Τι σημαίνει το mess στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mess στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mess στο Αγγλικά.

Η λέξη mess στο Αγγλικά σημαίνει χάλι, αχούρι, χάος, ακαταστασία, αταξία, χαμός, πανικός, χάος, μπέρδεμα, κουρέλι, ράκος, βρωμιές, ακαθαρσίες, λερώνω, βρωμίζω, χώρος εστίασης, σαχλαμαρίζω, χάνω την ώρα μου, χάνω το χρόνο μου, ασχολούμαι με κτ, παίζω με κτ, πειράζω, σαλιαρίζω με κπ, τραβολογάω, παιδεύω, χαλάω, χαλώ, χαλάω, καταστρέφω, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω θάλασσα, καταβάλω ψυχολογικά, τα βάζω με κπ, πειράζω, χώνω τη μύτη μου σε κτ, μπλεγμένος, μπερδεμένος, σε άσχημη κατάσταση, χαμός, ψιλοχαμός, αναστάτωση, σύγχυση, σκηνή αιματοχυσίας, καταραμένο χάλι, καταραμένο χάλι, μαύρο χάλι, μπάχαλο, έχω ακατάστατα μαλλιά, είμαι αναμαλλιασμένος, άνω κάτω, σε δύσκολη θέση, τα κάνω χάλια, τα κάνω μούσκεμα, τα κάνω θάλασσα, κάνω κτ άνω-κάτω, τα θαλασσώνω, σκεύη φαγητού, ανακατεύω τα μαλλιά κάποιου, πειράζω, μπλέκομαι με κτ, λάθος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mess

χάλι, αχούρι, χάος

noun (dirty condition) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Most of the house was spotless, but the bathroom was a mess.
Το μεγαλύτερο μέρος του σπιτιού ήταν αψεγάδιαστο, αλλά το μπάνιο ήταν χάλια.

ακαταστασία, αταξία

noun (disorder)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His desk was a mess of papers and books.
Στο γραφείο του υπήρχε μια ακαταστασία (or: ένα χάος) από χαρτιά και βιβλία.

χαμός, πανικός

noun (jumble) (μτφ, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Look at the mess on your desk!
Δες αυτό το χαμό (or: χάος) πάνω στο γραφείο σου.

χάος

noun (figurative (disorder) (μτφ, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This project is a mess. It is going to take me days to fix it.
Αυτή η εργασία είναι χάος. Θα μου πάρει μέρες να τη διορθώσω.

μπέρδεμα

noun (figurative (difficult situation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The most famous line from Laurel and Hardy is, "That's another fine mess you've got me into!"
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πώς με έμπλεξες σ' αυτό το μπέρδεμα;

κουρέλι, ράκος

noun (informal, figurative ([sb]: emotional, confused) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He was such a mess after his wife died.
Ήταν ράκος μετά τον θάνατο της γυναίκας του.

βρωμιές, ακαθαρσίες

noun (informal (dog, etc.: faeces) (ευφημισμός)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Puppies are cute, but if you want one, you have to be prepared to clean up mess sometimes.

λερώνω, βρωμίζω

transitive verb (US, informal (soil)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You didn't mess your diaper did you?
Πες μου ότι δε λέρωσες την πάνα σου!

χώρος εστίασης

noun (military dining hall)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
All the soldiers were eating in the mess hall.

σαχλαμαρίζω

phrasal verb, intransitive (informal (be frivolous) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stop messing around and let's discuss this seriously.
Σταμάτα να σαχλαμαρίζεις και ας συζητήσουμε σοβαρά.

χάνω την ώρα μου, χάνω το χρόνο μου

phrasal verb, intransitive (informal (be unproductive)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My husband is messing around in the garage - I've no idea what he's doing in there.
Ο σύζυγός μου χάνει την ώρα του στο γκαράζ - Δεν έχω ιδέα τι κάνει εκεί μέσα.

ασχολούμαι με κτ

(informal (tamper, play with)

He enjoyed messing around with boats.
Του άρεσε να ασχολείται με σκάφη.

παίζω με κτ

(informal (spoil by fussing) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

Your painting is fine now; don't mess around with it any more or you will ruin it.
Ο πίνακάς σου είναι καλός τώρα, μην τον πειράξεις άλλο γιατί θα τον καταστρέψεις.

πειράζω

(slang (tease) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Why are you so upset? We were just messing around with you.
Γιατί είσαι τόσο αναστατωμένος; Απλά σε πειράζαμε.

σαλιαρίζω με κπ

(slang (have an affair) (καθομιλουμένη)

Helen caught her husband messing around with another woman.
Η Έλεν έπιασε τον άντρα της να σαλιαρίζει με μια άλλη γυναίκα.

τραβολογάω, παιδεύω

phrasal verb, transitive, inseparable (US, slang (treat disrespectfully) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μη με παιδεύεις (or: τραβολογάς). Θέλω πίσω τα λεφτά που μου χρωστάς!

χαλάω, χαλώ

phrasal verb, transitive, separable (make untidy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The wind messed up the neat piles of papers, scattering them all over the room.
Ο αέρας χάλασε τις ωραίες στοίβες με τα χαρτιά και τα σκόρπισε σε όλο το δωμάτιο.

