Τι σημαίνει το owning στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης owning στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του owning στο Αγγλικά.
Η λέξη owning στο Αγγλικά σημαίνει έχω, δικός μου, ο ίδιος μου ο, ο δικός μου, παραδέχομαι ότι/πως, παραδέχομαι, στην κρίση σου, με τον ρυθμό μου, με τον δικό μου ρυθμό, με δική σας ευθύνη, είμαι κυρίαρχος του εαυτού μου, κοκορεύομαι, ωριμάζω, αυτοκτονώ, πλουτίζω, εκ πείρας, από εμπειρία, εκδικούμαι, εκδικούμαι, γίνεται το δικό μου, περνάει το δικό μου, κάνω του κεφαλιού μου, ας γίνει το δικό σου, τα καταφέρνω, με τον δικό μου τρόπο, στον κόσμο σου, μόνος μου, με το δικό μου τρόπο, τα κρατάω για τον εαυτό μου, ξέρω τι θέλω, αφήνω κπ χωρίς επίβλεψη, που αφήνεται στη μοίρα του/της, μένω μόνος μου, κοίτα τη δουλειά σου, κοιτάω τη δουλειά μου, δικός μου, οικειοθελώς, με τη θέλησή μου, αυτοβούλως, με δική σου πρωτοβουλία, μόνος μου, από μόνος μου, μόνος μου, μόνος μου, μόνος μου, κύριος του εαυτού μου, ελεύθερος χρόνος, με δική μου πρωτοβουλία, δική μου εκδοχή, προϊόν ιδιωτικής ετικέτας, δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία, δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία, επιλογή μου, δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία, δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλία, παραδέχομαι ότι, ιδιωτικής ετικέτας, συνεισφέρω, επιτυγχάνω με τις δικές μου δυνάμεις, βλέπω με τα μάτια μου, βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια, όπως έστρωσα θα κοιμηθώ, παίρνω το νόμο στα χέρια μου, περί ορέξεως..., στον εαυτό σου να είσαι αληθινός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης owning
έχωtransitive verb (have) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Do you own a computer? ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κατέχει ένα καταπληκτικό ταλέντο στη μουσική. |
δικός μουadjective (belonging to self) (εμφατικός τύπος) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) My own car is not nearly as nice as yours. Το αυτοκίνητό μου δεν είναι τόσο ωραίο, όσο το δικό σου. |
ο ίδιος μου οadjective (intensifier) (εμφατικός τύπος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I saw it with my own eyes! Το είδα με τα ίδια μου τα μάτια! |
ο δικός μουpronoun (mine: with my, his, etc.) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Your car's much nicer than my own. Το αυτοκίνητό σου είναι πολύ καλύτερο από το δικό μου. |
παραδέχομαι ότι/πωςtransitive verb (dated (admit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He owned that he was the one who broke it. |
παραδέχομαιphrasal verb, intransitive (informal (confess to [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My brother broke my mom's favorite lamp and refused to own up to it. Ο αδερφός μου έσπασε το αγαπημένο φωτιστικό της μητέρας μου και αρνήθηκε να το παραδεχτεί. |
στην κρίση σουadverb (as you see fit) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με τον ρυθμό μου, με τον δικό μου ρυθμόadverb (at a speed one is comfortable with) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) From the tortoise and the hare, we learn that one can proceed at one's own pace and still be a winner. |
με δική σας ευθύνηadverb (without anyone else being liable) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Swim in the river at your own risk. |
είμαι κυρίαρχος του εαυτού μουverbal expression (male: be independent) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοκορεύομαιverbal expression (figurative (boast, be self-congratulatory) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ωριμάζωverbal expression (become confident and mature) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αυτοκτονώverbal expression (kill oneself) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πλουτίζωverbal expression (figurative (be self-serving) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εκ πείρας, από εμπειρίαadverb (having experienced it myself) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εκδικούμαιverbal expression (informal (retaliate, get revenge) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκδικούμαιverbal expression (informal (get revenge on) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γίνεται το δικό μου, περνάει το δικό μουverbal expression (have what you want) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sue got her own way when her parents let her go to the party. |
κάνω του κεφαλιού μουverbal expression (figurative ([sth] inanimate: malfunction) (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My hair has a mind of its own today. |
ας γίνει το δικό σουinterjection (informal, disapproving (resignation) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) OK, have it your way; I'm through arguing with you. You don't want pepperoni on the pizza? Fine, have it your own way. |
τα καταφέρνωverbal expression (informal (be capable, in control) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Suzanne may be young, but she can hold her own in debates with more experienced council members. |
με τον δικό μου τρόποadverb (uniquely) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Every Greek island is, in its own way, unique. |
στον κόσμο σουadjective (informal, figurative (oblivious to others) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μόνος μουexpression (independently) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με το δικό μου τρόποadverb (with your own style) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Don't copy your classmates: the important thing is to do it in your own way. You're beautiful in your own way! |
