Τι σημαίνει το objetivo στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης objetivo στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του objetivo στο πορτογαλικά.

Η λέξη objetivo στο πορτογαλικά σημαίνει εντός θέματος, σκοπός, στόχος, σκοπός, στόχος, επιτεύξιμος, αντικειμενικός, αμερόληπτος, σκοπός, στόχος, που χρησιμοποιείται ως αντικείμενο, σκοπός, στόχος, το Α και το Ω, αποστολή, ψυχρός, πνεύμα, απώτερος στόχος, απώτερος σκοπός, επιδίωξη, προσγειωμένος, σκοπός, στόχος, άσκοπος, άστοχος, για να κάνω κτ, με σκοπό να κάνω κτ, στοχεύονται να κάνω κτ, θέλοντας να κάνω κτ, συγκεκριμένος σκοπός, συγκεκριμένος στόχος, αντικειμενική άποψη, απώτερος σκοπός, επαγγελματικός στόχος, στρατηγικός προσανατολισμός, απώτερος στόχος, απώτερος σκοπός, πετυχαίνω τους στόχους μου, δεν πετυχαίνω τον στόχο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης objetivo

εντός θέματος

adjetivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O professor Adam nem sempre é objetivo quando fala.
Ο καθηγητής Άνταμς δεν είναι πάντα εντός θέματος όταν μιλάει.

σκοπός, στόχος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Um dos objetivos deste site é ajudar as pessoas a aprender línguas.
Μία από τις επιδιώξεις αυτής της σελίδας είναι να βοηθήσει τον κόσμο να μάθει γλώσσες.

σκοπός, στόχος

substantivo masculino (meta, fim)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O objetivo das conversas é encontrar uma solução pacífica para a crise.
Ο σκοπός των συζητήσεων είναι να βρεθεί μια ειρηνική λύση για την κρίση.

επιτεύξιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Seu contrato especifica todos os objetivos e seus prazos.

αντικειμενικός, αμερόληπτος

adjetivo (sem parcialidade)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cientistas precisam ser objetivos ao revisar dados.
Οι ερευνητές πρέπει να είναι αμερόληπτοι όταν αξιολογούν δεδομένα.

σκοπός, στόχος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O objetivo de Henry é tornar-se CEO quando tiver trinta e cinco anos.
Ο σκοπό του Χένρυ είναι να γίνει CEO μέχρι τα τριανταπέντε του.

που χρησιμοποιείται ως αντικείμενο

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O caso objetivo indica o objeto de um verbo ou preposição.

σκοπός, στόχος

substantivo masculino (propósito)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O objetivo (or: alvo) da investigação é determinar quem deixou transpirar as informações secretas.
Ο σκοπός (or: στόχος) της συζήτησης ήταν να βρεθεί ποιος άφησε να διαρρεύσουν τα μυστικά.

το Α και το Ω

(parte mais importante de algo)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αποστολή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rafael tinha como missão tirar nota máxima em todas as matérias.
Ο Ράιαν έκανε σκοπό της ζωής του να αριστεύσει σε όλα του τα μαθήματα.

ψυχρός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O raciocínio frio do juiz seguiu a lei, mas enfureceu a família da vitima.

πνεύμα

(significado real, sentido)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
As ações do presidente eram legais, mas foram contra o espírito da lei.

απώτερος στόχος, απώτερος σκοπός

(επίσημο)

Meu ideal é disputar os Jogos Olímpicos.

επιδίωξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Enriquecer, essa era a meta de Zoe.

προσγειωμένος

adjetivo (pessoa) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκοπός, στόχος

substantivo masculino (λόγος ύπαρξης)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O alvo (or: objetivo) de um exército é proteger as pessoas.
Ο σκοπός (or: στόχος) του στρατού είναι να προστατεύει τον λαό.

άσκοπος, άστοχος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

για να κάνω κτ, με σκοπό να κάνω κτ

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στοχεύονται να κάνω κτ, θέλοντας να κάνω κτ

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συγκεκριμένος σκοπός, συγκεκριμένος στόχος

αντικειμενική άποψη

substantivo masculino (opinião imparcial)

απώτερος σκοπός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επαγγελματικός στόχος

στρατηγικός προσανατολισμός

(objetivo tático global)

απώτερος στόχος, απώτερος σκοπός

πετυχαίνω τους στόχους μου

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Δεν θα πετύχεις ποτέ τους στόχους σου χωρίς σκληρή δουλειά.

δεν πετυχαίνω τον στόχο

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του objetivo στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.