Τι σημαίνει το nip στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nip στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nip στο Αγγλικά.

Η λέξη nip στο Αγγλικά σημαίνει δαγκώνω, δαγκώνω στον αέρα, καίω, πονάω, κόβω κτ από κτ, μαζεύω κτ από κτ, κόβω, πετάγομαι, πετάγομαι, πετάγομαι σε κτ, ποτηράκι, δαγκωματιά, δαγκωνιά, σιγοπίνω, πιάνω, νικώ στο τσακ, σουφρώνω κτ από κπ/κτ, νεπέτα, μαγιοβότανο, γατόχορτο, με μικρή διαφορά, ψύχρα, κόβω κτ από τη ρίζα του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nip

δαγκώνω

transitive verb (bite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The little dog nipped my finger when I tried to stroke it.
Το σκυλάκι μου δάγκωσε το δάκτυλο όταν πήγα να το χαϊδέψω.

δαγκώνω στον αέρα

(snap, try to bite)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The sheepdog nipped at the flock's heels.
Το τσοπανόσκυλο δάγκωσε στον αέρα τα πόδια του κοπαδιού.

καίω

transitive verb (figurative (cold, frost: affect) (μεταφορικά: λόγω παγετού)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The frost nipped the flowers.
Ο παγετός έκαψε τα λουλούδια.

πονάω

transitive verb (cold: cause pain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cold air nipped the women's faces.

κόβω κτ από κτ, μαζεύω κτ από κτ

(pick)

Kate nipped a few young fruits off the peach tree so the others would grow bigger.
Η Κέιτ έκοψε μερικά άγουρα φρούτα από τη ροδακινιά ώστε τα υπόλοιπα να μεγαλώσουν περισσότερο.

κόβω

phrasal verb, transitive, separable (remove) (κτ, κτ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The gardener nipped off the dead flower heads.
Ο κηπουρός έκοψε τα ξερά λουλούδια.

πετάγομαι

phrasal verb, intransitive (informal, UK (go quickly) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Andy will be back in a moment; he's nipped off to make a quick phone call.
Ο Άντυ θα επιστρέψει σε ένα λεπτό. Πετάχτηκε να κάνει ένα γρήγορο τηλεφώνημα.

πετάγομαι

intransitive verb (informal, UK (go quickly) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We've run out of milk; I'll just nip and get us some more.
Δεν έχουμε γάλα. Θα πεταχτώ να μας φέρω λίγο.

πετάγομαι σε κτ

(informal, UK (go somewhere quickly) (καθομιλουμένη, μτφ)

Can you nip to the shops and pick up a newspaper?
Μπορείς να πεταχτείς στα μαγαζιά να πάρεις μια εφημερίδα;

ποτηράκι

noun (small drink)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You need a nip of brandy to warm you up.

δαγκωματιά, δαγκωνιά

noun (small bite) (μικρή ή ελαφριά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dog's nip was painful.

σιγοπίνω

(sip)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nate slowly nipped at his drink.

πιάνω

transitive verb (pinch, catch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kyle nipped a fly out of the air because it was annoying him.

νικώ στο τσακ

transitive verb (defeat narrowly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We nipped the other team to win the cup.

σουφρώνω κτ από κπ/κτ

(US (steal)

νεπέτα

noun (herb: stimulant to cats)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My cat loves to roll in fresh catnip.

μαγιοβότανο, γατόχορτο

noun (herb which appeals to cats) (βότανο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My cat loves toys that have catnip in them.

με μικρή διαφορά

adjective (figurative, informal (race: very close or inconclusive)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That race was so nip and tuck that I had no idea who would win until the very end.

ψύχρα

noun (informal (weather: slight chill)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Better put your overcoat on - there's a nip in the air tonight.

κόβω κτ από τη ρίζα του

verbal expression (figurative (stop developing further) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Her son took up smoking, but she nipped that in the bud by making him smoke an entire pack.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nip στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.