Τι σημαίνει το snap στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης snap στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του snap στο Αγγλικά.

Η λέξη snap στο Αγγλικά σημαίνει σπάω, σπάζω, σπάω, σπάζω, κροταλίζω, κλειδώνω, σφραγίζω, δαγκώνω τον αέρα, δαγκώνω στον αέρα, τα χώνω σε κπ, τη λέω σε κπ, σπάσιμο, κρότος, φωτογραφία, εικόνα, γρήγορος, βιαστικός, εύκολος, απλός, Και εγώ!, Και εγώ το ίδιο!, Πιάσε κόκκινο!, σούστα, χτύπημα, επίθεση, παιχνίδι, παιχνιδάκι, σναπ, δαγκωνιά, δαγκωματιά, ξεσπάω, χτυπάω, ξεσπάω, αρπάζω, τραβάω, βγάζω, χτυπάω κτ στον αέρα, μαστιγώνω με κτ τον αέρα, φωνάζω, απαντώ γρήγορα και απότομα, επανέρχομαι γρήγορα σε πρότερη κατάσταση, ξεκολλάω από κτ, βιάζομαι να αποκτήσω κάτι, ξέσπασμα κακοκαιρίας, μπισκότο με τζίντζερ, μπισκότο με τζίντζερ, σούστα, τουβλάκια, απόφαση της στιγμής, πρόωρες εκλογές, κουμπωτός, σπάω, ανοίγω απότομα, συνέρχομαι γρήγορα, συνέρχομαι γρήγορα από κτ, γλυκομπίζελο, δακτύλιος συγκράτησης, είδος βολής στο χόκεϋ επί πάγου, κλείνω απότομα, κλείνω, κάνω σναπ, χτυπάω τα δάχτυλα, κουμπωτός, δακτυλιοειδής, συναρμολογούμενος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης snap

σπάω, σπάζω

intransitive verb (break with noise)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The branch snapped under the weight of the fruit.
Το κλαδί έσπασε από το βάρος των φρούτων.

σπάω, σπάζω

transitive verb (break with noise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mary was holding a twig in her hands and she snapped it.
Η Μαίρη κρατούσε ένα κλαδάκι στα χέρια της και το έσπασε.

κροταλίζω

intransitive verb (make cracking sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Philip flicked the rope so that it snapped.
Ο Φίλιπ τίναξε το σχοινί για να κροταλίσει.

κλειδώνω, σφραγίζω

intransitive verb (close with click sound)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Natalie turned the key and heard the lock snap.
Η Νάταλι γύρισε το κλειδί και άκουσε την κλειδαριά να κλειδώνει.

δαγκώνω τον αέρα, δαγκώνω στον αέρα

intransitive verb (attempting to bite) (χωρίς να υπάρχει κάτι κοντά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The dog was growling and snapping. The horse snapped at Linda's hand.
Το σκυλί γρύλιζε και δάγκωνε στον αέρα.

τα χώνω σε κπ, τη λέω σε κπ

(speak sharply or angrily to) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I know you're frustrated, but that doesn't give you an excuse to snap at me like that.
Το ξέρω ότι είσαι απογοητευμένος, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί το να μου τα χώνεις με αυτόν τον τρόπο.

σπάσιμο

noun (breaking noise)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Trevor looked round when he heard the snap of a twig behind him.
Ο Τρέβορ κοίταξε γύρω του, όταν άκουσε το κρακ ενός κλαδιού πίσω του.

κρότος

noun (sharp sound)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The snap of the whip scared the horse.

φωτογραφία, εικόνα

noun (snapshot: quick photo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Uncle Bob showed us his holiday snaps.
Ο θείος Μπομπ μας έδειξε τις φωτογραφίες του από τις διακοπές.

γρήγορος, βιαστικός

adjective (done quickly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Peter made a snap decision to move to the city, but it worked out well.

εύκολος, απλός

adjective (done easily)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The interview was a snap assignment for Helen, because she already knew the interviewee.

Και εγώ!, Και εγώ το ίδιο!

interjection (saying [sth] is the same)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Simon's going to be 40 next week? Snap!

Πιάσε κόκκινο!

interjection (saying the same thing) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Both Jane and Loob answered, "ice cream," then they cried out "Snap!"

σούστα

noun (fastener for clothes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The skirt fastened with a snap.

