Τι σημαίνει το landed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης landed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του landed στο Αγγλικά.

Η λέξη landed στο Αγγλικά σημαίνει που έχει κτήματα, που έχει γη, με γη, στεριά, ξηρά, γη, έδαφος, γη, γη, τόπος, προσγειώνω, προσεδαφίζω, προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι, καταφθάνω, προσγειώνομαι, χώρα, της γης, προσγειώνομαι, προσγειώνομαι, φτάνω, ξεφορτώνω, πετυχαίνω, πιάνω, έχω, επιπλήττω, φορτώνομαι, τιμή εκφορτωθέντος εμπορεύματος, γαιοκτήμονες, μετανάστης με άδεια παραμονής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης landed

που έχει κτήματα, που έχει γη

adjective (people: owning land)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Only landed men were allowed to vote in the early United States.
Μόνο οι γαιοκτήμονες άνδρες επιτρεπόταν να ψηφίζουν αρχικά στις ΗΠΑ.

με γη

adjective ([sth] with land)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dan owns a landed property in England.
Ο Νταν έχει ένα ακίνητο με κτήματα στην Αγγλία.

στεριά, ξηρά, γη

noun (ground)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Columbus sailed for over two months before seeing land.
Ο Κολόμβος ταξίδεψε περισσότερο από δυο μήνες πριν δει στεριά.

έδαφος

noun (terrain)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The land is flat in many parts of Ohio.
Το έδαφος σε πολλά σημεία του Οχάιο είναι επίπεδο.

γη

noun (earth, soil)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The land here is rich and fertile.
Το έδαφος (or: χώμα) εδώ είναι εύφορο και γόνιμο.

γη

noun (real estate) (κτηματομεσιτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We have invested in land and bought quite a few hectares.
Επενδύσαμε σε γη και αγοράσαμε αρκετά στρέμματα.

τόπος

noun (dated, poetic (country)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She is from a far-off land.
Είναι από μια μακρινή χώρα.

προσγειώνω, προσεδαφίζω

transitive verb (aircraft: bring to earth) (αεροπλάνο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The pilot landed the aircraft very smoothly.
Ο πιλότος προσγείωσε (or: προσεδάφισε) το αεροπλάνο πολύ μαλακά.

προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι

intransitive verb (aircraft: come to earth) (αεροπλάνο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The aeroplane has landed safely.
Το αεροπλάνο προσγειώθηκε με ασφάλεια.

καταφθάνω

intransitive verb (come ashore) (φτάνω σε στεριά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
What year did the pilgrims land at Plymouth?
Ποια χρονιά κατέφθασαν (or: αποβιβάστηκαν) οι προσκυνητές στο Πλίμουθ;

προσγειώνομαι

intransitive verb (drop onto [sth]) (πέφτω πάνω σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He jumped from the bus and landed on the sidewalk.
Πήδηξε από το λεωφορείο και προσγειώθηκε (or: έπεσε) στο πεζοδρόμιο.

χώρα

noun (figurative, literary (people of a country) (μτφ: κάτοικοι χώρας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The queen has angered the whole land through her extravagance.
Η βασίλισσα εξόργισε ολόκληρη τη χώρα με τις υπερβολές της.

της γης

noun as adjective (relating to land)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσγειώνομαι

intransitive verb (come to rest)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The snowflake landed on the car.
Η νιφάδα προσγειώθηκε στο αμάξι.

προσγειώνομαι

intransitive verb (hit, shot, etc.: end up) (μτφ: για χτύπημα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The boxer's punch landed on his opponent's jaw.
Η γροθιά του πυγμάχου προσγειώθηκε στο σαγόνι του αντιπάλου.

φτάνω

intransitive verb (vessel: reach land)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The ship landed in Cuba on December 21st 1832.

ξεφορτώνω

transitive verb (unload) (κατεβάζω φορτίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The fishermen landed their catch at the docks.
Οι ψαράδες ξεφόρτωσαν την ψαριά στο λιμάνι.

πετυχαίνω

transitive verb (figurative, informal (win) (μτφ: κερδίζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His company landed a big contract with the government.
Η εταιρεία πέτυχε ένα μεγάλο συμβόλαιο με την κυβέρνηση.

πιάνω

transitive verb (fish: capture) (ψάρεμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We landed five fish in the fishing trip.
Πιάσαμε πέντε ψάρια στην εκδρομή μας.

έχω

transitive verb (come up with: a solution) (ιδέα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιπλήττω

transitive verb (strongly scold)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φορτώνομαι

transitive verb (informal (be burdened with) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I always get landed with the worst jobs.

τιμή εκφορτωθέντος εμπορεύματος

plural noun (shipping fees)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γαιοκτήμονες

noun (land-owning class)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The landed gentry owned virtually all the land in the kingdom.

μετανάστης με άδεια παραμονής

noun (archaic (foreigner: permanent resident)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του landed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του landed

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.