Τι σημαίνει το nesting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nesting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nesting στο Αγγλικά.

Η λέξη nesting στο Αγγλικά σημαίνει φώλιασμα, διάθεση παραμονής στο σπίτι, φώλιασμα, φωλιά, φωλιά, φωλιάζω, φωλιάζω, βολεύω κτ σε κτ, ενσωματώνω, εισάγω, φωλιά, φωλιά, φωλίτσα, ψάχνω, <div>σπίτι πουλιών, σπιτάκι πουλιών</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ.<i> ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου </i>κλπ.)</div>, ένστικτο φωλιάσματος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nesting

φώλιασμα

noun (bird: building a nest) (χτίσιμο φωλιάς)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nesting in this species usually begins in late March.
Το φώλιασμα αρχίζει συνήθως στα τέλη του Μάρτη γι' αυτό το είδος.

διάθεση παραμονής στο σπίτι

noun (figurative (homemaking instinct)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The couple's nesting annoyed their friends who wanted to go out drinking.

φώλιασμα

noun (computing: embedding) (πληροφορική: ένθεση βρόχου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You can shorten some of this code by nesting.
Με το φώλιασμα, μπορείς να δημιουργήσεις έναν πιο μικρό κώδικα.

φωλιά

noun (bird's home)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bird built a nest in the tree.
Το πουλί έχτισε μια φωλιά στο δέντρο.

φωλιά

noun (insect's lair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bees built a nest in the shed.
Οι μέλισσες έχτισαν μια φωλιά στο υπόστεγο.

φωλιάζω

intransitive verb (bird: make a nest) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Birds nested in the shrubs.
Πουλιά φώλιαζαν στους θάμνους.

φωλιάζω

(fit inside [sth] larger) (μτφ: σε κτ, μέσα σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The dolls nested inside each other.

βολεύω κτ σε κτ

(fit inside [sth] larger)

When you do not need to use the tables, you can nest them inside one another.

ενσωματώνω, εισάγω

(computing) (κτ σε κτ, κτ μέσα σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The programmer nested the subroutine inside the main routine.
Ο προγραμματιστής εισήγαγε την υπορουτίνα μέσα στην κεντρική ρουτίνα.

φωλιά

noun (figurative (hub for [sth]) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The island became a pirate nest.

φωλιά, φωλίτσα

noun (figurative (comfortable place) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mike built himself a little nest out of blankets and snacks to study in.

ψάχνω

intransitive verb (hunt for nests)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The children spent the morning nesting in the fields.

<div>σπίτι πουλιών, σπιτάκι πουλιών</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ.<i> ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου </i>κλπ.)</div>

noun (to feed, shelter birds)

ένστικτο φωλιάσματος

noun (bird's instinct to build a nest) (ζωολογία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nesting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.