χτύπημα

noun (finger noise) (των δαχτύλων)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Alan tried to attract the waiter's attention with a snap of his fingers.

επίθεση

noun (sudden spell of weather: cold, etc.) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Wendy had to turn the heating back on, due to a sudden cold snap.

παιχνίδι, παιχνιδάκι

noun ([sth] done easily) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Finding a parking place was a snap.

σναπ

noun (UK (card game)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Snap is a game for two players; each player has a pile of cards that they turn over and you win tricks by being the first person to shout snap when both of you turn over a card of equal value.

δαγκωνιά, δαγκωματιά

noun (jaws: sudden closing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dragon's jaws opened wide and then closed with a snap.

ξεσπάω

intransitive verb (slang (emotionally)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Polly put up with her boss's unfair criticism for months, but finally she snapped.

χτυπάω

intransitive verb (fingers)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Edward's fingers were snapping to the music.

ξεσπάω

intransitive verb (speak angrily to)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I asked Pippa if she was OK, but she just snapped; I think it might be best to leave her alone for now.

αρπάζω

(seize: opportunity)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dancer snapped at the chance of auditioning for the Royal Ballet.

τραβάω, βγάζω

transitive verb (a photo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω κτ στον αέρα, μαστιγώνω με κτ τον αέρα

transitive verb (make cracking sound)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The slave master snapped the whip to make the slaves work harder.

φωνάζω

transitive verb (say angrily)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Go away!" she snapped.

απαντώ γρήγορα και απότομα

phrasal verb, intransitive (reply sharply)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επανέρχομαι γρήγορα σε πρότερη κατάσταση

phrasal verb, intransitive (figurative (quickly return to original state)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεκολλάω από κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative, informal (stop being upset, unhappy) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

I know you lost your job and your girlfriend left you, but I think it's time you snapped out of your self-pity and got on with your life.

βιάζομαι να αποκτήσω κάτι

phrasal verb, transitive, separable (informal (rush to obtain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The tickets were snapped up the morning they were put on sale.

ξέσπασμα κακοκαιρίας

noun (period: cold weather)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The recent cold snap killed my tomato plants.

μπισκότο με τζίντζερ

noun (UK (cookie)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kyle grabbed another ginger nut off the plate and ate it.

μπισκότο με τζίντζερ

noun (ginger-flavored cookie)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My grandmother kept her cookie jar filled with ginger snaps.

σούστα

noun (metal fastener)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The coat has press studs and a zip.

τουβλάκια

plural noun (child's building blocks) (παιδικό παιχνίδι)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

απόφαση της στιγμής

noun ([sth] decided spontaneously)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρόωρες εκλογές

noun (voting called suddenly)

κουμπωτός

adjective (joint, fastening: that clips together) (μηχανολογία: συνδεσμολογία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σπάω

(break away, become detached) (ενιαίο υλικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The branches had been damaged by frost and snapped off easily.

ανοίγω απότομα

(open abruptly)

The door snapped open.

συνέρχομαι γρήγορα

verbal expression (slang (return quickly to normal)

The teacher caught James daydreaming, but he soon snapped out of it.
Ο δάσκαλος έπιασε τον Τζέιμς να ονειροπολεί, αλλά συνήλθε γρήγορα.

συνέρχομαι γρήγορα από κτ

verbal expression (slang (quickly end, stop [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I wish Jenna would snap out of her bad mood.

γλυκομπίζελο

noun (edible legume)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δακτύλιος συγκράτησης

noun (circular fastening or clip)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

είδος βολής στο χόκεϋ επί πάγου

noun (sports: sudden goal shot)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κλείνω απότομα

(close abruptly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The door snapped shut.

κλείνω

(close abruptly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Wendy snapped the suitcase shut.

κάνω σναπ

verbal expression (American football: make the first pass) (αμερικάνικο φούτμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτυπάω τα δάχτυλα

verbal expression (click finger and thumb) (για να κάνω τον χαρακτηριστικό ήχο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mrs.McCredie clicked her fingers and a maid appeared to clear away the plates. If you want me, just snap your fingers and I'll be there!

κουμπωτός

adjective (lid, tool, etc.: snaps into place)

δακτυλιοειδής

noun as adjective (fastening: circular clip)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συναρμολογούμενος

adjective (that fasten by clipping one into another)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του snap στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του snap

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.