Τι σημαίνει το bud στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bud στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bud στο Αγγλικά.

Η λέξη bud στο Αγγλικά σημαίνει μπουμπούκι, ανθίζω, γεννιέμαι, φυτρώνω, μπουμπούκι, φίλε, φιλαράκι, φίλος, φίλη, γκάντζα, ανθός, κεντρώνω με μάτι, μπολιάζω με μάτι, μπύρα μπαντ, μπατονέτα, κόβω κτ από τη ρίζα του, γευστικός κάλυκας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bud

μπουμπούκι

noun (unopened flower)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Spring is late this year; the trees still have only buds, not blossoms yet.
Η άνοιξη άργησε αυτήν τη χρονιά. Τα δέντρα έχουν μόνο μπουμπούκια, δεν έχουν άνθη ακόμη.

ανθίζω

intransitive verb (flower)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The daffodils usually bud in February.
Ο ασφόδελος ανθίζει συνήθως το Φεβρουάριο.

γεννιέμαι, φυτρώνω

intransitive verb (figurative (start to develop) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
An idea began to bud in Lacey's mind.
Η ιδέα άρχισε να γεννιέται στο μυαλό της Λέισι.

μπουμπούκι

noun (partially opened flower)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The roses are still buds; they should be in full bloom tomorrow and will make a nice bouquet.
Τα τριαντάφυλλα είναι ακόμη μπουμπούκια. Θα ανθίσουν κανονικά αύριο και θα σχηματίσουν ένα όμορφο μπουκέτο.

φίλε, φιλαράκι

interjection (informal (term of address: friend) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Hey, bud, how have you been?

φίλος, φίλη

noun (informal (buddy: friend)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Oh, that's Sam--he's my bud.

γκάντζα

noun (US, slang (marijuana) (αργκό, μόνο ενικός)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Apparently, the cops found two bags of bud in David's car.

ανθός

noun (figurative ([sth] developing) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The bud of the young man's hopes and ambitions had yet to come to full flower.

κεντρώνω με μάτι, μπολιάζω με μάτι

transitive verb (plant: graft)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It is possible to bud roses onto a sturdier stalk to create a stronger plant.

μπύρα μπαντ

noun (® US (low-alcohol beer)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπατονέτα

noun (cotton wool on stick)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You shouldn't put anything in your ears, but most people clean them with a cotton swab anyway.

κόβω κτ από τη ρίζα του

verbal expression (figurative (stop developing further) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Her son took up smoking, but she nipped that in the bud by making him smoke an entire pack.

γευστικός κάλυκας

plural noun (sense organs that detect taste)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
I think my taste buds must not be working: I can't taste a thing.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bud στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.