τα κρατάω για τον εαυτό μουverbal expression (not tell others your plans) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξέρω τι θέλωverbal expression (be confident) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αφήνω κπ χωρίς επίβλεψηverbal expression (not supervise [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που αφήνεται στη μοίρα του/τηςadjective (unsupervised, left alone) (αρνητικό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μένω μόνος μουverbal expression (not share one's accommodation) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) After living on his own for many years, he has moved back in with his parents. |
κοίτα τη δουλειά σουinterjection (informal (the matter doesn't concern you) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It's nothing to do with you; mind your own business! |
κοιτάω τη δουλειά μουverbal expression (informal (look after what does concern you) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If you mind your own business, you won't get in as much trouble. Αν κοιτάς τη δουλειά σου, δεν θα μπλέκεις τόσο πολύ. |
δικός μουexpression (belonging to you) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
οικειοθελώςexpression (voluntarily) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με τη θέλησή μουexpression (out of choice) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Do you marry this man of your own free will? I retired of my own free will; I was not fired. |
αυτοβούλωςexpression (willingly, freely) (λόγιο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με δική σου πρωτοβουλίαadverb (figurative, informal (by your own initiative) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μόνος μου, από μόνος μουadverb (alone, without accompaniment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This rice needs some added flavor; on its own it's bland. The bear cub was on its own after its mother was killed. |
μόνος μουadverb (without company) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
μόνος μουadverb (by myself, without help) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
μόνος μουexpression (without help) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Because of Ellen's autism, it is difficult for her to do things on her own. Εξ αιτίας του αυτισμού της, η Έλεν δυσκολεύεται να λειτουργήσει μόνη της. |
κύριος του εαυτού μουnoun ([sb] independent) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mike is very much his own person and does not like being told what to do. |
ελεύθερος χρόνοςnoun (free time, leisure time) My boss asked me to chat online on my own time. |
με δική μου πρωτοβουλίαnoun (personal admission) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) By his own account, he wasn't there that night. |
δική μου εκδοχήnoun ([sb]'s personal version of events) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προϊόν ιδιωτικής ετικέταςnoun (UK (private label: for a specific retailer) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλίαnoun (decision made freely) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλίαnoun (individual free will) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My parents wanted me to go to law school, but I made my own choice and attended art school instead. |
επιλογή μουnoun (personal choice) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It was my own free will to start this project so I can't blame anyone else when things get tough. |
δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλίαnoun (individual decision) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δική μου απόφαση, δική μου πρωτοβουλίαnoun (without orders of others) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παραδέχομαι ότιverbal expression (confess responsibility for) (έκανα κάτι) Nobody owned up to the theft, so the teacher gave the whole class a detention. |
ιδιωτικής ετικέταςnoun as adjective (UK (private label: of a specific retailer) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
συνεισφέρωverbal expression (do your share of work) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stuart needs to start pulling his weight on this project if he wants to keep his job. |
επιτυγχάνω με τις δικές μου δυνάμειςverbal expression (figurative (advance through own effort) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βλέπω με τα μάτια μου, βλέπω με τα ίδια μου τα μάτιαverbal expression (informal (witness at first hand) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I would never have believed it if I hadn't seen it with my own eyes. |
όπως έστρωσα θα κοιμηθώverbal expression (informal, figurative (suffer consequences of actions) (μεταφορικά) |
παίρνω το νόμο στα χέρια μουverbal expression (act as a vigilante) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If you get robbed, don't try to take the law into your own hands. |
περί ορέξεως...expression (everyone has different preferences) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Greg likes anchovies and pineapple on his pizza? Well, to each their own. |
στον εαυτό σου να είσαι αληθινόςexpression (literary (be yourself) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "To thine own self be true" is a quote from a Shakespeare play. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του owning στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του owning
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.