεν μπόρεσε να αντέξει το χαμό της γυναίκας του.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (informal ([sth] spoilt by excess)

There was so much to eat; sometimes you can have too much of a good thing!

ζητάω πολλά;

noun (informal (excessive, unreasonable demand) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα διπλά

noun (double the amount)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I've decided to give twice as much to charity this year.
Αποφάσισα να δώσω άλλα τόσα σε φιλανθρωπίες φέτος.

διπλάσιος, διπλός

expression (double the amount of [sth])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It can take twice as much effort to make dinner without a stove.
Μπορεί να χρειαστεί διπλάσια προσπάθεια να ετοιμάσεις δείπνο χωρίς φούρνο.

πάρα πολύ

adverb (greatly)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I like him very much.
Μου αρέσει πάρα πολύ.

πάρα πολύ

noun (a large amount)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παρόμοιος με

adjective (similar to)

υπερβολικός

adjective (informal (an excess of)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπερβολικά

adverb (informal (excessively)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με σκληρή δουλειά

adverb (by hard work)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
With much effort, he was able to reach the top of the mountain.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του much στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του much

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.