Τι σημαίνει το muestra στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης muestra στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του muestra στο ισπανικά.

Η λέξη muestra στο ισπανικά σημαίνει δείχνω, δείχνω, δείχνω, επίδειξη, παρουσίαση, επιδεικνύω, δείχνω, επανεμφανίζω, επισημαίνω, παρατηρώ, αποκαλύπτω, δείχνω, αποκαλύπτω, φανερώνω, δείχνω, δείχνω, υποδεικνύω, παρουσιάζω, εκθέτω, παρουσιάζω, εκφράζω, δείχνω, επιδεικνύω, φέρω, επιδεικνύω, καθιστώ κτ προφανές, εκφράζω, επιδεικνύω, εκδηλώνω, παρουσιάζω, προβάλλω, έχω, αναρτώ, δείχνω, υψώνω, προβάρω, έκθεση, δείγμα, δείγμα, δείγμα, μπουκαλάκι, δείγμα, δείγμα, δείγμα, επίχρισμα, δείγμα, λίγο, δείγμα, γεύση, επίχρισμα, επίδειξη, παρουσίαση, σύμβολο, δείγμα, πρόγευση, εκδήλωση, δείγμα, ένδειξη, δείχνω, φαίνομαι έγκυος, δείχνω, δείχνω, παρουσιάζω, δείχνω ενδιαφέρον, σέβομαι, εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής, δείχνω μεγαλοψυχία, δείχνω το δρόμο, δείχνω το δρόμο, δείχνω τα δόντια, δείχνω σεβασμό σε/προς, αμφισβητώ, δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό, κάνω επίδειξη δύναμης, κατατοπίζω, δείχνω καλοσύνη/ευαισθησία προς, νοιάζομαι για, επιδεικνύω, δείχνω τον τρόπο, υποδηλώνω πιθανότητα/προοπτική, εκδηλώνω θαυμασμό/εκτίμηση για, συνοδεύω, δείχνω σεβασμό σε/προς, δείχνω ενδιαφέρον για κπ/κτ, αναλαμβάνω δράση εναντίον κάποιου, εμφανίζω σημάδια/συμπτώματα, ξεναγώ κπ σε κτ, επιδεικνύω, δείχνω σεβασμό σε/προς, δείχνω σεβασμό σε/προς, τοποθετώ, αντιπαραβάλλω, παραβάλλω, δείχνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης muestra

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él siempre muestra sus dientes cuando sonríe.
Δείχνει πάντα τα δόντια του, όταν χαμογελά.

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Me puedes mostrar la manera correcta de hacer un nudo llano?
Μπορείς να μου δείξεις το σωστό τρόπο για να φτιάξω ένα στρυρόκομπο;

δείχνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mostró su colección de postales a sus visitantes.
Έδειξε τη συλλογή των καρτ ποστάλ του στους επισκέπτες.

επίδειξη, παρουσίαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Montó una muestra de sus patatas y puerros premiados.

επιδεικνύω

(δείχνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mostró cómo se opera la máquina.
Έκανε επίδειξη του τρόπου λειτουργίας του μηχανήματος.

δείχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επανεμφανίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επισημαίνω, παρατηρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La guía turística nos mostraba los monumentos históricos mientras los pasábamos con el bus.
Ο ξεναγός επισήμανε τα ιστορικά μνημεία καθώς το λεωφορείο περνούσε από μπροστά τους.

αποκαλύπτω, δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El vestido de Janice muestra sus hombros.
Το φόρεμα της Τζάνις αποκαλύπτει τους ώμους της.

αποκαλύπτω, φανερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pronto se mostrará la verdad.
Σύντομα, η αλήθεια θα αποκαλυφθεί (or: φανερωθεί) σε όλους.

δείχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La computadora muestra los ítems del examen y los estudiantes usan el teclado para ingresar sus respuestas.
Ο υπολογιστής εμφανίζει τα τεστ και οι μαθητές χρησιμοποιούν το πληκτρολόγιο για να καταχωρήσουν τις απαντήσεις τους.

