Τι σημαίνει το nerve στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nerve στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nerve στο Αγγλικά.

Η λέξη nerve στο Αγγλικά σημαίνει νεύρο, κουράγιο, θάρρος, θράσος, το θράσος, νευρικότητα, νεύρο, ακουστικό νεύρο, θίγω ένα ευαίσθητο ζήτημα, νευρικός αποκλεισμός, νευρώνας, νευρική απόληξη, νευροπαραλυτικό αέριο, νευρικό ερέθισμα, αγχωτικός, οπτικό νεύρο, τρίδυμο νεύρο, πνευμονογαστρικό νεύρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nerve

νεύρο

noun (anatomy: part of nervous system)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dan damaged a nerve in his hand.
Ο Νταν τραυμάτισε ένα νεύρο στο χέρι του.

κουράγιο, θάρρος

noun (figurative, informal (courage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kate worked up her nerve and asked her boss for a raise.
Η Κέιτ μάζεψε το θάρρος της και ζήτησε από το αφεντικό της αύξηση.

θράσος

noun (figurative, informal (excessive boldness)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You've got a nerve, showing your face here after what you did!
Έχεις μεγάλο θράσος να εμφανίζεσαι εδώ μετά από ό,τι έκανες!

το θράσος

noun (figurative, informal (excessive boldness) (να κάνω κτ)

The guy had the nerve to talk back to his boss.
Ο τύπος είχε το θράσος να αντιμιλά στο αφεντικό του.

νευρικότητα

plural noun (nervousness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His nerves got the better of him, and he vomited just as he was about to go on stage.
Η νευρικότητά του κυριάρχησε και έκανε εμετό λίγο πριν ανέβει στην σκηνή.

νεύρο

noun (veins in insect wings)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Under the magnifying glass the scientist could see every nerve in the mosquito's wing.

ακουστικό νεύρο

noun (nerve that controls hearing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θίγω ένα ευαίσθητο ζήτημα

verbal expression (figurative (raise a sensitive issue)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νευρικός αποκλεισμός

noun (type of local anaesthetic)

After the nerve block was administered I couldn't feel anything below my waist.
Όταν μου έγινε νευρικός αποκλεισμός δε μπορούσα να νιώσω τίποτε κάτω από τη μέση μου.

νευρώνας

noun (neuron, cell of nervous system)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The shock went trough every nerve cell in my body.

νευρική απόληξη

noun (end of a nerve cell)

νευροπαραλυτικό αέριο

noun (poisonous gas used as chemical weapon)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nerve gas has the capacity to kill thousands of people in a very short time.

νευρικό ερέθισμα

noun (signal transmitted by neuron)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αγχωτικός

adjective (that induces great anxiety)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The last five kilometers was a nerve-wracking time as we passed through an ambush zone.

οπτικό νεύρο

noun (nerve that sends information from eye to brain)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The explosion overloaded my optic nerve, so now I am temporarily blind.

τρίδυμο νεύρο

noun (anatomy: cranial nerve)

πνευμονογαστρικό νεύρο

noun (anatomy: cranial nerve)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nerve στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του nerve

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.