χαλάω, καταστρέφω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (spoil, botch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This is important, so try not to mess it up.
Αυτό είναι σημαντικό, προσπάθησε να μην το καταστρέψεις.

τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω θάλασσα

phrasal verb, intransitive (figurative, slang (make serious mistake) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This is your last chance, so don't mess up!
Είναι η τελευταία σου ευκαιρία, επομένως μην τα κάνεις μαντάρα!

καταβάλω ψυχολογικά

phrasal verb, transitive, separable (figurative, slang (cause emotional problems)

The death of Charlotte's boyfriend really messed her up.
Ο θάνατος του αγοριού της κατέβαλε ψυχολογικά την Σάρλοτ.

τα βάζω με κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (slang (anger) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't mess with Stan because he'll smash your face in.
Μην τα βάζεις με τον Σταν! Θα σου αστράψει καμιά σφαλιάρα!

πειράζω

phrasal verb, transitive, inseparable (slang (tease) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's just so much fun to mess with him!
Μου αρέσει τόσο πολύ να τον πειράζω!

χώνω τη μύτη μου σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (slang (meddle with) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm sick of you messing with things that don't concern you!
Βαρέθηκα να σε βλέπω να χώνεις τη μύτη σου σε πράγματα που δεν σε αφορούν!

μπλεγμένος, μπερδεμένος

noun (UK, informal (chaotic)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
His love life's a bit of a mess.

σε άσχημη κατάσταση

noun (informal (difficult situation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
To say that the economy is in a bit of a mess is putting it mildly.

χαμός, ψιλοχαμός

noun (informal (place: untidy) (καθομιλουμένη, προφορικό: γίνεται)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My house is a bit of a mess, but please come in.
Το σπίτι μου είναι άνω-κάτω, αλλά πέρασε μέσα.

αναστάτωση, σύγχυση

noun (informal (situation: awkward)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The lies we told got us into a fine mess when everyone found out the truth. Now you've done it. Look at the fine mess you've gotten us into.
Τα ψέμματα που είπαμε μας έβαλαν σε μεγάλο μπέρδεμα όταν έμαθαν όλοι την αλήθεια. Τώρα το έκανες. Κοίτα σε τι μπέρδεμα μας έβαλες.

σκηνή αιματοχυσίας

noun (scene: gory)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The body had been horrifically mutilated; it was a bloody mess.

καταραμένο χάλι

noun (UK, slang, potentially offensive (job: incompetent) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You've made a bloody mess of the whole situation.
Εξαιτίας σου η όλη κατάσταση έφτασε σε καταραμένο χάλι.

καταραμένο χάλι, μαύρο χάλι

noun (UK, slang, potentially offensive (place: untidy) (μεταφορικά)

This place is a bloody mess! It hasn't been tidied in weeks.
Αυτό το μέρος έχει μαύρο χάλι. Δεν έχει καθαριστεί για βδομάδες.

μπάχαλο

noun (UK, slang, potentially offensive (disorder) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cataloguing system was a bloody mess, you couldn't find anything.

έχω ακατάστατα μαλλιά, είμαι αναμαλλιασμένος

verbal expression (be dishevelled)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sarah's clothes were covered in mud and she had her hair in a mess.

άνω κάτω

adjective (untidy, disordered)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My son's bedroom is in a mess.

σε δύσκολη θέση

adverb (informal (in a difficult situation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The World economy is in a mess.

τα κάνω χάλια, τα κάνω μούσκεμα, τα κάνω θάλασσα

verbal expression (create disorder or dirt) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can have your mates round for the evening so long as you promise not to make a mess. The kids have been making chocolate cake and they've made a mess with the batter in the kitchen.

κάνω κτ άνω-κάτω

verbal expression (make [sth] disordered or dirty)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't make a mess of my nice clean living room.
Μην κάνεις άνω-κάτω το ωραίο και καθαρό καθιστικό μου!

τα θαλασσώνω

verbal expression (get [sth] wrong)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The new guy has made a mess of this project; I'm going to have to redo it all.
Ο καινούργιος τα θαλάσσωσε με το πρότζεκτ. Θα πρέπει να το ξανακάνω από την αρχή.

σκεύη φαγητού

noun (military: cooking utensils)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The troops were standing in line with their mess kits, waiting to eat.

ανακατεύω τα μαλλιά κάποιου

verbal expression (informal (make [sb]'s hair untidy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't mess up my hair - I've only just come from the hairdressers!

πειράζω

(tamper)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't mess with those papers – I've just put them in order.
Μην πειράζεις αυτά χαρτιά, μόλις τα έβαλα στη σειρά.

μπλέκομαι με κτ

(informal (become involved with)

When he started messing with drugs, everything went downhill.
Από τη στιγμή που μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, τα πράγματα πήραν την κάτω βόλτα.

λάθος

noun (informal (mistake, blunder)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There was a mess-up with our hotel booking and we had to find somewhere else to stay.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mess στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του mess

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.