Τι σημαίνει το nest στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nest στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nest στο Αγγλικά.

Η λέξη nest στο Αγγλικά σημαίνει φωλιά, φωλιά, φωλιάζω, φωλιάζω, βολεύω κτ σε κτ, ενσωματώνω, εισάγω, φωλιά, φωλιά, φωλίτσα, ψάχνω, φωλιά πουλιού, <div>σπίτι πουλιών, σπιτάκι πουλιών</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ.<i> ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου </i>κλπ.)</div>, παρατηρητήριο, φωλιά κορακιού, άδεια φωλιά, σύνδρομο άδειου σπιτιού, σύνδρομο άδειας φωλιάς, πλουτίζω, φεύγω από τη φωλιά, φεύγω από το πατρικό μου, φεύγω από τη φωλιά, αφήνω τη φωλιά, φεύγω από το πατρικό μου, ερωτική φωλιά, οικονομίες, τραπεζάκια που μπαίνουν το ένα στο άλλο, σφηκοφωλιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nest

φωλιά

noun (bird's home)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bird built a nest in the tree.
Το πουλί έχτισε μια φωλιά στο δέντρο.

φωλιά

noun (insect's lair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bees built a nest in the shed.
Οι μέλισσες έχτισαν μια φωλιά στο υπόστεγο.

φωλιάζω

intransitive verb (bird: make a nest) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Birds nested in the shrubs.
Πουλιά φώλιαζαν στους θάμνους.

φωλιάζω

(fit inside [sth] larger) (μτφ: σε κτ, μέσα σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The dolls nested inside each other.

βολεύω κτ σε κτ

(fit inside [sth] larger)

When you do not need to use the tables, you can nest them inside one another.

ενσωματώνω, εισάγω

(computing) (κτ σε κτ, κτ μέσα σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The programmer nested the subroutine inside the main routine.
Ο προγραμματιστής εισήγαγε την υπορουτίνα μέσα στην κεντρική ρουτίνα.

φωλιά

noun (figurative (hub for [sth]) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The island became a pirate nest.

φωλιά, φωλίτσα

noun (figurative (comfortable place) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mike built himself a little nest out of blankets and snacks to study in.

ψάχνω

intransitive verb (hunt for nests)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The children spent the morning nesting in the fields.

φωλιά πουλιού

noun (structure built by a bird)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a bird's nest built in the tree outside my house.

<div>σπίτι πουλιών, σπιτάκι πουλιών</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ.<i> ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου </i>κλπ.)</div>

noun (to feed, shelter birds)

παρατηρητήριο

noun (figurative (lookout on a ship's mast) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
From the crow's nest, the sailor on lookout duty spotted land before anyone on deck.

φωλιά κορακιού

noun (literal (bird's nest made by crow) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cheeping sounds coming from the crow's nest tell me that there are baby crows inside.

άδεια φωλιά

noun (figurative (home: children have left) (μεταφορικά)

σύνδρομο άδειου σπιτιού, σύνδρομο άδειας φωλιάς

noun (after children leave) (αφού φύγουν τα παιδιά από το πατρικό)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πλουτίζω

verbal expression (figurative (be self-serving)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φεύγω από τη φωλιά

verbal expression (bird: leave nest)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φεύγω από το πατρικό μου

verbal expression (figurative (leave parents' home)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φεύγω από τη φωλιά, αφήνω τη φωλιά

verbal expression (bird: reach maturity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Most birds leave the nest once they are able to fly confidently.

φεύγω από το πατρικό μου

verbal expression (figurative (person: leave one's parents' home) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The kids have finally left the nest and now it's just the two of us.

ερωτική φωλιά

noun (lovers' secret meeting place)

οικονομίες

noun (figurative (savings)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Matthew blew their nest egg on a fast car, and his wife was not pleased. The recent recession almost totally wiped out my nest egg.

τραπεζάκια που μπαίνουν το ένα στο άλλο

noun (set of small tables inside one another)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A nest of tables is really useful for drinks and nibbles when you have guests.

σφηκοφωλιά

noun (structure built by wasps)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Take this spray into the steeple and take care of that wasp nest.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nest στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του nest

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.