δείχνω, υποδεικνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La encuesta muestra su gran impopularidad.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η έρευνα δείχνει πως οι νέοι έχουν την τάση να διαφωνούν με τους μεγαλύτερους.

παρουσιάζω, εκθέτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tengo que mostrar la nueva estatua a los trabajadores del museo.

παρουσιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él mostraba todos los síntomas de una depresión.
Παρουσίαζε όλα τα συμπτώματα της κατάθλιψης.

εκφράζω, δείχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El rostro de Charlie mostró sorpresa.

επιδεικνύω

verbo transitivo (cuerpo) (για μέρη σώματος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen mostró sus senos.

φέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La cara del guerrero mostraba profundas cicatrices.

επιδεικνύω

verbo transitivo (παρουσιάζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mostró (or: enseñó) su pasaporte para la inspección.
Έδειξε το διαβατήριό του για έλεγχο.

καθιστώ κτ προφανές

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκφράζω, επιδεικνύω, εκδηλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siempre manifestó un desvergonzado desprecio por la autoridad.

παρουσιάζω, προβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La muestra exhibirá el trabajo de artistas locales.
Στην έκθεση θα παρουσιαστεί το έργο ντόπιων καλλιτεχνών.

έχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tenía un ojo morado después de su pelea con Bob.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Τζέιμς έχει ένα μαυρισμένο μάτι μετά τον καυγά του με τον Μπομπ.

αναρτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El catedrático publicó los resultados del examen en la entrada.
Ο καθηγητής ανάρτησε τα αποτελέσματα των εξετάσεων στον διάδρομο.

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El chico demostró tener un gran coraje cuando intentó rescatar a sus amigos.
Το αγόρι έδειξε (or: επέδειξε) μεγάλο θάρρος στην προσπάθειά του να σώσει τους φίλους του.

υψώνω

(σημαία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El barco apareció desplegando la bandera de su país.

προβάρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Usemos este maniquí para exponer este suéter.
Ας προβάρουμε αυτό το πουλόβερ σε εκείνο το μανεκέν.

έκθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay una nueva exposición de Matisse en el museo.

δείγμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La tienda regaló pequeñas alfombras de muestra.
Το κατάστημα πρόσφερε δωρεάν μικρά δείγματα χαλιών.

δείγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El médico le pidió a Daphne una muestra de orina.
Ο γιατρός ζήτησε από τη Δάφνη να δώσει ένα δείγμα ούρων.

δείγμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπουκαλάκι

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Colecciona las muestras que le dan en la perfumería.

δείγμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La muestra de orina se usa para test de consumo de drogas.

δείγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El traductor le entregó al cliente potencial una muestra de su trabajo.
Η μεταφράστρια έδωσε στον υποψήφιο πελάτη ένα δείγμα της δουλειάς της.

δείγμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los investigadores no pudieron aportar suficientes muestras para extraer conclusiones precisas.

επίχρισμα

(επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Se analizarán las muestras para detectar estreptococo y otras bacterias.

δείγμα

nombre femenino (color)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λίγο

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Le gustaría una muestra de este vino?
Θέλεις λίγο από αυτό το κρασί;

δείγμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Permítame darle unas muestras de alfombra para que las lleve a casa y vea cuáles combinan con su hogar.

γεύση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Me gustaría darte una muestra de cómo se siente manejar este auto.

επίχρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El técnico de laboratorio puso la muestra en el microscopio.

επίδειξη, παρουσίαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El encargado hizo una demostración del nuevo proceso de fabricación.
Ο εργοδηγός έκανε μια παρουσίαση της νέας κατασκευαστικής διαδικασίας.

σύμβολο, δείγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La pareja intercambió anillos como símbolo de su amor.
Το ζευγάρι αντάλλαξε δαχτυλίδια ως σύμβολο της αγάπης του.

πρόγευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El incidente solo fue un anticipo de los problemas que tendríamos posteriormente durante el tiempo que estuvimos en China.

εκδήλωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi madre es una mujer reservada que no suele dar manifestaciones de afecto.
Η μητέρα μου είναι μια συγκρατημένη γυναίκα, που συνήθως δεν επιδίδεται σε εκδηλώσεις στοργής.

δείγμα

(geología) (από γεώτρηση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los geólogos tomaron una cata de la corteza terrestre.

ένδειξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Este regalo es una señal de mi respeto hacia ti.
Αυτό το δώρο είναι μια ένδειξη του σεβασμού μου προς το πρόσωπό σου.

δείχνω

(σε κπ πως να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Enseñó a su hija cómo atarse los cordones de los zapatos.
Έδειξε στην κόρη του πώς να δένει τα κορδόνια της.

φαίνομαι έγκυος

(coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sally está embarazada de quince semanas y ahora está empezando a mostrar barriga de embarazada.

δείχνω

locución verbal (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El agente mostrará la casa a los compradores potenciales.

δείχνω, παρουσιάζω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les presentó las estadísticas para probar su argumento.

δείχνω ενδιαφέρον

Me resulta muy difícil interesarme por el fútbol.

σέβομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hay que respetar la bandera nacional.

εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής

expresión (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δείχνω μεγαλοψυχία

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δείχνω το δρόμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No necesitas darme un mapa, solo indícame el camino. ¿Puede indicarme el camino al baño de mujeres?

δείχνω το δρόμο

locución verbal (σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nunca antes había estado allí así que Antonio me mostró el camino.

δείχνω τα δόντια

(ES)

δείχνω σεβασμό σε/προς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siempre trato de mostrar consideración para con los mayores.

αμφισβητώ

(naipes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω επίδειξη δύναμης

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατατοπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δείχνω καλοσύνη/ευαισθησία προς, νοιάζομαι για

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿No te han enseñado a mostrar consideración a tus mayores?

επιδεικνύω, δείχνω τον τρόπο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Podrías mostrarme cómo hiciste para cerrar la ventana sin usar el ratón?

υποδηλώνω πιθανότητα/προοπτική

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los análisis económicos muestran signos de recuperación.

εκδηλώνω θαυμασμό/εκτίμηση για

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνοδεύω

locución verbal (conducir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un empleado de vigilancia le mostró el camino hasta el despacho del director.

δείχνω σεβασμό σε/προς

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Εκπαιδεύουμε όλους τους υπαλλήλους μας να δείχνουν σεβασμό στους πελάτες.

δείχνω ενδιαφέρον για κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi madre nunca mostró interés por mis pasatiempos.

αναλαμβάνω δράση εναντίον κάποιου

locución verbal (figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμφανίζω σημάδια/συμπτώματα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El auto está empezando a mostrar signos de deterioro.

ξεναγώ κπ σε κτ

locución verbal

El agente inmobiliario les mostró el departamento a la pareja.

επιδεικνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando su madre famosa fue a la escuela, él la mostró con orgullo a todos sus amigos.

δείχνω σεβασμό σε/προς

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δείχνω σεβασμό σε/προς

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Πρέπει να δείχνεις περισσότερο σεβασμό στον πατέρα σου.

τοποθετώ

(με αλληλεπικάλυψη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Organiza en cascada las ventanas en un diseño diagonal.

αντιπαραβάλλω, παραβάλλω

locución verbal (κάτι με/και κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Permíteme que te muestre la diferencia entre la postura correcta e incorrecta para este baile.
Ας δείξω τη σωστή στάση σε σχέση με τη λάθος στάση για αυτόν τον χορό.

δείχνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El policía mostró rápidamente su placa.
Ο αστυνομικός έδειξε το σήμα του.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του muestra στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.