Τι σημαίνει το oposto στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης oposto στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του oposto στο πορτογαλικά.
Η λέξη oposto στο πορτογαλικά σημαίνει αντίθετος, απέναντι, απέναντι, αντίθετα με, διαμετρικά αντίθετος, αντίθετος, αντίστροφος, αντίθετος, το αντίστροφο, το αντίθετο, αντίθετο, εναντίον, κατά, διαμετρικά αντίθετος, διαμετρικά αντίθετος, ακριβώς το αντίθετο, η ευθεία απέναντι από την κεντρική κερκίδα, το αντίθετο φύλο, εντελώς αντίθετος, διαμετρικά αντίθετος, από την άλλη, αντίθετα με, διαμετρικά αντίθετος, από την άλλη πλευρά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης oposto
αντίθετος(em oposição a) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Τα τέρματα ήταν στα αντίθετα (or: απέναντι) άκρα του γηπέδου. |
απέναντιadjetivo Havia texto em um lado e uma fotografia na página oposta. Υπήρχε το κείμενο στη μια μεριά και μια φωτογραφία στην απέναντι σελίδα. |
απέναντιadjetivo (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Η εικόνα στην αντικρινή (or: αντικριστή) σελίδα δείχνει την κάθε ράτσα. |
αντίθετα μεpreposição (antônimo de) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
διαμετρικά αντίθετος
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
αντίθετος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Toda ação tem uma reação igual e contrária. Κάθε δράση έχει μια ίση και αντίθετη αντίδραση. |
αντίστροφος, αντίθετος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Harry virou a moeda e viu que o lado oposto estava mais brilhante. Ο Χάρι αναποδογύρισε το κέρμα και είδε ότι η πίσω πλευρά του ήταν πιο γυαλιστερή. |
το αντίστροφο, το αντίθετοsubstantivo masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Você acredita que o sol gira em torno da Terra, ao passo que o contrário é verdadeiro. Πιστεύεις ότι ο ήλιος γυρίζει γύρω από τη γη, ενώ συμβαίνει το αντίστροφο (or: το αντίθετο). |
αντίθετοsubstantivo masculino O que quer que ele queira fazer, ela faz o contrário. Οτιδήποτε και να θέλει να κάνει εκείνος, αυτή κάνει το αντίθετο. |
εναντίον, κατά
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
διαμετρικά αντίθετοςlocução adjetiva Οι φασίστες και οι κομμουνιστές είναι διαμετρικά αντίθετοι μεταξύ τους. |
διαμετρικά αντίθετοςlocução adverbial (κυριολεκτικά) |
ακριβώς το αντίθετο(nem tanto, o extremo oposto) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
η ευθεία απέναντι από την κεντρική κερκίδα(hipódromo) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
το αντίθετο φύλο
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εντελώς αντίθετοςadjetivo (informal: completamente diferente) |
διαμετρικά αντίθετοςlocução adverbial (κυριολεκτικά) Η είσοδος και η έξοδος βρίσκονται σε διαμετρικά αντίθετες γωνίες του κτηρίου. |
από την άλλη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντίθετα μεpreposição (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
διαμετρικά αντίθετοςlocução adverbial (μεταφορικά) Ο αδερφός μου και εγώ έχουμε διαμετρικά αντίθετες πολιτικές πεποιθήσεις. |
από την άλλη πλευράlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) João se virou para olhar em direção contrária e viu que a sua namorada estava atrás dele. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του oposto στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του oposto
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.